Καθώς το πλοίο ήταν έτοιμο να σπάσει απ'τον άνεμο που το 'δερνε μαζί με τη βροχή,είπε:
-Άκου τώρα και μια ιστορία από μένα, τώρα που λέγονται πολλές.
Οι λοστρόμοι έσφιγγαν τα σκοινιά των καταρτιών ουρλιάζοντας απ'τον πόνο, προσπαθώντας να αντισταθούν στον αέρα που φύσαγε ο διάολος απ' όλες τις μεριές. Στο αμπάρι, τα πράματα είχαν αδειάσει κάτω, δίνοντας βρωμιά και σαπίλα στο ξύλο που άνοιγε. Γέλασε τρομακτικά, και καθώς χαμογέλασε τρελά για να πιεί μια γουλιά ρούμι απ'το φλασκί του, ένα χρυσό δόντι έλαμψε στο φώς του κεριού φωτίζοντας μαζί και άλλα πέντε σάπια. Τίποτ' άλλο.
-Πόσα χρόνια ναυτικός, ε μικρέ; Ένα κουφάρι στους ωκεανούς. Τα πάντα, από έμπορος μέχρι πειρατής. Χα! Τι είδαν τα μάτια μου και τι έκαναν τα χέρια μου. Η θάλασσα σε αγριεύει, δίνει λέπια για δέρμα, πλοκάμια για μαλλιά και τρύπες για μάτια.
"Κόψτε τα σκοινιά, που να πάρει!" Ένας τεντωμένος ήχος σφυρίζει στον αέρα. Κάτω,όλοι ακούν μες στη σιωπή την ιστορία.
"Παλιά πηγαίναμε ταξίδι εμπορικό στις Ινδίες και γυρίζαμε πίσω φορτωμένοι μπαχάρια. Η διαδρομή όλο η ίδια, δυόμισι μήνες πηγαινέλα. Μέσα στη χρονιά συνήθισα και έμαθα απ' έξω τα μέρη που περνάγαμε. Τα λιμάνια πηγαινοέρχονταν στην τρικυμία του κόσμου, διώχνοντας μας από κοντά τους, όπως κι εμείς τις γυναίκες τους. Ασταθής ζωή κι ωραία πολύ η πουτάνα! Μου λείπει τρελά."
Καθάρισε με την ξανάστροφη τα βρώμικα γκριζοκίτρινα γένια του απ'το ρούμι, γεμίζοντας την πίπα του με καπνό.
"Μια φορά λοιπόν,κατά τους μήνες που ανοίγει ο καιρός, ούτε που θυμάμαι, είχαμε ξανοιχτεί στον Ινδικό κοντά στην Αφρική κάτω. Εκεί που οι δυο ωκεανοί φτιάχνουν τη ρουφήχτρα της Κόλασης που λέμε. Μέχρι τότε καλός καιρός, όμως ξαφνικά λύσσαξε. Κάνουμε μανούβρες ν'αποφύγουμε τα κύματα, δεν έβλεπες όμως τους υφάλους. Ύπουλα βράχια που πνίγουν ψυχές. Στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας βουλιάζουμε. Κανείς δεν σώθηκε, μόνο εγώ ο καταραμένος. Μια σανίδα με ξέρασε στην ακτή. Χώθηκα μες στα τροπικά δάση. Βαριά ατμόσφαιρα, υγρός τόπος. Τα κόκκαλα σου τα τρύπαγαν χίλιες αρρώστιες εκεί. Ήμουν ξεγραμμένος, δεν είχα τίποτα. Πάει, πέθανες λέω, και κανείς δε θα μάθει ποτέ τίποτα. Και τότε..."
Το βλέμμα του πάγωσε, ένα χέρι που δεν έβλεπες έσφιγγε την καρδιά του. Έμεινε ακίνητος ένα, δύο λεπτά. Ώσπου, μες στη ζάλη του καπνού και των αναμνήσεων συνεχίζει:
"Kαι τότε βλέπω το πιο όμορφο πλάσμα στη ζωή μου. Όχι, δεν ήταν ανθρώπινο, κι ας είχε τέτοια μορφή, δεν ξέρω τι ακριβώς ήταν, πάντως ήταν γυναίκα. Έκανα να το φτάσω από μακριά, όμως με κατάλαβε, δεν ξέρω πώς. Έμεινα, και τότε ήρθε σε μένα. Με χάρη στα πόδια της, λες χωρίς βάρος. Δεν μιλούσε όμως. Ό,τι κι αν της έλεγα δεν αποκρινόταν. Απελπίστηκα, ήθελα να την κάνω να καταλάβει τι έγινε. Και τότε της δείχνω τον ορίζοντα, που εκείνη την ώρα μαζεμένα σκοτεινά σύννεφα έριξαν μιαν αστραπή που τον φώτισε πέρα ως πέρα. Κι εκείνη. Ήθελα κάτι να πει, να μιλήσει, ν'ακούσω πώς μιλάει ένα τέτοιο πλάσμα. Δεν κοίταξε προς τα κει, μόνο πήρε ένα δρόμο και την ακολούθησα στο κατόπι. Προχωρούσαμε, δεν έβλεπα τίποτα. Πώς τα ξέρει λέω.Εδώ δεν μπορεί να μένει ψυχή, σκέφτομαι. Μάγισσα θα 'ναι. Με βγάζει λοιπόν σε μιαν άκρη. Και κάτω στην ακτή μια βάρκα μ'έτοιμα πράματα. Πώς γίνεται;"
Ρουφάει δυο τζούρες καπνό, κάνοντας τα μάτια του κόκκινα μέσα σ'ένα ασημένιο σύννεφο.
"Τότε την κοιτάζω και της λέω: "Σου ορκίζομαι οτι μια μέρα γρήγορα θα έρθω να σε πάρω να ζήσουμε μαζί, γιατί τέτοιο καλό και τόση ομορφιά δεν έχω ματαδεί." Πήγα να την αγγίξω αλλά δεν ξέρω, το άφησα. Ίσως και να μην καταλάβαινε. Έφυγα, και πήγαινα τρεις μέρες κατά μήκος της ακτής. Χάθηκε απ'τα μάτια μου μετά από λίγο. Μετά έφτασα σ'ένα λιμάνι, κι από κει πίσω στα μέρη μου."
Από πάνω φωνές και χτυπήματα, αγώνας με το νερό και τον αέρα. Βρισιές κι εντολές απ'το μισοπεθαμένο πλήρωμα. Τέτοια άγρια φουρτούνα δεν είχαν ξαναζήσει. Σιωπή πάλι απ'τον γέρο. Δε θα συνεχίσεις, και μετά γέρο τι έγινε; Βλέμμα ψυχρό και στέρεο μες στο σκοτάδι, σιωπή που μίλαγε από μόνη της."Και σαν τι να πω δηλαδής; Ναυτικός είμαι, ξεχνάω γρήγορα. Ζωή είχα αφήσει πίσω, δουλειές, χαρές. Συνέχισα όπως πριν, αφήνοντας πίσω τ'άλλα. Στα ταξίδια μου άραζα στο Πόρτ Πεγκασού και ζούσα με γυναίκες, ζάρια και παιδιά. Μπάσταρδα όλα, αλλά με το κατιτίς μου πάνω τους. Στο Πόρτ Πεγκασού θέλω να πάω αμέσως μετά την Βομβάη. Κάτι έχω ξεχάσει."
"Πρόσεχτε την άγκυρα, μαζέψτε τη γρήγορα!" Μια φωνή που πνίγηκε μαζί μ'άλλες. Η άγκυρα λύθηκε και έπεφτε στον πάτο γεμίζοντας τρόμο αυτούς που ήξεραν. Οι άλλοι κάτω άκουγαν μια ιστορία. Δεν γνώριζαν, δεν ήξεραν τι έγινε. Όταν η άγκυρα βρήκε πάτο, το πλοίο ανασηκώθηκε στα πλάγια και έπεσε σαν πέτρα στο ταραγμένο κύμα. Τους πήρε όλους κάτω. Πήγαιναν ταξίδι, και τότε που χάθηκαν βρίσκονταν στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας...