Επικαιρότητα

Οι πένες στο σκαμνί

Πολύς λόγος γίνεται στην Ελλάδα και διεθνώς για την Ελευθεροτυπία και τη θέση της σε μια σύγχρονη Δημοκρατία και πολλές οι πρόσφατες και παλιότερες υποθέσεις που την πλήττουν, όπως η ΕΡΤ,η υπόθεση Κατσίμη – Αρβανίτη, η υπόθεση Χατζόπουλου, η υπόθεση Παπαχρήστου,η υπόθεση Κονταράκη, η υπόθεση Πετρουλάκη και άλλες.

Η ένωση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, αδιαμφισβήτητη ως προς την ανεξαρτησία της, στην έκθεση της για την ελευθερία του τύπου κατέταξε την Ελλάδα στην 91η θέση, πολλές θέσεις κάτω από την πλειοψηφία των Ευρωπαϊκών χωρών, όπως τη Γερμανία (12η), το Βέλγιο (15η) ακόμα και τη Γκάνα (22η) ή τη Μογγολία (54η).Τουλάχιστον είμαστε πάνω από τη Τουρκία (149η) ή τη Ρουάντα (161η). Δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε τις αιτίες αυτής της διαχρονικής κατρακύλας, ωστόσο είναι ένα θέμα το οποίο δεν έχει φωτιστεί επαρκώς από τα ελληνικά ΜΜΕ.

Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και στα Ευρωπαϊκά ΜΜΕ, ιδιαίτερα μάλιστα το τελευταίο διάστημα μετά τα γεγονότα του Charlie Hebdo όταν αιμοσταγείς φανατικοί εισέβαλλαν στα γραφεία του πασίγνωστου, πλέον, περιοδικού δολοφονώντας γελοιογράφους. Προκαλεί θυμηδία φυσικά το γεγονός πως δήλωσαν «Je Suis Charlie» άνθρωποι σαν τον Πρωθυπουργό της Τουρκίας Νταβούτογλου, τον Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας Λαβρόφ (152η θέση στη σχετική λίστα) , τους εκπροσώπους της Αιγύπτου (158η) ή των Εμιράτων (120η) και άλλων. Ακόμα και η παρουσία του Αντώνη Σαμαρά προκάλεσε αίσθηση όταν, εν μέσω προεκλογικής περιόδου δήλωσε «Je Suis Charlie» σε μια χώρα όπου καταδικάστηκε σε φυλάκιση πολίτης με τη κατηγορία της βλασφημίας προς τα θεία. Αναρωτιέται κανείς πόσα τεύχη θα είχε καταφέρει να εκδόσει το Charlie εάν ήταν ελληνικό περιοδικό και πώς θα είχαν αντιδράσει Σαμαράδες, Καμμένοι, Άνθιμοι κλπ.

...πόσα τεύχη θα είχε καταφέρει να εκδόσει το Charlie εάν ήταν ελληνικό περιοδικό και πώς θα είχαν αντιδράσει Σαμαράδες, Καμμένοι, Άνθιμοι κλπ.;

Φυσικά δεν είναι καινούριο φαινόμενο να πλήττεται η ελευθερία του τύπου από ομάδες που θα ήθελαν τα ΜΜΕ να τους απευθύνονται μόνο με θετικούς χαρακτηρισμούς και χρησιμοποιούν είτε τους θεσμούς της Δημοκρατίας, είτε την τρομοκρατία, προκειμένου οι “αντιφρονούντες” να συμμορφώνονται. Κινήσεις σαν αυτές έχουν διττό αποτέλεσμα. Αφενός μεν να τιμωρηθούν εκείνοι οι οποίοι ασκούν κριτική πέραν του σημείου που επιθυμεί ή επιτρέπει ο κρινόμενος, αφετέρου δε να λειτουργήσει προληπτικά για το σύνολο του τύπου επιβάλλοντας την λογοκρισία στη μία περίπτωση, την αυτολογοκρισία στη δεύτερη. Παρατηρούμε λοιπόν το φαινόμενο, προοδευτικοί δημοσιογράφοι να γράφουν για κόμματα όπως τη Χρυσή Αυγή, τοποθετώντας τη στον «ευρύτερο χώρο της δεξιάς» ή ακόμα να ζητούν απεξάρτηση του «σοβαρού» από το ασόβαρο (sic) τμήμα της. Σαφώς ορισμένοι εξ αυτών είναι εγνωσμένων δημοκρατικών φρονημάτων, επομένως αδυνατεί κανείς να θεωρήσει στα σοβαρά πως αντιμετωπίζουν την εγκληματική οργάνωση με όρους που αντιμετωπίζουν τα κανονικά κόμματα. Φαίνεται λοιπόν πως ασκούν κάποιου είδους αυτολογοκρισία, προκειμένου να γλιτώσουν ποινικές ή τραμπούκικες επιθέσεις κάνοντας έτσι άθελα τους τη Χρυσή Αυγή ρυθμιστή του επιπέδου και της έντασης της κριτικής τους.

Ο μετρ της λογοκρισίας, ο γνωστός θεωρητικός του εθνικοσοσιαλισμού Κώστας Πλεύρης είχε βρει μια τρίτη μέθοδο, αυτή της προληπτικής λογοκρισίας, προτείνοντας ασφαλιστικά μέτρα στην Ελευθεροτυπία και τους συντάκτες του “Ιού” . Η μέθοδος αυτή δεν είναι δικής του επινόησης, ανήκει στο μέντορά του, τον Ζαν-Μαρί Λεπέν ο οποίος εκμεταλλευόμενος ένα κενό του Γαλλικού νόμου της δεκαετίας του ’80 άρχισε να υποβάλει μηνύσεις και αγωγές σε όσους τού απέδιδαν το χαρακτηρισμό του ρατσιστή, ενώ δεν είχε κανένα πρόβλημα να τον αποκαλούνε εθνικοσοσιαλιστή. Όλα αυτά παρά το γεγονός πως είναι στους πάντες γνωστό πως πρόκειται για έναν πατενταρισμένο ρατσιστή, που έχει χρησιμοποιήσει επανειλημμένα hate speech εναντίον ρομά, μεταναστών, ομοφυλόφιλων και άλλων ομάδων, καταδικάστηκε δε σε πολλές περιπτώσεις και σε διάστημα πολλών ετών από το 1971 ως το 1994.

Εκμεταλλευόμενος τη δυνατότητα του νόμου που επιβάλλει στους δημοσιογράφους να συνοδεύουν τα ρεπορτάζ τους με απαντήσεις των θιγομένων, επιβάλλει σε μια σειρά μεγάλων και έγκυρων εφημερίδων όπως τη Monde ή τη Liberation να δημοσιεύουν πλείστα κείμενα ως “απαντήσεις” που στην ουσία αποτελούν προπαγανδιστικά ιδεολογικά κείμενα πασπαλισμένα με “δημοκρατικές” ευαισθησίες, για όσους τσιμπάνε. Οι ρεπόρτερ ματαίως προσπαθούσαν να αποκρούσουν αυτή τη τακτική υποστηρίζοντας μέσω της οργάνωσης των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα πως “Πρόκειται για μια πραγματική ληστεία της ύλης της εφημερίδας, για μια ιδιοποίηση του πιο πολύτιμου αγαθού της εφημερίδας, του χώρου των συντακτών της”.

"...το μοντέλο Λεπέν ακολούθησε το καθ’ημάς Δίκτυο 21."

Μία από τις πολλές ομοιότητες του Γαλλικού με το Ελληνικό πολιτικό σύστημα εντοπίζεται καί στην δίωξη του τύπου από την ακροδεξιά καθώς το μοντέλο Λεπέν ακολούθησε το καθ’ημάς Δίκτυο 21 . Τα μέλη του Δικτύου 21 ακολούθησαν το μονοπάτι του ιδεολογικού τους πατέρα με την ίδια μεθοδολογία, την ίδια ένταση και τα ίδια μέσα. Υποστήριζαν τα δημοκρατικά τους φρονήματα, υποστηρίζοντας ταυτοχρόνως πως ‘‘Η Ελλάδα υφίσταται ιδεολογική τρομοκρατία ενάντια σε κάθε ελληνική άποψη, ένα είδος μακαρθισμού, απέναντι σε όσους υψώνουν το πατριωτικό φρόνημα του Έθνους’’ (Ελευθεροτυπία, 20.12.1997). H ιδιαιτερότητα του Δικτύου είναι πως προσέλκυσε μέλη από όλο το πολιτικό φάσμα εντάσσοντας στις τάξεις του ανθρώπους όπως ο Δημήτρης Τσοβόλας, η Λιάνα Κανέλλη, ο Κώστας Ζουράρις, ο Άγγελος Συρίγος (σημερινός Γενικός Γραμματέας Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής) και άλλοι, το ιδεολογικό στίγμα ωστόσο έδιναν προσωπικότητες της σκληρής ακροδεξιάς όπως ο Φαήλος Κρανιδιώτης, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης και δευτερευόντως ο Αντώνης Σαμαράς.

Το Μάρτιο του 1999 μέλη του δικτύου πανηγύριζαν για την απόλυση του Μανώλη Βασιλάκη, δημοσιογράφου της εφημερίδας Εξουσία χαρακτηρίζοντας τον “αντιφρονούντα”. Ακολούθησαν αγωγές εναντίον του ιδίου και της εφημερίδας, όσο και εναντίον της Αυγής, της Αυριανής, της ΕΡΤ, της ΕΡΑ, του ΚΛΙΚ, καθώς και κατά του Ανδρέα Ανδριανόπουλου. Το Δίκτυο προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, κάνοντας αγωγές προσωπικά εναντίον του Κ.Κάρη του Γ.Τζαννετάκου, του Ν. Λιοναράκη, του Π.Παναγιώτου και άλλων “αντιφρονούντων”. Ο Στάθης Σ. υποστήριξε πως “Το 'Δίκτυο 21' αποτελείται κι εκφράζεται από γνωστούς ανθρώπους, συνεπώς, και πρόσβαση στα ΜΜΕ διαθέτουν, και γραφίδες ν' αρθρογραφούν οι ίδιοι υπέρ όσων νομίζουν σωστά, αλλά και για να αμύνονται αν τυχόν θεωρηθούν ότι συκοφαντούνται από δημοσιογράφους ή αδικούνται μ' όποιον τρόπο. Προς τι λοιπόν οι δικαστικές διώξεις, σωρηδόν, και μάλιστα με το στοιχείο της θήρας και της άγρας εκατομμυρίων; (...) Όταν μιλάμε για πολιτικούς (κι όχι ανυπεράσπιστους απέναντι στα ΜΜΕ πολίτες) και για δημοσιογράφους, τα μόνα επιτρεπτά όπλα είναι η σκέψη και η γραφή" (ΤΑ ΝΕΑ, 19.7.1999).

Σε συνέχεια της υποστήριξης του Βασιλάκη, 120 προσωπικότητες της πολιτικής και της τέχνης υποστήριξαν πως εκείνος απειλείται με οικονομική εξόντωση από τις αγωγές που είχαν ασκηθεί εναντίον του. Ως απάντηση τα μέλη του Δικτύου άρχισαν να στέλνουν εξώδικα εκφοβίζοντας με ποινικές ευθύνες όποιον διαφωνούσε με τις απόψεις τους. Έτσι προσωπικότητες όπως ο Ριχάρδος Σωμερίτης, ο Αντώνης Λιάκος, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μιχάλης Παπακωνταντίνου ή ο Λεωνίδας Κύρκος βρέθηκαν στο στόχαστρο του Δικτύου, με τον τελευταίο να εκφράζει την αντίθεσή του στην άσκηση ένδικων μέσων προς απάντηση πολιτικών επιχειρημάτων.

Θα περίμενε κανείς πως η απολίτιστη τακτική του νομικού εκφοβισμού θα έχει εγκαταλειφθεί και πως η χώρα μας θα απολαμβάνει την ποιότητα της ελευθερίας του λόγου των υπολοίπων χωρών του πολιτισμένου κόσμου όπου οι πολιτικοί ασκούν ένδικα μέσα σε δημοσιογράφους μόνο όπου υπάρχουν βάσιμες υποψίες πραγματικής δυσφήμησης, διαφορετικά είναι καταγέλαστοι. Φεύ!

Οι περιπτώσεις που αποδεικνύουν το αντίθετο είναι αναρίθμητες με προσωπικότητες της δημόσιας ζωής να χρησιμοποιούν παρόμοιες μεθόδους με ευκολία. Ο Κασιδιάρης για παράδειγμα δε δίστασε να κάνει αγωγή στο Δημήτρη Ψαρά όταν η Εφημερίδα των Συντακτών δημοσίευσε από την στήλη του Ιού βίντεο κατά το οποίο εκείνος υποδύεται τον αρχιφύλακα όπου παρακολουθεί τη κακοποίηση κρατουμένου από αστυνομικούς, προωθώντας έτσι τη βία ως πυρήνα της ιδεολογίας της Χρυσής Αυγής. Στο δικαστήριο του περασμένου Ιανουαρίου ο Κασιδιάρης δεν ισχυρίστηκε πως το βίντεο είναι πλαστό, δεν παίζει ο ίδιος κλπ. Δεν αμφισβήτησε δηλαδή την ουσία του βίντεο αλλά η επιχειρηματολογία του ήταν επιπέδου “Έλα μωρέ κάναμε πλάκα”, “O Ψαρράς γράφει πολλά χρόνια εναντίον μας”, “Δεν αφορά το δημόσιο συμφέρον”κλπ. Προσπάθησε δηλαδή να παραστήσει τον αθώο διωκόμενο αμφισβητώντας το δικαίωμα του Δημήτρη Ψαρρά (και στο πρόσωπο του Ψαρρά το δικαίωμα των δημοσιογράφων) να δημοσιοποιούν και να κρίνουν πολιτικές συμπεριφορές των πολιτικών προσώπων.

Καλά θα πει κανείς, ναζί είναι ο άνθρωπος, δεν είναι δημοκράτης, τι να περιμένει κανείς; Ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών όμως, αδιαμφισβήτητων δημοκρατικών φρονημάτων, έκανε αγωγή στο δημοσιογράφο Τάκη Μίχα και την ιστοσελίδα protagon.gr διότι δεν ενέκρινε ένα άρθρο στο οποίο θίγονταν πρακτικές των γιατρών. Ούτε η Ραχήλ Μακρή είναι ναζί, δε δίστασε ωστόσο να κάνει αγωγή στη Δέσποινα Κονταράκη, αρχισυντάκτρια του “Ελεύθερου Τύπου” επειδή η κριτική που της ασκούσε ξέφυγε από τα όρια που μπορούσε να ανεχτεί. Και όποιος δεν μπορεί να ανεχτεί να αποκαλείται “ανεκδιήγητος” απλώς δεν κάνει για πολιτικός.

“Φοβάμαι πως ο αυριανισμός γίνεται καθεστώς. Αγανάκτησα!”

Παρατηρεί κανείς πως ο εύκολος δρόμος του εκφοβισμού προτιμάται από ανθρώπους όλων των αποχρώσεων σε σχέση με τη βάσανο των επιχειρημάτων και πως η Δημοκρατία αδυνατίζει από ανθρώπους που έχουν ορκιστεί να την υπερασπίζονται και να τη προωθούν. Το συμπέρασμα συνοψίζεται στη φράση του Μάνου Χατζιδάκι όπου όταν ο Σαρτζετάκης είχε κάνει αγωγή στο Λαζόπουλο δήλωσε πως “Φοβάμαι πως ο αυριανισμός γίνεται καθεστώς. Αγανάκτησα!”.

 

*Με δάνεια από τον Ιό της Ελευθεροτυπίας το άρθρο του οποίου συστήνεται ανεπιφύλακτα

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Άρης Πετρουλάκης