Επικαιρότητα

Εισβολή στην Ουκρανία

από kaboomzine

Για μια καταδίκη χωρίς αμφισημίες

Θανάσης Δημάκας, Γιάννης Κτενάς

Η δέσμευση υπέρ της ειρήνης οφείλει να αποτελεί βασική θέση κάθε ανθρώπου που τοποθετεί στο επίκεντρο της ηθικοπολιτικής του στάσης τη ζωή, την ελευθερία και την κατά το δυνατόν εξάλειψη των αδικιών. Από αυτή τη σκέψη, που αφορά ιδίως –αλλά σε καμία περίπτωση αποκλειστικά– όσους και όσες ανήκουν στον ευρύτερο αριστερό και ελευθεριακό χώρο, απορρέει η εναντίωση σε κάθε επεκτατικό πόλεμο. Με τη σειρά του, ο συγκεκριμένος συλλογισμός μάς οδηγεί στην απερίφραστη καταδίκη της επιλογής του Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία και στην αμέριστη αλληλεγγύη στον ουκρανικό λαό που αγωνίζεται συγκινητικά, όπως και στους πολίτες της Ρωσίας που εναντιώνονται γενναία στα σχέδια του δικτατορικής κοπής αρχηγού τους.

Αυτή η θέση θα έπρεπε να είναι αυτονόητη, να τίθεται στη βάση κάθε συζήτησης, να εκφράζεται χωρίς «ναι μεν αλλά». Δυστυχώς, στην πράξη διαπιστώνουμε ότι δεν συμβαίνουν έτσι τα πράγματα. Καλούμαστε λοιπόν να εξετάσουμε με συντομία μερικά από αυτά τα «ναι μεν αλλά», όχι μόνο και όχι τόσο ως κοινωνικοί επιστήμονες ή θεωρητικοί –εξάλλου τα πολιτικά και ηθικά ερωτήματα σπάνια μόνο επιδέχονται μια αμιγώς επιστημονική απάντηση– αλλά κυρίως ως πολίτες που ενδιαφέρονται για την κοινωνία και τον κόσμο, κρίνουν και κρίνονται καθώς λαμβάνουν θέση.

Παρά τη σε γενικές γραμμές υπεύθυνη και σοβαρή στάση πολλών ανθρώπων που εγγράφονται στο αριστερό και το ελευθεριακό φάσμα,[1] υπάρχουν ομάδες και άτομα που επιχειρούν να θολώσουν την κρισιμότητα του ζητήματος,[2] επιλέγοντας να επιμείνουν σε γενικολογίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός οξύνει τους ανταγωνισμούς και υποθάλπει τον πόλεμο, τα ναζιστικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στον στρατό της Ουκρανίας, τις ευθύνες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στη διεθνή πολιτική, τις γεωπολιτικές πιέσεις που δέχτηκε η Ρωσία.

Αυτές οι παρατηρήσεις, μέσα στην απέραντη γενικότητά τους, μπορούν να θεωρηθούν ορθές, αν και μερικές. Είναι πολύ εύκολο να αντικρουστούν και κυρίως δεν μας λένε τίποτα το ουσιαστικό για το συγκεκριμένο επίδικο, τον συγκεκριμένο πόλεμο, τη στάση που πρέπει να τηρήσουμε απέναντι στη ρωσική εισβολή.[3] Πόλεμοι υπήρχαν ανέκαθεν – και σίγουρα πολύ πριν από τον καπιταλισμό. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι στρατοί του κόσμου συμπεριλαμβάνουν στους κόλπους τους ακραία στοιχεία που έχουν διαπράξει θηριωδίες – κι αυτό οπωσδήποτε ισχύει και για τον ρωσικό στρατό. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δέχονται επίσης πιέσεις από άλλες δυνάμεις, έστω λιγότερο ισχυρές – εξάλλου όταν διεξάγουν πολέμους, τα κινήματα στέκονται δυναμικά και μαζικά απέναντί τους. Τέλος, η ιστορική έρευνα θεωρεί για παράδειγμα αναντίρρητο ότι οι ταπεινωτικές επιπτώσεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών για τη Γερμανία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην όξυνση του γερμανικού εθνικισμού και συνεπώς συνετέλεσαν στην άνοδο του Χίτλερ – τον οποίο ωστόσο ελπίζουμε ότι κανείς δεν σκέφτεται να δικαιολογήσει.

Παραδομένοι στη γοητεία της γενικολογίας, ορισμένοι μάλιστα φτάνουν στο σημείο να σημειώνουν ότι, στο πλαίσιο ενός «ενδο-ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού», οι έννοιες του επιτιθέμενου και του αμυνόμενου είναι σχετικές. Πρόκειται για ένα στενόχωρο παράδειγμα που επιβεβαιώνει μια παρατήρηση της Άρεντ: η θεωρητικολογία μπορεί να σε κάνει να λες ότι είναι μέρα ενώ έξω είναι νύχτα.[4] Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο θεωρητικός λόγος υπαναχωρεί σε σχέση με τον κοινό νου, ο οποίος βεβαίως μπορεί να διακρίνει ποιος είναι ο επιτιθέμενος και ποιος ο αμυνόμενος στον πόλεμο της Ουκρανίας, όπως και ότι μια άβυσσος χωρίζει τους ανταγωνισμούς, τις εξοπλιστικές δαπάνες, τις απειλές, τα τελεσίγραφα, τη διπλωματική ατζέντα, τα παρασκηνιακά παιχνίδια, ακόμα και τις παραστρατιωτικές οργανώσεις, από μια κατάσταση στην οποία πέφτουν βόμβες σε πολυκατοικίες, θέατρα και νοσοκομεία, διαπράττονται γενικευμένα εγκλήματα πολέμου και οι άνθρωποι πιάνουν στα χέρια τους όπλα, μεταναστεύουν ή κρύβονται σε καταφύγια.

Η άσκηση της κριτικής μας ικανότητας, που εν προκειμένω αφορά τη δυνατότητα και τη θέληση να αναζητά και να βρίσκει κανείς το ουσιώδες μέσα στο χαοτικό ποτάμι των αντικρουόμενων, αντιφατικών, ενίοτε εξίσου αληθών γεγονότων, πληροφοριών και επισημάνσεων, επιβάλλει λοιπόν να καταλογίσουμε τον παρόντα πόλεμο στην απόφαση του Πούτιν και να ταχθούμε με σύνεση και συνέπεια στο πλευρό του ουκρανικού λαού, από τη στιγμή που αποφασίζει να πολεμήσει για να αμυνθεί. Κι αυτό γιατί η εγκληματική απόφαση για την πραγματοποίηση της εισβολής δεν μπορεί να υποτιμηθεί ούτε να θεωρηθεί απλό αντανακλαστικό, στο πλαίσιο μιας επικίνδυνης και θλιβερής άσκησης συμπεριφορισμού. Αυτό φαίνεται ήδη από το ότι γεγονός ότι τα περί γεωπολιτικής αντιπαλότητας, καπιταλισμού, ιμπεριαλισμού και «ναζιστικοποίησης» ισχύουν και για ένα μεγάλο πλήθος άλλων κρατών, που αυτή τη στιγμή δεν βρίσκονται σε γενικευμένη σύρραξη – και ευτυχώς.

Από τη στιγμή που η θεμελιώδης ηθική στάση της καταδίκης του Πούτιν θα έχει αποκατασταθεί και αρθεί στο ύψος της, που σημαίνει ότι θα έχει διατυπωθεί χωρίς αμφισημίες και θα τίθεται ως κεντρικός άξονας κάθε ανάλυσής μας, οι υπόλοιπες κριτικές που αρθρώνονται μπορούν να βρουν τη χρησιμότητά τους, εντασσόμενες σε μια διαφορετική ισορροπία. Πράγματι, έχει νόημα να σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο το στρατιωτικοβιομηχανικό σύστημα αναπτύσσεται και κερδίζει θέτοντας σε κίνδυνο ολόκληρη την ανθρωπότητα, γεννώντας ή επιδεινώνοντας τις περιβαλλοντικές και ενεργειακές κρίσεις. Έχει σημασία να καταδείξουμε τις επαίσχυντες πράξεις άλλων ηγεμονικών δυνάμεων, που συχνά μάλιστα ανήκουν στους συμμάχους του ελληνικού κράτους, και συνεπώς να προσπαθήσουμε να συγκροτήσουμε εναλλακτικούς τρόπους οργάνωσης των διεθνών σχέσεων. Είναι απαραίτητο να αναδείξουμε την κοινή μοίρα των ουκρανών προσφύγων, που ορθά στηρίζονται, με τους πρόσφυγες από άλλες περιοχές του κόσμου. Τέλος, δεν είναι άνευ σημασίας να σκεφτούμε και τα προβληματικά στοιχεία που χαρακτήριζαν την ουκρανική πολιτική και ήρθαν εκ νέου στο προσκήνιο μετά την απαράδεκτη προβολή του βίντεο με τον μαχητή του τάγματος Αζόφ στην ελληνική βουλή – δείγμα αδιανόητης ανικανότητας ορισμένων ανθρώπων της ελληνικής κυβέρνησης, οι οποίοι έτσι έβλαψαν την υπόθεση της Ουκρανίας.

Η τοποθέτηση του συγκεκριμένου πολέμου σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, που αναδεικνύει τις αιτίες, τους συσχετισμούς, την ιστορικότητα, τις πολιτικές και οικονομικές διαστάσεις των προβλημάτων μπορεί και πρέπει λοιπόν να αποτελέσει τμήμα μιας αυθεντικά κριτικής στάσης. Καθώς όμως κριτική σημαίνει πάνω απ’ όλα οριοθέτηση, οφείλουμε να τοποθετούμε το κάθε στοιχείο στη θέση που του αντιστοιχεί, να αποδίδουμε σε κάθε παράγοντα τη βαρύτητα που του αναλογεί, να δια-κρίνουμε τα ουσιώδη και τα συγκεκριμένα επίδικα· κυρίως, να μην κλείνουμε τα μάτια μπροστά στον πόνο και την ανθρώπινη δυστυχία που προκάλεσε και προκαλεί ο πόλεμος, πόνο και δυστυχία τελείως άλλης τάξης από εκείνη που προκαλούσε η προϋπάρχουσα κατάσταση.

Για όλους αυτούς τους λόγους, τώρα προέχει η ρητή καταδίκη της εισβολής και η αλληλεγγύη στην Ουκρανία. Χωρίς αυτό το κέντρο βάρους, κάθε ανάλυση, κάθε κουβέντα καθίσταται ανερμάτιστη.


[1] Να αναφερθούμε εδώ, για παράδειγμα, στη μετρημένη στάση του περιοδικού Αυτολεξεί, με όλες τις διαφορές που μας χωρίζουν, καθώς και στο γενικότερο πνεύμα των παρεμβάσεων του Γιώργου Κρανιδιώτη, του Γιώργου Φαράκλα, του Θανάση Γιαλκέτση και του Γιώργου Γιαννουλόπουλου, παρά τις επιμέρους διαφωνίες που πάντα υπάρχουν, όπως είναι λογικό.

[2] Αυτό δυστυχώς δεν αφορά μόνο γραφικούς χώρους και ανθρώπους, όπως η ΛΑΕ, η οποία στην αντιπολεμική πορεία που ξεκίνησε από τα Προπύλαια περπάτησε με πανό που έγραφε «ΌΧΙ στην ΕΕ, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ», χωρίς καν να αναφέρεται στον Πούτιν, ή τον Νίκο Μπογιόπουλο, που προσφάτως μας πληροφόρησε ότι στην Ουκρανία πρέπει να έχουν πολύ καλούς τζαμάδες, μιας και κατά τη γνώμη του τα κτίρια και τα οχήματα που βομβαρδίζονται διατηρούν άθικτες τις βιτρίνες και τα παράθυρά τους. Την ίδια στιγμή, στη Θεσσαλονίκη συμμετέχοντες σε αντιπολεμική πορεία έκριναν σκόπιμο και κυρίως επίκαιρο να κάψουν τη σημαία του ΝΑΤΟ.

[3] Σε αυτό το πλαίσιο, θα είχε ενδιαφέρον να μελετηθεί μια αναλογία με το ζήτημα της πανδημίας, που ενδεχομένως καθίσταται ακόμα πιο σημαντική από τη στιγμή που παρατηρούνται συγκλίσεις ή και ταυτίσεις ανάμεσα στους αντιεμβολιαστικούς και τους φιλοπουτινικούς κύκλους, προφανώς στο όνομα μιας ορισμένης «αντισυστημικότητας». Πολλά από τα εξ αριστερών επιχειρήματα των «σκεπτικιστών» ισχύουν εν μέρει και στη γενικότητά τους: η άνευ όρων αποδοχή των επιστημονικών προτάσεων μπορεί να απολήξει στον επιστημονισμό, όλα τα φάρμακα έχουν παρενέργειες, οι κυβερνήσεις φέρουν ευθύνες για την κατάσταση των υγειονομικών συστημάτων, οι πατέντες των εμβολίων συχνά αποτελούν εμπόδιο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση μιας υγειονομικής κρίσης, οι εταιρείες της «big pharma» πλουτίζουν. Όλα αυτά, ορθά σε ένα τελείως αφηρημένο επίπεδο, δεν μας λένε απολύτως το σημαντικό για το τι συνιστά μια υπεύθυνη στάση τώρα, σε αυτή την πανδημία, με αυτές τις συνθήκες, με αυτά τα εμβόλια. Το να παρουσιάζεται δε η προσωπικά αυτονόητη και κοινωνικά επιβεβλημένη επιλογή του εμβολιασμού ως «ατομική απόφαση» από ανθρώπους που κατά τ’ άλλα επισημαίνουν την πολιτικοκοινωνική διάσταση κάθε ζητήματος συνιστά οφθαλμοφανή αντίφαση.

[4] Η Χάννα Άρεντ έγραφε επίσης κάτι πολύ σχετικό με την περίσταση σε ένα δοκίμιό της με τίτλο «Αλήθεια και πολιτική» (σ. 75 της ελληνικής μετάφρασης, εκδ. Στάσει εκπίπτοντες). Όταν ένας αξιωματούχος της γερμανικής δημοκρατίας της Βαϊμάρης ρώτησε τον Κλεμανσώ τι κατά τη γνώμη του θα γράψει ο ιστορικός του μέλλοντος για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκείνος απάντησε: «Αυτό δεν το ξέρω, γνωρίζω όμως μετά βεβαιότητος πως δεν θα πουν ότι το Βέλγιο εισέβαλε στη Γερμανία».

Κεντρική εικόνα: έργο της Doaa Aladdin

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine