Ανάλυση

Ψηφιακή Επικοινωνία: Μία κριτική και ένα αντιπαράδειγμα

Το τελευταίο διάστημα, έχει ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση για τον ρόλο που παίζει η τεχνολογία και τα social media τόσο στην πολιτική ζωή όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η μεγάλη επιρροή τους στις εκλογές στις ΗΠΑ ως ένα άμεσος και μαζικός τρόπος διάδοσης απόψεων, η διασπορά ψευδών ειδήσεων, ακόμη και η έννοια της μετα-αλήθειας, είναι μερικά μόνο από τα θέματα που τέθηκαν στο πολιτικό τραπέζι. Όλα αυτά ίσως να μην ήταν εφικτά χωρίς την ύπαρξη μέσων κοινωνικών δικτύωσης.

Τα ΜΜΕ παγκοσμίως ρωτούσαν στα ρεπορτάζ και στις αναλύσεις τους αν εξελέγη ο Trump ελέω Facebook και αν ήταν αυτό ένας καταλύτης για την επικράτησή του. Αν συμφωνήσουμε με μία τέτοια αντίληψη κινδυνεύουμε να κάνουμε ένα σημαντικό λάθος: να επικεντρωθούμε μοναχά σε μία φαντασιακή δομή και όχι στα υποκείμενα ή στις ενέργειες τους. Να θεωρήσουμε δηλαδή την τεχνολογία ως μία αρχή μέσα στην οποία εγγράφονται τα υποκείμενα χωρίς τη δυνατότητα να την επηρεάσουν και να τη διαμορφώσουν.

Για να αναμετρηθούμε με το ερώτημα πρέπει να το αποδομήσουμε στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Θα μπορούσαμε να πάμε τόσο μακριά ώστε να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας τι είναι τεχνολογία. Καθώς όμως η συζήτηση αυτή θα μπορούσε να τραβήξει για ώρα και να παραμείνει το ίδιο ανοιχτή με όσο ήταν όταν ξεκινούσε, θα θέλαμε να εστιάσουμε στο σήμερα και τα ερωτήματα που φαίνεται να μας συν-απασχολούν. Εν συντομία θέτουμε κάποια από αυτά: πώς επηρεάζουν τη ζωή μας τα social media, πώς βγάζουν χρήματα και πώς λειτουργούν, πώς και σε ποιους τομείς διαφοροποιούνται από τον παραδοσιακό τύπο επιχείρησης και εν τέλει πώς τοποθετούνται στον δημόσιο χώρο και τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για αυτό.


Σηματοδοτούν τα social media τη στροφή στην οικονομία των υπηρεσιών και εν ευθέτω χρόνω το τέλος της τεχνολογίας ως κατ’ εξοχήν παραγωγικής μεταβλητής; Και από την άλλη πλευρά, υπάρχουν νέες δυνατότητες και προοπτικές που αναπτύσσονται σε συνάρτηση με την παρούσα κατάσταση της τεχνολογίας ;

Γενικά μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν τα προγράμματα, οι εφαρμογές κ.ο.κ. ανοιχτού και κλειστού (προστατευόμενου) κώδικα, με τα πρώτα να συνδέονται συνήθως με την έννοια μίας κοινότητας που τα τρέχει και τα δεύτερα με τις επιχειρήσεις. Αυτή η διάκριση ωστόσο δεν είναι απόλυτη, καθώς παρατηρούμε όλο και περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν και να επενδύουν σε εγχειρήματα ανοιχτού κώδικα (βλ. ενδεικτικά εδώ). Η επιλογή αυτή είναι χαρακτηριστική της δυνατότητας που παρέχει η τεχνολογία στα άτομα να οργανώνουν, να υλοποιούν και να κατανέμουν τις εργασίες ενός έργου ψηφιακά μαζικά, πετυχαίνοντας έτσι υψηλές οικονομίες κλίμακας. Είναι συνήθως πάνω σε αυτή την ανοιχτή δουλειά όπου αργότερα χτίζονται τα προϊόντα των επιχειρήσεων και οι οποίες μπορούν είτε να ενσωματώσουν αυτή τη λογική της “ανοιχτότητας” είτε να την περιφράξουν, εφόσον έχουν το μέγεθος και τη δυναμική.

Με βάση αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, όταν μιλάμε για το Facebook και το Twitter, λόγου χάρη, δεν μιλάμε απλά για πλατφόρμες αλλά για οργανισμούς. Οργανισμούς που θέλουν να βγάζουν χρήματα και υπακούν στη λογική της ανάπτυξης. Το πώς και το αν βγάζουν έχει τη σημασία του.

Μια βασική αρχή της λογικής, και λιγότερο της οικονομικής σκέψης, διατυπώνει πολύ ορθά το συμπέρασμα ότι “Αν χρησιμοποιείς κάτι χωρίς να πληρώνεις για αυτό, τότε μάλλον εσύ ο ίδιος είσαι το προϊόν”. Τα social media αντλούν την αξία τους από τα χαρακτηριστικά του κοινού τους: στο Facebook θα μπεις επειδή είναι όλοι εκεί και μπορείς να κάνεις τα πάντα, από το να μιλήσεις με κάποιον με βιντεοκλήση μέχρι να τσακωθείς με έναν άγνωστο, στο Twitter μπαίνεις για έναν σύντομο επίκαιρο (καυστικό ή ευφυή) σχολιασμό της καθημερινότητας, στο Google+ μπαίνεις γιατί η Google είναι πάντα εκεί ως ο internet guide σου, στο Snapchat για να στείλεις ένα σύντομο στιγμιότυπο της μέρας σου.

Τα social media αλλάζουν σε έναν βαθμό τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα και τον τρόπο που διαρθρώνεται η επικοινωνία και η διάχυση της πληροφορίας (όπως πολύ ευστόχα παρατηρείται και στο δεύτερο τεύχος του Κaboom). Πρέπει να σημειώσουμε όμως ότι είναι ένα ακόμη πεδίο οικονομικού και πολιτικού ανταγωνισμού καθώς, μέσω αυτών, πραγματοποιείται μια ανακατεύθυνση πόρων και δεξιοτήτων για τη συγκρότηση ενός καινούργιου αρχέτυπου παραγωγής.

Αν προσπαθούσαμε να αναλύσουμε αυτή τη λογική με τους παραδοσιακούς όρους της θεωρίας της αξίας, θα συναντούσαμε το παράδοξο της μη συσχέτισης τιμής και  εμπορικής αξίας. Μπορούμε να απαντήσουμε στο πώς γίνεται κάτι που δεν έχει τιμή για το χρήστη να έχει χρηστική ή ανταλλακτική αξία (πχ ούτε τα digital commons πωλούνται) αλλά δεν μπορούμε να απαντήσουμε στο πώς κάτι που δεν έχει τιμή έχει εμπορική αξία σε τόσο μεγάλο βαθμό. Παράδειγμα: τo twitter προσφέρεται απολύτως δωρεάν και ως εκ τούτου δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα του, οι επενδυτές ωστόσο τρέχουν να αγοράσουν μετοχές του και η αξία της μετοχής του ανεβαίνει.

Έτσι λοιπόν πρέπει να αναζητήσουμε αλλού τον “παραγωγικό” αλγόριθμο βάσει του οποίου αποσπάται η υπεραξία στην εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας. Όπως γράφει ο Μαρξ (Grundrisse, 1857/58, σ. 708), αιτία της επεκτατικής τάσης του καπιταλισμού είναι “η τάση του, από τη μία, να δημιουργεί πάντα περιττό χρόνο και από την άλλη να τον μετατρέπει σε υπερεργασία”. Οι επιχειρήσεις, που γνωρίζουμε ως social media, εξειδικεύονται ακριβώς σε αυτό: είναι περιοχές εκμετάλλευσης νέων μορφών υπερεργασίας στη  βάση των καπιταλιστικών συνθηκών. Δεν είναι μόνο ένας νέος τομέας οικονομικής δραστηριότητας αλλά ταυτόχρονα είναι η μεταβολή των χρονικών νορμών μίας κοινωνίας, στην οποία ο χρόνος αναγκαίας εργασίας μειώνεται και η υπερεργασία ενσωματώνεται στην καθημερινότητα ως δημιουργική διαδικασία. Μια διαδικασία δηλαδή που δημιουργεί αξία δια μέσου της διάδρασης και της εκμετάλλευσης χρηστών, στους οποίους φροντίζει δομικά να στερεί τη δυνατότητα απόσπασής της. (βλ. περισσότερα στο Μarx in the Αge of Digital Capitalism, C. Fuchs, 2016)

Οι μονοπωλιακές ψηφιακές επιχειρήσεις είναι σε κάποιο βαθμό το αντίστοιχο ενός καζίνο: στο τέλος κερδίζει πάντα η “μπάνκα”.  Σε αυτή τη βάση, συγκρίνοντάς τες με το παραδοσιακό τύπο βιομηχανικής ή εμπορικής επιχείρησης, σημειώνουμε εν τάχει και λίγο πρόχειρα, τις παρακάτω διαφορές:

Στις παραδοσιακές επιχειρήσεις έχουμε τη δραστηριοποίηση των τριών τυπικών παραγωγικών συντελεστών: του κεφαλαίου, της εργασίας, και της γης. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι εξαρτημένες σε μεγάλο βαθμό από την εντοπιότητά τους. Φυσικά, το κεφαλαίο δεν έχει “πατρίδα”, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αδιαφορεί για  τις κοινότητες στις οποίες δραστηριοποιείται. Αντίθετα, η καταναλωτική και εργατική δύναμη των κοινοτήτων αυτών είναι βασικό σημείο για τη έναρξη/λήψη/συνέχιση της παραγωγικής/εμπορικής δραστηριότητας. Βασικός στόχος των παραδοσιακών επιχειρήσεων είναι τα κέρδη και η αέναη κεφαλαιοποίηση τους. Ο ρόλος του ανθρώπινου παράγοντα εδώ παραμένει ισχυρός.


Αντίθετα, στις ψηφιακές επιχειρήσεις ο παραγωγικός συντελεστής είναι κυρίως το κεφάλαιο. Αυτό αναδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι ψηφιακές επιχειρήσεις συντελούν στην απώλεια περισσότερων θέσεων εργασίας σε σύγκριση με αυτές που δημιουργούν. Μια άλλη διαφοροποίηση είναι η άρση της εντοπιότητας: εφόσον αίρεται η έννοια της χωρικά προσδιορισμένης αγοράς, καθίσταται δυνατή μια διαρκής πολιτική αφαίμαξης αξίας. Ο βασικός στόχος εδώ είναι η ανάπτυξη και η δημιουργία μονοπωλίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η παροχή μερίσματος στους μετόχους θεωρείται κακή πρακτική και δεν συναντάται συχνά στις ψηφιακές επιχειρήσεις.

Οι ψηφιακές επιχειρήσεις είναι μία βασική αιχμή της αυτοματοποίησης, του περάσματος δηλαδή σε μία περίοδο παραγωγικής διαδικασίας με καινούργια χαρακτηριστικά, η οποία βέβαια δεν μπορεί να πετύχει τη πλήρη αφαίρεση του ανθρώπινου παράγοντα αλλά υφίσταται ως μία διαδικασία συνεχούς μείωσης της ανθρώπινης συμμετοχής.

Όπως μας λέει ο Douglas Rushkoff (βλ. Throwing Rocks at the Google Bus - Rushkoff, 2016), ένας από τους πιο επιδραστικούς αναλυτές της ψηφιακής επικοινωνίας και οικονομίας παγκοσμίως, το καθήκον μας σε μία τέτοια περίοδο είναι “να ξαναβάλουμε τον ανθρώπινο παράγοντα στην εξίσωση”. Για να το κατορθώσουμε αυτό, πρέπει να ενισχύσουμε την ενασχόλησή μας με το ζήτημα της τεχνολογίας, να χρησιμοποιήσουμε τις δεξιότητές μας για να δημιουργούμε και να ενισχύουμε τα ψηφιακά κοινά. Με δύο λόγια πρέπει να είμαστε εμείς αυτοί που θα  οργανώσουμε τις ψηφιακές υπηρεσίες.

Αν μπορούμε να εργαζόμαστε με δίκαιο τρόπο, με εργαλεία της κοινότητας και με δημοκρατία στο εσωτερικό μας και στη λήψη αποφάσεων, δημιουργούμε ένα αντιπαράδειγμα στην κυρίαρχη λογική της αγοράς. Αν μπορούμε να κάνουμε αυτά, να συντηρούμαστε οικονομικά και να δημιουργούμε αντίστοιχες δικτυώσεις παραγωγικού, κοινωνικού και εκπαιδευτικού σκοπού, πάμε ακόμη παραπέρα τη δυναμική και την έννοια της κοινότητας. Ο τρόπος που σκεφτήκαμε να το κάνουμε αυτό στη Sociality είναι μέσω του συνεργατικού προτύπου εργασίας (εδώ μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα σχετικά με το πώς και γιατί το κάνουμε).

Κλείνοντας, για να αναμετρηθούμε με το ερώτημα της οργάνωσης των ψηφιακών δυνατοτήτων σε ριζοσπαστική κατεύθυνση πρέπει να αναδείξουμε και να ενσωματώσουμε την έννοια των ψηφιακών πρακτικών που ενέχουν τη δυνατότητα του ψηφιακού κοινού. Η δραστηριότητά μας και οι σχέσεις που αναπτύσσουμε στο Internet πρέπει να διαλέγουν μεριά: η αντίσταση στις λογικές περίφραξης σημαίνει την αναγκαία ενίσχυση των τεχνολογιών και πρακτικών ανοιχτού λογισμικού όσο το δυνατόν περισσότερο. Σημαίνει να ενσωματώνουμε τη λογική των δίκαιων και μη ανταγωνιστικών συνεργασιών, τον σεβασμό στους χρήστες και τα δεδομένα τους κ.ο.κ.

Όπως σωστά έχει παρατηρηθεί, το Facebook είναι το Internet των φτωχών, είναι δηλαδή ταυτόσημο για την κοινωνική πλειοψηφία με το σύνολο του διαδικτύου.  Σε αυτή τη λογική, δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους χρήστες των πλατφορμών ψηφιακής επικοινωνίας ως “εθισμένους”, παθητικούς ανθρώπους. Αντίθετα, καλούμαστε να ανοίξουμε τη συζήτηση για το Ιnternet, πέρα από το Facebook (και τα άλλα social media), αναλύοντας, κάνοντας κριτική, δημιουργώντας αντιπαραδείγματα. Μία ανταγωνιστική στρατηγική απέναντι στο υπάρχον πλαίσιο ψηφιακής επικοινωνίας όμως δεν γίνεται να περιορίζεται εκεί.

Το άμεσο επίδικο είναι το πώς η ψηφιακή μας  παρουσία θα αντιλαμβάνεται, θα επικοινωνεί, θα διαμορφώνεται και θα δίνει απαντήσεις στις ανάγκες της κοινωνίας. Οι ενέργειές μας πρέπει να στοχεύουν στη συγκέντρωση ισχύος στα χέρια των πολλών.

 

Σημειώσεις

Το κείμενο βασίστηκε σε σημειώσεις που προορίζονταν για εισήγηση σε εκδήλωση με θέμα το Internet, που πραγματοποιήθηκε στον ελεύθερο κοινωνικό χώρο "Αυτοδιαχειριζόμενος Βοτανικός Κήπος Πετρούπολης" στις 16/6/2017.

Πηγή κεντρικής εικόνας άρθρου: Pexels

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Αντώνης Φάρας