Σημειωματάριο

Ο θάνατος, ουλή του χρόνου

Η στιγμή του θανάτου, της απώλειας, είναι η στιγμή της εμφάνισης του χρόνου. Η στιγμή όπου ο χρόνος επιβάλλεται ως πρωταρχική ορίζουσα της ζωής και που βιώνεται ως κάτι σχετικό μα συνάμα απόλυτο και συμπαγές, κάτι εύκαμπτο και συγχρόνως απελπιστικά δύσκαμπτο.

Θα μπορούσαμε, προεκτείνοντας το συλλογισμό αυτό στα όριά του, να θεωρήσουμε το χρονικό σημείο του θανάτου ως μια παράλληλη δυνατότητα του ατόμου να περιπλανηθεί στην άβυσσο του χρόνου κι ως μια κρίσιμη ευκαιρία να αποκτήσει συνείδηση της θνητότητάς του. Άλλωστε, κάθε προσπάθεια να συλλογιστούμε πάνω στη θνητότητά μας, δεν μπορεί παρά να συμβαδίζει με την προσπάθεια να συλλογιστούμε πάνω στο χρόνο.

Μιλώ για δυνατότητα και ευκαιρία, διότι, αν κι έχει τα δίκια του ο Αριστοτέλης, όταν αναφέρεται στο χρόνο ως «το πιο άγνωστο από τα άγνωστα πράγματα», εντούτοις η απόλυτη βία του θανάτου μπορεί και προκαλεί ρήγματα στη μεμβράνη του χρόνου, δημιουργώντας σημεία επαφής, σημεία κατανόησης. Ο θάνατος, έστω όχι όλους και σίγουρα όχι με τον ίδιο τρόπο, μας φέρνει στιγμιαία κάποια βήματα πίσω, σ’ ένα απαραίτητο σημείο εκκίνησης για τον ανθρώπινο στοχασμό και συνολικά για τον ανθρώπινο βίο: στην αποδοχή της θνητότητάς.

Το στοίχημα, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, είναι το πώς η στιγμιαία αυτή αποδοχή –που πολλές φορές δεν συνιστά τίποτα περισσότερο από μια ευκαιριακή συναισθηματική αποφόρτιση- θα μετατραπεί σε μόνιμη και γόνιμη βάση της σκέψης και της πράξης μας. Το πώς με άλλα ομορφότερα λόγια άλλων, θα περάσουμε από τη συγκινητικά απελπισμένη προτροπή «μεθύστε» του Σαρλ Μπωντλαίρ, «για να μην είσαστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου, μεθύστε, μεθύστε χωρίς διακοπή!¹», στην υπολογισμένα κυνική μα βαθιά αληθινή παραδοχή του Λειβαδίτη «…Αηδίες— ο χρόνος έγινε για να κυλάει, οι έρωτες για να τελειώνουν, η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο με το μεγάλο διασκελισμό²».

Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως όσα κι αν ο θάνατος άθελά του αποκαλύπτει, άλλα τόσα και περισσότερα συγκαλύπτουν η σύγχρονη κοινωνία και οι φορείς της. Ο τρόμος μπροστά στο κενό νοήματος που βιώνει το άτομο, καλύπτεται περίτεχνα από εφήμερα, εν είδει placebo,  παραγεμίσματα. Παράλληλα, όπως αναφέρει ο Καστοριάδης, «ο σύγχρονος άνθρωπος και η σύγχρονη κοινωνία απορρίπτουν και αρνούνται τη γνώση της θνητότητας», ενώ «η έσχατη αλήθεια της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας, είναι η βεβιασμένη φυγή μπροστά στο θάνατο, η προσπάθεια να συγκαλύψουμε τη θνητότητα μας, η οποία εξαργυρώνεται με χίλιους τρόπους, με την κατάργηση του πένθους, με τους «θανατολόγους», με τα ατέλειωτα σωληνάκια και τα παρακλάδια της θεραπευτικής μανίας, με την εκπαίδευση ειδικευμένων ψυχολόγων προκειμένου να «συμπαρασταθούν» στους θνήσκοντες, με τον εξοστρακισμό των γερόντων³».

Μπροστά στις άλλοτε πυκνότερες κι άλλοτε πιο αραιές συχνότητες του ατομικού και συλλογικού χρόνου, μπροστά στο βίαιο φυσικό όριο που μας θέτει ο θάνατος, είμαστε όλοι ορατοί. Έξοδος κινδύνου δεν προβλέπεται και κάθε προσπάθεια διαφυγής συνιστά πρώτης τάξεως υπεκφυγή –ένα μάταιο παιχνίδι του μυαλού. Η προσπάθεια συμφιλίωσης με το θάνατο μας φέρνει στο νου την ιστορική «διόρθωση» του Καστοριάδη στον Εμπειρίκο. Ο τελευταίος στο ποίημά του «Εις την οδόν των Φιλελλήνων», κλείνει με την εξής ευχή: «να γίνη [...] πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμο εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου⁴». Ο Καστοριάδης διορθώνει τον ποιητή, αντικαθιστώντας το φόβο με τη γνώση του θανάτου, καθώς θεωρεί το φόβο διαχρονικό εμπόδιο που στερεί από τους ανθρώπους κάθε «οίστρο για ζωή», δηλαδή την επίγνωση της θνητότητας και τη συνείδηση ότι «ό, τι έχουμε να κάνουμε, αν γίνεται, θα γίνει εδώ, από μας, και εδώ θα το κάνουμε, εμείς.⁵»  Εξάλλου, όπως έχει ορθά ξαναειπωθεί, το δύσκολο δεν είναι να ζήσουμε τη μετά θάνατον ζωή αλλά τη ζωή πριν από το θάνατο.

Υ.Γ. Εύφημος μνεία στον ηθοποιό Τζέημς Ντούχαν (το Μοντγκόμερυ Σκοτ του Σταρ Τρεκ), του οποίου οι στάχτες εκτοξεύτηκαν, μαζί με ακόμη 200 ανθρώπων, στις 28 Απριλίου 2007 στο διάστημα, καθώς εν ζωή επέλεξαν να μην κηδευτούν σύμφωνα με τα θρησκευτικά τελετουργικά.

 

  1. Σαρλ Μπωντλέρ, «Μεθύστε»
  2. Τάσος Λειβαδίτης, «25η ραψωδία της Οδύσσειας»
  3. Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η κατάρρευση της Δύσης» (περιοδικό Λεβιάθαν)
  4. Ανδρέας Εμπειρίκος, «Εις την Οδόν των Φιλελλήνων» (ποιητική συλλογή «Οκτάνα»)
  5. Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η ελληνική σύλληψη του κόσμου» (στο «Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα»)

 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Στέφανος Μπατσής