Σέριφος. Το πλοίο φτάνει σε έδαφος νωπό και κοιμισμένο σκοτάδι. Μια γέφυρα ενώνει το λιμάνι με το βράδυ. Aπό κάτω ρυάκι περνά που χύνεται στη θάλασσα. Δίπλα στο passaggio σκύλος λευκός και μαλλιαρός, φύλακας φιλικός που μόλις πλησιάσω με το κεφάλι αφουγκράζεται το πόδι μου. Μέσα στο passaggio γάτα μαύρη εγκυμονεί με βλέμμα ανθρώπου. Είναι η γάτα του Πλούταρχου. Η ενέργεια της Σερίφου σκοτεινή. Ξέρεις γιατί; Έχει μεταλλεύματα σιδήρου. Σέριφος βγαίνει από το Στέρφος. Και η Μέδουσα πέρασε από τη Σέριφο. Ή τουλάχιστον το κεφάλι της. Μου παν αυτήν την ιστορία, ή έτσι την άκουσα. Ο πατέρας της Δανάης, βασιλιάς του Ναυπλίου, πήρε χρησμό ότι ο εγγονός του θα τον σκότωνε. Έτσι όπως πάντα στην αρχαιότητα, δεν του έμενε τίποτα άλλο να κάνει από το να κλείσει τη Δανάη στη φυλακή. Ο Δίας δε είδε τη Δανάη, την ερωτεύτηκε, και μεταμορφωμένος σε χρυσή βροχή ενώθηκε μαζί της. Και εγένετο Περσέας. Η Δανάη τον μεγάλωσε στα κρυφά, όταν όμως αποκαλύφθηκε στον πατέρα της η αλήθεια, έκλεισε μάνα και παιδί σε ένα κουτί και τους έριξε στο Αιγαίο. Φτάνοντας στη Σέριφο, σώζονται από έναν ψαρά, το Δίκτη, ο οποίος παντρεύεται τη Δανάη και αναθρέφει τον Περσέα. Γοητευμένος απ' τη Δανάη ο βασιλιάς της Σερίφου καλεί τον Περσέα σε δείπνο και τον προκαλεί άλογο να του φέρει δώρο. Το κεφάλι της Μέδουσας θα σου φέρω, λέει ταπεινός ο Περσέας. Και πράγματι φτάνει ως τον κήπο των Εσπερίδων που κατοικούσαν οι Γοργόνες και με τη βοήθεια της Αθηνάς φέρνει το κεφάλι της Μέδουσας στη Σέριφο. Όχι μόνο το φέρνει αλλά με αυτό πετρώνει το βασιλιά που πολιορκούσε τη μητέρα του και εγκαθιστά βασιλιά της Σερίφου τον Δίκτη. Στη συνέχεια το εμπιστεύεται στην Αθηνά που το τοποθετεί στο κέντρο της σιδερένιας ασπίδας της. Μεταλλεύματα σιδήρου. Τα μεταλλεία δούλευαν με το φως του ήλιου. Σκοτεινές εποχές. Το 1916 οι εργάτες κάνουν την πρώτη παγκοσμίως απεργία με αίτημα τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Ήρθε το πλοίο να φορτώσει το μετάλλευμα κι εκείνοι αρνήθηκαν. Ήρθε στρατός από τη Σύρο που δε δίστασε να πυροβολήσει. Οι εργάτες σκότωσαν τον επικεφαλής και ρίξαν τους στρατιώτες απ' τη γέφυρα του πλοίου.
Χώρα Σερίφου. Τα δρομάκια σα λαβύρινθος. Πουθενά δεν τελειώνουν, πάντα στο τέλος στρίβουν. Εγκαταλελειμμένα σπιτάκια με ξύλινες πόρτες γδαρμένες απ' το χρόνο. Φύλακες γάτες. Μια περίεργη αίσθηση θανάτου γεμίζει τα άδεια σπίτια. Εικόνα ξένη σε κάποιον που δεν είναι ντόπιος. Πατημένα φραγκόσυκα που στα μάτια μου κάτι από το θάνατο υπογραμμίζουν. Άγρια η Σέριφος. Πιο βαθιά στο λαβύρινθο. Μια γριούλα εμφανίζεται. Το παλιόσπιτο βγάζεις φωτογραφία; Μια γιαγιά με κάτι διαφορετικό στη νόησή της. Ίχνος ζωής. Ούτε γάτες δε φτάνουν εδώ και ξαφνικά φωνές ανδρών που κατασκευάζουν το καλοκαίρι. Τα δρομάκια συνεχίζουν. Σου δίνουν πολλές επιλογές. Εσύ διαλέγεις προς τα πού θα πας. Εμένα με πήγαν από την Άνω Χώρα, εκεί που ο ασβέστης φαίνεται φρέσκος όπως και η μπογιά στην πόρτα του Άη Θανάση, στην Κάτω Χώρα, εκεί που τα φραγκόσυκα χρωματίζουν τους δρόμους και τα σκαλοπάτια μοιάζουν αφιλόξενα αν όχι απαγορευτικά. Ανοίκειο. Ο χειμώνας στο νησί. Δέκα χιλιάδες το καλοκαίρι. Εφτακόσιοι το χειμώνα. Αυτοί οι 9300 φαίνεται να παίρνουν μαζί τους και κάτι από το νησί για να το επιστρέψουν το καλοκαίρι. Σαν ενέχυρο παίρνουν την αίσθηση του καλοκαιρινού νησιού. Όπως η φύση. Έτσι και το νησί μπαίνει το χειμώνα σε περισυλλογή. Ίσως αυτό είναι το φυσικό. Είναι ζωντανός οργανισμός το νησί. Την άνοιξη ανθίζει, ασβεστώνεται, το καλοκαίρι μπαίνει σε οίστρο, πληθαίνει, το φθινόπωρο ησυχάζει, ετοιμάζεται για το χειμώνα, και τότε κοιμάται, πεθαίνει για ν' αναστηθεί. Ακούει τις ανάγκες του. Ζωντανό το νησί μέσα στο θάνατό του. Κάθε τι που δε μαραίνεται το χειμώνα για ν' ανθίσει ξανά την άνοιξη ζει τεχνητά σε θερμοκήπιο. Χαιρετώ από την τεχνητή Αθήνα το χειμερινό θάνατο του ζωντανού νησιού.