Στο θέατρο του Νέου Κόσμου παίζεται από 30 Νοεμβρίου 2015 μέχρι τις 19 Ιανουαρίου 2016 η παράσταση με τον τίτλο ‘’Συγκρουόμενα’’ της Εύας Βλασσοπούλου. Μια εκ των ημερών που μας πέρασαν λοιπόν, έχοντας ακούσει θετικά σχόλια για την εν λόγω παράσταση, αποφάσισα να παρακολουθήσω τα ‘’Συγκρουόμενα’’ με σκοπό να περάσω το βράδυ της συγκεκριμένης Τρίτης ευχάριστα. Και το έκανα. Και έτσι έγινε. Μη όντας κριτικός θεάτρου και με μοναδικό κριτήριο την συναισθηματική κατάσταση που διαμορφώνεται σε ένα κοινό θεατή, είμαι σε θέση να μοιραστώ πως το κλείσιμο της αυλαίας με βρήκε ‘’γεμάτο’’. Στον εσωτερικό απολογισμό που προσπάθησα να κάνω για το έργο, αυτή ήταν η πρώτη λέξη που μου ήρθε στο νου. Γεμάτος. Και αυτό θα έλεγα σε κάποιον που θα ζητούσε από εμένα την γνώμη μου για το έργο.
Το έργο γέννησε κάποιες σκέψεις. Οι σκέψεις κάποιες απορίες. Τις περισσότερες φορές θεωρώ πως είτε η τέχνη, είτε ο δημιουργός δεν είναι υποχρεωμένος να απαντά σε όλους και σε όλα, γιατί στο κάτω κάτω ενδεχόμενες ‘’μπλοκ’’ απαντήσεις ίσως να φυλακίζουν τον θεατή σε μια και μόνο αλήθεια και να μην του αφήνουν χώρο για την δική του. Στην προκειμένη περίπτωση όμως τόλμησα να ζητήσω από τους συντελεστές να μοιραστούν, όχι κάποιες αλήθειες, αλλά τις δικές τους σκέψεις επάνω στις απορίες μου. Και είχαν την ευγενή καλοσύνη να με καλέσουν στον χώρο τους, για μια ζεστή κουβέντα.
Προσπαθώντας να δώσουμε ένα τίτλο και να προσδώσουμε ένα ύφος, χωρίς να κινδυνέψουμε να κολλήσουμε μια ταμπέλα η Εύα διατύπωσε την άποψη πως το έργο ανήκει στην ιδέα του ‘’τσιμπημένου ρεαλισμού’’. Ένα μη ρεαλιστικό πλαίσιο σε αντιπαράθεση με ένα σκηνικό που βασίστηκε σε μια ρεαλιστική εικόνα, αυτή του σαλονιού, αλλά τσιμπήθηκε έτσι ώστε να γίνει κάτι άλλο, με αλλόκοτα μοτίβα συμπεριφοράς που δεν θα μπορούσε να έχει κάποιο διαφορετικό προσδιορισμό. Τσιμπημένος ρεαλισμός λοιπόν.
Δεδομένου ότι το έργο είναι νέο και είναι η παρθενική του εμφάνιση στο κοινό, οι συντελεστές όντας οι πρώτοι δημιουργοί αποτύπωσαν όπως είναι φυσικό τις πρώτες εικόνες για τα Συγκρουόμενα. Όπως χαρακτηριστικά είπε η σκηνοθέτης Εύα το αρχικό κείμενο δημιουργήθηκε και στην συνέχεια διαμορφώθηκε και χτίστηκε μέσα από τις ανάγκες και την ιδιαιτερότητα των συντελεστών. Έτσι το πλεονέκτημα, του εν λόγω δημιουργήματος, είναι το γεγονός ότι αποτελεί μια μοναδικότητα αγνή και χωρίς προηγούμενη μανιέρα να προστάζει και να χαλιναγωγεί τυχόν αυθόρμητες εκφράσεις. Ο Παναγιώτης τόνισε την αγνότητα του έργου και υποστηρίζοντας ότι ο τελικά δεδομένος τρόπος είναι αυτός που προτείνεται στον θεατή και είναι απλά μια πρόταση και τίποτα παραπάνω, ενώ τυχόν αλλαγή έστω και ενός συντελεστή θα επέφερε ίσως και μια εντελώς διαφορετική πρόταση.
Με την σειρά της η Αλεξάνδρα αναφέρθηκε στην γρήγορη ροή των διαλόγων και των δράσεων, που δεν είναι τίποτα παραπάνω από λόγια καθημερινά και συνηθισμένα που κάτω από την ομπρέλα και την ένταση του σκηνικού αποκτούν διαστάσεις εκρηκτικές. Τις απορίες που ένιωσα για τον τρόπο του τελικού πλασίματος των χαρακτήρων ένιωσε και η Στέλλα όταν πρωτοδιάβασε το σενάριο, όμως τα ερωτηματικά τελικά τα ξεκλείδωσε ο κόσμος που εντέλει δημιουργήθηκε, στην μεν Στέλλα μελετώντας και μπαίνοντας στο πετσί του ρόλου ενώ σε εμένα κατόπιν των διευκρινίσεων.
Σημαντικό ρόλο στην τελική απόδοση του έργου παίζει το ίδιο το κοινό θα πει η Αλεξάνδρα. Κάθε φορά λοιπόν το έργο είναι ένα άλλο έργο. Ένας ζωντανός οργανισμός που όμως κρατάει μια συνέπεια με την αρχική ροή, όμοια με τον οργανισμό που εξελίσσεται προοδευτικά χωρίς όμως να αλλάζει το σημείο αναφοράς που είναι ο σκελετός του. Είναι λάθος να μείνεις στην φούσκα της σκηνής παρατηρεί ο Παναγιώτης. ‘’Λες μια ιστορία με ένα ύφος, δεν την αλλάζεις αλλά λαμβάνεις πράγματα από το περιβάλλον. Αντιλαμβάνεσαι το κοινό και πράττεις ανάλογα. Η σκοτεινή αίθουσα δημιουργεί μια θαλπωρή. Είναι η φύση του σκηνικού. Φυσικά η απήχηση διαφέρει αλλά πάντα γίνεται σεβαστή. Για παράδειγμα ένας ενθουσιώδης θεατής, έχει την ίδια αξία με ένα θεατή που κοιμάται. Δεκτός είναι επίσης και ο θεατής που σηκώνεται και φεύγει.’’ Η μόνη περίπτωση που υπάρχει προβληματική σχέση είναι όταν αρχίζει η πρόκληση και η παρενόχληση του έργου συμπληρώνει η Στέλλα. Οφείλεις να είσαι στο ακέραιος μέσα στο περιβάλλον και όχι χαμένος σε ένα κομμάτι αυτού σημειώνει η Εύα. ‘’Το πώς παρακολουθεί ο θεατής είναι μια πρόταση του σκηνοθέτη. Ενδιαφέρει όμως όπως είπαμε η ενεργητική στάση του θεατή. Ειδικά σε μια παράσταση σαν αυτή που το έργο ακροβατεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον σουρεαλισμό. Χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο ο θεατής πρέπει να βρει τις ισορροπίες και να τις συνταιριάξει. ‘’
Η σιωπή καταλαμβάνει σημαντικό χρονικό μέρισμα σε σχέση με τις περιόδους των διαλόγων, χωρίς όμως να γίνεται αμήχανο το διάστημα που επικρατεί. Η Στέλλα επισημαίνει την σπουδαιότητα των παύσεων και το γεγονός ότι είναι αναγκαίο να δουλευτούν και να μελετηθούν τόσο σχολαστικά όσο και τα κείμενα. Παράλληλα λοιπόν με την ανάγνωση γίνεται και η ανίχνευση των σιωπών που θα προηγηθούν είτε θα επέλθουν μιας λεκτικής δράσεως. Η Εύα χώρισε σύμφωνα με την σκηνοθετική αναγκαιότητα τις παύσεις σε τρείς κατηγορίες. Μικρή παύση, Παύση και Σιωπή. ‘’ Οι παύσεις και οι σιωπές είναι ενεργητικά κομμάτια του συνόλου. Είναι μια ενδιάμεση επικοινωνία και δεν αποτελεί ένα είδος σταματήματος. Μπορεί να είναι η ανάγκη για την ροή ενός χρόνου προετοιμασίας ή ανασυγκρότησης. Η αξία σε σχέση με τα λόγια είναι ακριβώς η ίδια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι παύσεις του γίνονται στον κινηματογράφο σε ένα κοντινό πλάνο ας πούμε που δημιουργεί μια ώθηση και μια δράση.’’
Το τελευταίο θέμα που συζητήσαμε, ήταν το αυτό της οικογένειας, των δεσμών και των μεταξύ τους συσχετισμών. Η Αλεξάνδρα πιστεύει πως η οικογένεια είναι το μέσο που καθορίζει την μετέπειτα πορεία του ατόμου. Είναι όπως χαρακτηριστικά είπε ‘’Η έναρξη της ταυτότητας’’. Ασχέτως το πώς εξελίσσεται, συγκλίνοντας ή αποκλίνοντας, από τα καλούπια που θέτει η οικογένεια, το άτομο έχει λάβει και συμπεριλάβει κώδικες που απαντιούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του σε διάφορες εκφράσεις του. Η Στέλλα μίλησε για κάποιου είδους ευνουχισμό και το αν τελικά το άτομο είναι σε θέση να σπάσει ή όχι τις αλυσίδες που δένουν τον αυθορμητισμό με την οικογένεια. Αναφερόμενη και στο ίδιο το έργο θεωρεί πως αν ήταν πραγματικά πρόσωπα θα χαρακτηριζότανε ως απροσάρμοστοι σε σχέση με την πρέπουσα τάξη που επιβάλλει φόρμες αυστηρές και αποστειρωμένες. Επίσης αναφερόμενος στο έργο ο Παναγιώτης είπε ότι η τόση ένταση που προκύπτει μεταξύ των ‘’ηρώων’’ είναι αποτέλεσμα μιας εξοντωτικής μοναδικής διεξόδου. Η εκτόνωση έχει μόνο μια κατεύθυνση η οποία επιτρέπει μόνο έντονες και συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις. Έτσι λοιπόν η επανάληψη οδηγεί στην αποκλίνουσα συμπεριφορά με τρόπο πηγαίο και φυσιολογικό καθώς έχει γίνει δεύτερη φύση. Η επίθεση με λίγα λόγια του επιτρέπεται και γι΄ αυτό μπορεί και την κάνει. Ξεφεύγοντας όμως από τον στενό οικογενειακό κύκλο και έχοντας μάθει να ενεργεί προκαθορισμένα συνεχίζει την επίθεση και εκτός αυτού. Με τον τρόπο αυτό αντικατοπτρίζεται η ενδοοικογενειακή κατάσταση και στο εξωτερικό περιβάλλον με αποτέλεσμα με την σειρά του να διαμορφώνεται και να επηρεάζεται και αυτό αναλόγως.
Φτάνοντας στο τέλος αυτής της φιλόξενης κουβέντας οι ηθοποιοί σηκώθηκαν να κάνουν το δικό τους ζέσταμα. Έκλεισα το σημειωματάριο μου και πραγματικά χάρηκα πολύ που μπόρεσα να γίνω μέρος της παράστασης με τον δικό μου τρόπο. Βεβαίως καμία αφήγηση δεν αντικαθιστά την ατμόσφαιρα και το αίσθημα όσο η συμμετοχή αυτοπροσώπως στην παράσταση. Μην το σκέφτεστε. Αξίζει!
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Εύα Βλασσοπούλου
Σκηνικό – Κουστούμια: Κλειώ Μπομπότη
Φωτισμοί: Μαριάντζελα Σεφεριάν
Μακιγιάζ : Ιωάννα Λυγίζου
Βοηθός σκηνοθέτη: Θοδωρής Τριφύλλης
Βοηθός σκηνογράφου/ κουστούμια: Στεφανία Ηλέκτρα Πανταβού, Δάφνη Μαλέα
Παίζουν οι: Στέλλα Βογιατζάκη, Παναγιώτης Εξαρχέας, Αλεξάνδρα Χασάνι.
Οι συντελεστές των συγκρουόμενων αυτοσυστήθηκαν και μας είπαν τα εξής :
Η Αλεξάνδρα ήρθε στην ηλικία των τριών στην Ελλάδα από την Αλβανία. Έχει σπουδάσει στο Εθνικό και έχει βραβευτεί – με το βραβείο 1ου γυναικείου ρόλου - για την ερμηνεία της στην μικρού μήκους ταινία του Χάρη Βαφειάδη 13 ½ . Έχει παίξει ακόμα στους Βάτραχους του Δημήτρη Λιγνάδη, τον Τιτανικό του Κωνσταντίνου Ρήγου και σε πολλές παραστάσεις παιδικού θεάτρου.
Η Στέλλα έχει σπουδάσει στο τμήμα θεάτρου της ΑΣΚΤ στη Θεσσαλονίκη και στο Εθνικό Θέατρο. Έχει παίξει στο παρελθόν στο Εμπορικό Θέατρο στην παράσταση Γυάλινος Κόσμος του Τένεσι Ουίλιαμς ενώ την άνοιξη θα συμμετέχει στο νέο ανέβασμα του ίδιου έργου από την Ελένη Σκότη. Έχει συμμετέχει ως η κορυφαία του χωρού στην παράσταση Ηλέκτρα στο Σύγχρονο Θέατρο.
Ο Παναγιώτης εκτός από τις σπουδές στο τμήμα Κοινωνικών λειτουργών έχει σπουδάσει και στο Θέατρο Τέχνης. Έχει κάνει αρκετές δουλειές εκτός του θεάτρου γιατί υποστηρίζει πως ο καλλιτέχνης που σέβεται τον ευατό του έχει κάνει και άλλες δουλειές πέραν του ηθοποιού. Έχει συμμετάσχει στην παράσταση Ο κύκλος με την κιμωλία του Μπρεχτ με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, στο έργο Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ με την Μίρκα Παπακωνσταντίνου και σήμερα εμφανίζεται στο Γάμο του Φίγκαρο στο Μέγαρο Μουσικής.
Η Εύα έχει σπουδάσει υποκριτική στο Λονδίνο, έχει εργαστεί ως βοηθός σκηνοθέτη ενώ έχει παίξει ως ηθοποιός μόνο σε δύο παραστάσεις. Τα συγκρουόμενα είναι το πρώτο έργο που γράφει και σκηνοθετεί παράλληλα. Στο παρελθόν έχει συμμετάσχει στον Προμηθέα Δεσμώτη στο Φεστιβάλ Αθηνών, ενώ η επόμενη εμφάνιση της είναι ως βοηθός σκηνοθέτη στο Bios με την παράσταση Holy Beat ένα έργο βασισμένο στο Ουρλιαχτό του Άλλεν Γκίνσμπεργκ.
Για το Kaboom: Δημήτρης Χαλιάσος
Ευχαριστούμε τους συντελεστές της παράστασης για τις φωτογραφίες του άρθρου.