Θεωρία

Σημειώσεις για την «πρώτη φυσική στιβάδα»

Αυτό που ο Καστοριάδης σε πολλά σημεία του έργου του ονομάζει πρώτη φυσική στιβάδα, αφορά τόσα φιλοσοφικά πεδία και έχει τόση σημασία, που θα μπορούσε από μόνο του να αποτελέσει το θέμα ενός πολυσέλιδου βιβλίου ή μιας διδακτορικής έρευνας. Παρόλ’ αυτά, καθώς η συγκεκριμένη έννοια εμπλέκεται σε μια συζήτηση που διεξάγεται με αμείωτη ένταση και πάθος από τη δεκαετία του 1960 περίπου και μετά, ενδέχεται να μη στερείται νοήματος μια προσπάθεια συνοπτικής παρουσίασης κάποιων βασικών πλευρών της. Βεβαίως, στο παρόν περιορισμένο πλαίσιο, καθίσταται σαφές ότι η παρουσίαση θα είναι ελλιπής και θα θυσιάζει αναγκαστικά κάτι από το βάθος και τη γονιμότητα των σχετικών καστοριαδικών επεξεργασιών. Ελπίζω όμως, ότι αυτό το «κάτι» δεν θα είναι τόσο πολύ, ώστε η προσπάθειά μου να καταλήξει βιαστική και λανθασμένη.

Όπως είναι γνωστό, ο Καστοριάδης θεωρεί πως κάθε κοινωνία θεσμίζεται φαντασιακά, δηλαδή δημιουργώντας για τον εαυτό της έναν κόσμο φαντασιακών σημασιών που ντύνουν την ίδια, τα μέλη της και τον φυσικό κόσμο με νόημα. Αυτές οι νοηματικές επενδύσεις είναι φαντασιακές, δηλαδή δημιουργούμενες από το θεσμίζον κοινωνικό φαντασιακό. Αυτό σημαίνει επίσης ότι δεν είναι ορθολογικές, ούτε απορρέουν άνευ ετέρου από τα πράγματα. Αντιθέτως, πρόκειται για «τρελά», αυθαίρετα δημιουργήματα που ορίζουν τι σε κάθε κοινωνία θεωρείται ορθολογικό και τι όχι, τι ισχύει και τι όχι, τι έχει αξία και τι απαξία και, στο βάθος, τι θεωρείται πραγματικό και τι όχι. Έτσι, όπως σημείωνε και ο Μαρξ, υπό μία έννοια ο Απόλλωνας για τους αρχαίους έλληνες ήταν αληθινός, ενώ για εμάς σήμερα δεν είναι. Αντίστοιχα, για μας σήμερα, ή μάλλον για κάποιους από εμάς, είναι αληθινή η αυτορρύθμιση της οικονομίας, ενώ για τους αρχαίους δεν ήταν.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, διαφορετικό φαντασιακό σημαίνει διαφορετική κοινωνία. Διαφορετικά κοινωνικά νοήματα συνεπάγονται και διαφορετική κοινωνική θέσμιση, καθώς αυτή εκφράζει και ενσαρκώνει τις φαντασιακές σημασίες της εκάστοτε κοινωνίας. Πράγματι, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε στην ιστορία κοινωνίες τόσο ριζικά διαφορετικές, με τόσο ποικίλες αξίες, μυθολογίες, είδη τέχνης, κανόνες διαβίωσης, έθιμα φαγητού ή ταφής, πολιτικούς θεσμούς και ούτω καθεξής. Όλα αυτά δεν απορρέουν από κάποια κοινή ανθρώπινη φύση ή ιστορική μοίρα, ούτε από κάποιον ιστορικό, εξελικτικό, λογικό ή οποιουδήποτε άλλου είδους μηχανισμό, αλλά από μια φαντασιακή αυθορμησία, που πηγαίνει πολύ πέρα από τη λειτουργικότητα, και μάλιστα κατευθύνει και προσδιορίζει την εκάστοτε λειτουργικότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι τυχαίο που οι θεσμοί διαφορετικών κοινωνιών απέχουν συχνά τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε ό,τι φαίνεται στους μεν ιερό να είναι για τους δε κατάπτυστο ή μιαρό.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, το κοινωνικό φαντασιακό θεσμίζει την κοινωνία αυθαίρετα. Θα πρέπει όμως να προσθέσουμε: σχεδόν αυθαίρετα. Και σε αυτό το «σχεδόν» έρχεται να παίξει τον ρόλο της η πρώτη φυσική στιβάδα.[1] Ας δούμε ένα παράδειγμα που δίνεται από τον ίδιο τον φιλόσοφο. Γράφει κάπου ότι το μόνο πράγμα που δεν θεσμίζεται φαντασιακά από τότε που υπάρχουν κοινωνίες είναι ένας ορισμένος αριθμός θερμίδων που χρειαζόμαστε ανά ημέρα. Πώς θα πρέπει να ερμηνευθεί αυτό; Ας είμαστε ακριβείς: η ποσότητα των θερμίδων δεν θεσμίζεται φαντασιακά, αλλά υπάρχει ως ένα φυσικό δεδομένο που πρέπει να «ληφθεί υπ’ όψιν» από το θεσμίζον φαντασιακό. Όμως το πώς και από πού θα πάρουμε τις απαιτούμενες θερμίδες προσδιορίζεται φαντασιακά: κάποιες κοινωνίες θεωρούν την αγελάδα ιερό ζώο, άλλες τροφή. Κάποιες κοινωνίες βλέπουν τον σκύλο ως τον πιο πιστό φίλο του ανθρώπου, άλλες ως υλικό για τα γεύματά τους.

Νομίζω πως το παραπάνω παράδειγμα είναι διαφωτιστικό. Μας κάνει να αντιληφθούμε ότι η πρώτη φυσική στιβάδα αφορά κάποια «δεδομένα»[2] είτε του φυσικού κόσμου, είτε του ίδιου του ανθρώπινου όντος, τα οποία η κοινωνική θέσμιση συναντά και αναδιαμορφώνει. Η θέσμιση δεν τα παραλαμβάνει έτοιμα, «ως έχουν», αντιθέτως τα μεταμορφώνει μέσα από έναν φαντασιακό μετασχηματισμό.  Αυτό όμως που δεν μπορεί να κάνει είναι να τα παραβλέψει. Μένοντας στο παραπάνω παράδειγμα, γνωρίζουμε το φαγητό θεσμίζεται με τους πιο τρελούς τρόπους, και κάτι που εδώ θεωρείται γκουρμέ λιχουδιά αλλού προκαλεί αηδία (ας σκεφτούμε, λχ, τα βατραχοπόδαρα). Όμως, πουθενά δεν μπορεί να θεσμιστεί ότι ο άνθρωπος δεν θα τρώει καθόλου, γιατί αλλιώς τα μέλη της κοινωνίας και τελικά η ίδια θα εξαφανίζονταν.

Πράγματι, ο Καστοριάδης γράφει αλλού: «Αυτή η πάγια και σταθερή οργάνωση ενός μέρους του κόσμου, ομόλογη με την οργάνωση του ανθρώπου ως απλού εμβίου όντος (που είναι βέβαια δύο συμπληρωματικά μέρη του ίδιου συστήματος για έναν μετα-παρατηρητή, πχ για τον άνθρωπο που επιχειρεί να συγκροτήσει μια θεωρία γι’ αυτό το σύστημα), είναι αυτό που καλώ πρώτη φυσικά στιβάδα, στην οποία ερείδεται η θέσμιση της κοινωνίας και την οποία αυτή η θέσμιση δεν μπορεί να αγνοήσει απλώς ούτε και να την κάμψει με έναν οποιοδήποτε τρόπο.» (Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, σ. 335)

Το εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης της Φαντασιακής Θέσμισης της Κοινωνίας

Σημαντική είναι εδώ η λέξη ερείδεται (s’ étayer στα γαλλικά, sich anlehnen στα γερμανικά). Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας είναι αυθαίρετο δημιούργημα του συλλογικού ανωνύμου, του θεσμίζοντος κοινωνικού φαντασιακού. Είναι όμως δημιούργημα που ακουμπάει σε, πατάει πάνω σε, στηρίζεται σε ένα ελάχιστο δεδομένο που θέτει κάποια όρια στη θέσμιση.[3]

Θα πρέπει, φυσικά, να είμαστε προσεκτικοί, καθώς η πρώτη φυσική στιβάδα αφορά ένα minimum, και μάλιστα ένα minimum κατά κάποιον τρόπο αρνητικό: δεν επιβάλλει συγκεκριμένες θεσμίσεις, αλλά απαγορεύει κάποιες που θα ήταν σε πλήρη ασυμφωνία μαζί της. Όπως σημειώνει ο φιλόσοφος, «το φυσικό γεγονός μπορεί να παράσχει ένα στήριγμα ή ένα ερέθισμα γι’ αυτή ή την άλλη θέσμιση της σημασίας˙ ένα βάραθρο όμως χωρίζει το στήριγμα ή το ερέθισμα από την αναγκαία και ικανή συνθήκη» (ΦΘΚ, σ.330). Με άλλα λόγια, το φαντασιακό στοιχείο οφείλει να συμμορφωθεί  σε ένα ελάχιστο όριο φυσικής λειτουργικότητας. Κατά τ’ άλλα, όμως, υπερβαίνει κατά πολύ τη λειτουργικότητα.

Νομίζω πως αυτή η καστοριαδική ιδέα μπορεί να φανεί γόνιμη σε διάφορα φιλοσοφικά πεδία. Εδώ θα αναφερθώ μόνο σε δύο, ενδιαφέροντα και πολύ διαφορετικά.

Στη φιλοσοφία της επιστήμης θα μπορούσαμε με βάση τα παραπάνω να σκεφτούμε ως εξής: οι επιστημονικές προσλήψεις του κόσμου, οσοδήποτε επηρεασμένες ή διαστρεβλωμένες κι αν είναι από το βλέμμα του παρατηρητή, τόσο ως ανθρώπου γενικά, όσο και ως ανθρώπου μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, και συνεπώς φορέα των φαντασιακών της σημασιών, ειδικότερα, δεν μπορούν να είναι το οτιδήποτε, σε αντίθεση με την περίφημη ρήση του Feyerabend. Και δεν μπορούν να είναι το οτιδήποτε, ακριβώς επειδή θα πρέπει σε κάποιο σημείο να υπολογίσουν την πρώτη φυσική στιβάδα, την οποία θα συναντήσουν.

Πράγματι, στο καστοριαδικό έργο διαβάζουμε: «Ο φυσικός της σήμερον (και μάλιστα, από την εποχή του N. Bohr) είναι πολύ καλοδεχούμενος στο σπίτι του φιλοσόφου, όταν επαναλαμβάνει, παραδείγματος χάρη, ότι δεν υπάρχει φαινόμενο παρά μόνον "με αναφορά σε παρατηρήσεις που έχουμε κάνει σε ειδικές περιστάσεις, περιλαμβανομένης της περιγραφής ολόκληρου του πειραματικού μηχανισμού", και ότι "τα κβαντικά συστήματα που αποκαλούμε ‘σωματίδια' (...) δεν έχουν ιδιότητες (και μάλιστα, στη σχετικιστική φυσική, δεν έχουν καν ύπαρξη) καθ' εαυτά. Έχουν ιδιότητες μόνον για μας, και τούτο ανάλογα με την επιλογή μας του τύπου των οργάνων μέσω των οποίων τα παρατηρούμε." (...) Επιβάλλεται όμως να μη χάνουμε από τα μάτια μας –και εδώ βρίσκεται μάλλον ο κίνδυνος για τους φιλοσόφους– ότι, παραδείγματος χάρη, κανένας πειραματικός μηχανισμός δεν θα μπορούσε να κάνει μια αγελάδα να γεννήσει ένα αρνί, ούτε ακόμη, στο κβαντικό επίπεδο, να κάνει να εμφανιστούν ("να δημιουργήσει") σωματίδια δίχως σχέση με τα διαθέσιμα και χρησιμοποιούμενα επίπεδα ενέργειας. Όπως λέει ο B. d' Espagnat, (μετά τον W. Dilthey), η πραγματικότητα ανθίσταται.» (Οντολογικό βάρος της ιστορίας της επιστήμης, στον τόμο Χώροι του Ανθρώπου, σ. 340-341).

Συνεπώς, οι επιστημονικές θεωρίες που πληρούν ορισμένα standards, παράγουν αποτελέσματα και επιβεβαιώνονται από μεγάλο πλήθος εμπειρικών παρατηρήσεων, «συναντάνε κάτι», θεματοποιούν κάποιες υπαρκτές ιδιότητες του αντικειμένου τους, ακόμη και αν το μεταμορφώνουν με βάση τις κατηγορίες της ανθρώπινης νόησης γενικά, και της εκκοινωνισμένης ανθρώπινης νόησης ειδικότερα. Υπάρχει κάτι «out there», ένα φυσικό όριο, το οποίο, αν θέλουμε να μιλήσουμε τη γλώσσα της φιλοσοφίας της επιστήμης, μας οδηγεί σε κάποιο είδος μεταφυσικού ρεαλισμού, έστω και αρνητικού.[4]

Μια άλλη κατεύθυνση προς την οποία θα μπορούσε να κινηθεί ο σχετικός στοχασμός είναι το θέμα της «ανθρώπινης φύσης» και της σεξουαλικότητας. Από την έκρηξη της κοινωνικής ανθρωπολογίας και μετά, η υπόθεση μιας ενιαίας ανθρώπινης φύσης αμφισβητήθηκε ριζικά, με την κατηγορία ότι είναι «ουσιοκρατική». Παρόλο που η συνεισφορά στοχαστών όπως ο Πιερ Κλαστρ στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική σκέψη είναι αναμφισβήτητα σημαντική, ορισμένες βιαστικές, λανθασμένες ή υπερβολικές αναγνώσεις των έργων τους  οδήγησαν ή ενδυνάμωσαν παραλογισμούς όπως την περίφημη σαρτρική ρήση σύμφωνα με την οποία «δεν υπάρχει ανθρώπινη φύση». Αντίστοιχα, στην εποχή μας, στο πλαίσιο των Gender Studies, οι πιο «ριζοσπάστες» συγγραφείς τείνουν να αμφισβητήσουν τη διάκριση gender-sex,[5] θεωρώντας τη ουσιοκρατική και άρα απορριπτέα.

Όμως, η καθόλα αξιόλογη εναντίωση στους βιολογικούς και πάσης φύσεως αναγωγισμούς, όπως και η, αυτονόητη, για τον γράφοντα τουλάχιστον, ελευθερία και δεκτικότητα που πρέπει να υπάρχει απέναντι στις διάφορες μορφές συναινετικής σεξουαλικότητας, αλλά και συγκρότησης ταυτότητας, δεν χρειάζεται να θεμελιώνονται σε φιλοσοφικά αστήρικτες ή και αφελείς ιδέες. Στον αντίποδα, η έννοια της πρώτης φυσικής στιβάδας, μπορεί να μας βοηθήσει να προσεγγίσουμε το ζήτημα με φιλοσοφική ακρίβεια, επιτρέποντας,[6] ταυτόχρονα, μια ριζοσπαστική πολιτική θέση σχετικά με τα προαναφερθέντα ζητήματα.

Ο Καστοριάδης στο γραφείο του στην οδό Alboni

Ας δούμε πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό. Σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω, είμαστε σε θέση να θεωρήσουμε ότι τα δύο βιολογικά ή ανατομικά φύλα εμπίπτουν στην πρώτη φυσική στιβάδα. Έτσι, μια κοινωνία πρέπει οπωσδήποτε να λάβει υπ’ όψιν της το γεγονός της ύπαρξής τους. Όμως, από εκεί και πέρα, το τι σημαίνει να είναι κανείς άνδρας ή γυναίκα σε κάθε κοινωνία, όπως και το είδος των σεξουαλικών σχέσεων που επιτρέπονται ή απαγορεύονται μεταξύ των φύλων, θεσμίζεται φαντασιακά.[7]

Το ανθρώπινο ον διαθέτει κάποια χαρακτηριστικά που βεβαίως και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως φύση του, ως πρώτη φυσική στιβάδα του και εντός του: τη δυνατότητα να μιλάει, το σώμα του, τις ενορμήσεις του, τη ριζική του φαντασία. Πρόκειται όμως μια πρώτη φυσική στιβάδα εύπλαστη,[8] που, όπως κάθε φυσική στιβάδα, δεν μας αναγκάζει να υιοθετήσουμε μια συγκεκριμένη θέσμιση, απλώς θέτει κάποια όρια στη φαντασιακή «επεξεργασία» της, κάποια στοιχεία που είναι αδύνατο να παραβλεφθούν.

Έτσι, είναι στο χέρι μας να παλέψουμε για την ισότητα των φύλων και για την ελευθερία της σεξουαλικότητας και της συγκρότησης ταυτότητας. Αυτό όμως σημαίνει ότι παλεύουμε για την κοινωνική ισότητα και ελευθερία, όχι για τη φυσική (ιδέα που δεν θα είχε ούτως ή άλλως κανένα νόημα).

Ευτυχώς για εμάς, οι ριζοσπαστικές θέσεις δεν προϋποθέτουν παραλογισμούς. Η έννοια της πρώτης φυσικής στιβάδας μάς βοηθά να ξεφύγουμε ταυτόχρονα από τους λανθασμένους και συντηρητικούς αναγωγισμούς, αλλά και από την παγίδα της πλήρους κοινωνικής κατασκευασιοκρατίας, που αδυνατεί να δει τη διαφορά ανάμεσα σε μια γάτα και έναν άνθρωπο – και το παθαίνει αυτό, επειδή από τις οντολογικές προϋποθέσεις της λείπει ένα στοιχείο που να σταθεροποιεί κάπως τα πράγματα.

 

Σημειώσεις

[1] Το ζήτημα ότι και η Ιστορία μιας κοινωνίας, το παρελθόν της, θέτει υπό ορισμένες συνθήκες κάποια όρια στη θέσμιση, καθώς και το πώς και σε ποιον βαθμό συμβαίνει αυτό, είναι ένα άλλο πρόβλημα, το οποίο δεν θα μας απασχολήσει εδώ.

[2] Η έκφραση είναι κάπως ανακριβής, καθώς, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η κοινωνία κάνει να είναι γι’ αυτή το δεδομένο. Δεν βρίσκει στον δρόμο της κάποιο αντικειμενικό δεδομένο, αυτό που συναντά δεν το παραλαμβάνει έτοιμο, αλλά, μετασχηματίζοντάς το φαντασιακά, το κάνει να είναι ως «δεδομένο», ως κάτι το σημαντικό, ή ως κάτι ασήμαντο, ως απλό «θόρυβο». Από την άλλη, βέβαια, υπάρχουν πράγματα τόσο βασικά που σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να τα θεωρήσει «θόρυβο».

[3] Γι’ αυτό και είναι λανθασμένη η άποψη (Χάμπερμας, Σιμόπουλος) ότι η καστοριαδική θεωρία για τη φαντασιακή θέσμιση μεταφέρει στον κοινωνικό χώρο τη φιχτιανή «αυτοθεσία του εγώ». Η θέσμιση δεν μπορεί να είναι το οτιδήποτε, δεν θέτει αυτή τον κόσμο εκτός της. Τον συναντά και τον ντύνει με νόημα, κάνοντάς τον να είναι αυτό που είναι γι’ αυτή την ίδια. Δεν τον φέρνει όμως στην ύπαρξη κατά βούληση.

[4] Όχι, δηλαδή, στο συμπέρασμα ότι οι κατηγορίες μας είναι οι σωστές, αλλά στο ότι τουλάχιστον δεν μπορούν οποιεσδήποτε κατηγορίες να είναι σωστές, γιατί κάπως κάποτε συναντάμε το out there, που δεν είναι το οτιδήποτε. Αυτό συνιστά άλλωστε και μια κριτική προς την πρώτη καντιανή Κριτική. Η κατηγορία της αιτιότητας δεν θα μπορούσε να σταθεί σε έναν κόσμο που δεν θα λειτουργούσε σε ορισμένες έστω περιοχές ή στιβάδες του αιτιακά. Σε έναν κόσμο πλήρως χαοτικό, θα ήταν παράλογη και θα στερούταν χρησιμότητας, αλλά και εφαρμοσιμότητας.

[5] Όπου sex το βιολογικό φύλο και gender το κοινωνικώς κατασκευαζόμενο φύλο.

[6] Όχι όμως επιβάλλοντας. Δεν υπάρχει άμεσο πέρασμα από το Είναι στο Δέον, δεν υπάρχει κάποια φιλοσοφία που να θεμελιώνει άνευ ετέρου ένα πολιτικό πράττειν. Υπάρχουν, όμως, φιλοσοφικές θεωρήσεις που, αφού τις «λάβουμε υπ’ όψιν», καθιστούν διάφορα είδη πράττειν περισσότερο ή λιγότερο εύλογα.

[7] Μια παρόμοια ιδέα διατύπωσε η Μάρα Κτενά, αναφερόμενη στις λακανικές επεξεργασίες για τη γυναικεία απόλαυση στην εισήγησή της «Τα τρανς υποκείμενα και η Ώθηση προς τη Γυναίκα» στην 1η Ημερίδα Φοιτητών Ψυχολογίας ΕΚΠΑ με θέμα: «Το φύλο στον σύγχρονο κοινωνικό δεσμό: Ο Αδάμ, η Εύα και το ο-μηλ-όν» (29/03/17). Ο Λακάν λαμβάνει υπ’ όψιν του την ανατομία της γυναίκας, χωρίς βέβαια αυτή να αποβαίνει κατά τη γνώμη του αποκλειστικός παράγοντας. Το θέμα, γι’ αυτόν, είναι πώς αυτή η ανατομία μπαίνει μέσα στο συμβολικό, δηλαδή μέσα στη γλώσσα και, τελικά, στην κοινωνία. Παρόλ’ αυτά, όπως κι εμείς εδώ, ο Λακάν δεν παριστάνει πως η ανατομία δεν υπάρχει και πως δεν μπορεί, υπό συνθήκες, να παίξει κάποιον ρόλο.

[8] Αν κανείς είχε περισσότερο χώρο, θα έπρεπε οπωσδήποτε να αναφερθεί και στο ζήτημα της καστοριαδικής έννοιας της μετουσίωσης, η οποία, θα μπορούσε να πει κανείς, αφορά το πώς θεσμίζεται η πρώτη φυσική στιβάδα μέσα μας. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται περισσότερο για το ζήτημα μπορεί να βρει κάποια στοιχεία εδώ, όπως και στο VI κεφάλαιο της ΦΘΚ.

Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι του Pablo Picasso: Nature morte, pot, verre et orange (1944).

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Κτενάς