Κινηματογράφος

Σινεμάς και Λεφτά vol. 1: Ποιοι - Μέχρι πόσα - Για τι ;

- Διερωτήθηκες: Με ποιο δικαίωμα αυτοσυστήνεται ως «7η»;

- Μα, είναι η τέχνη της μηχανής! Η χρήση τεχνολογίας την ανέβασε απ’ το «σωρό» (Αρχιτεκτονική, Γλυπτική, Ζωγραφική, Ποίηση, Χορός, Μουσική – δίχως κατάταξη ή αριθμό, όλες τους), ορίζοντάς την ως «χωρική», αλλά, συνάμα, και «χρονική»! Ιδιαίτερη…

Βλαστός της βιομηχανικής επανάστασης. Των βιομηχάνων Lumière, του μάγου Méliès, του μάγου - βιομήχανου (εκεί, στο μεταίχμιο μαφίας – εμπορίου – επιστήμης, όπου ενδημεί ο καπιταλισμός…), Edison. Έως τα πρώτα –άντα της, είχε συνάφεια με τέχνη, όσο τα sushi bar με φαΐ (Η πρώτη «απροκάλυπτη», και πλήρης, καλλιτεχνιά της υπήρξε - κατά τη γνώμη μου, πάντα - το «Sunrise» . Μετέπειτα, το «Βrumes d’ Autοmne» … Ή ακόμη, το «Chien Andalou». Μέχρι τότε, απόπειρες. Θέαμα – αφήγηση – προπαγάνδα, παιχνίδια με το μοντάζ.)

Αντίθετα απ’ τη συγγραφή, ή τη ζωγραφική, όπου όλα είναι «τζάμπα» (μεγαλεία, κτηνωδίες, λιμοί, καταποντισμοί), η 7η Τέχνη νεκρανασταίνει, αναγκαστικά - Με το αζημίωτο: Τόσο ομαδική, ώστε ν’ απαιτεί εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για αμοιβές, έστω και στο πλέον low budget 100λεπτο/ Τόσο «ζωντανή», ώστε να διψάει γι’ αληθινά κορμιά, αληθινά αμάξια (πολλές φορές καιόμενα, ή διαλυόμενα σε γκρεμούς…), αληθινά σκηνικά, κι όχι ταμπλό – κι ας είναι δυσδιάστατη η προβολή.

Εν τέλει, τι «ξεκολλάει» την έβδομη, απ’ τις υπόλοιπες έξι;

- Ότι, πέρα από έκφραση, ιδέες και στυλ, είναι, κατ’ ανάγκη (και) μπίζνα! Με λογιστές, δικηγόρους, παραγωγούς, διαφημιστές, τεχνικούς… Δεν νοείται, καν, χωρίς τέτοιους.

- Ότι υπόσχεται κέρδη πολλαπλά απ’ οποιαδήποτε άλλη (νόμιμη), ανά τη Γη, μπίζνα: Πού αλλού θα βρεις 10.000% απόδοση κεφαλαίου, σε ελάχιστους μήνες; [σσ προσοχή στο ρήμα «υπόσχεται»!]

box_121_20110830130039_00022A.jpg

Ας μιλήσουμε, αρχικά, για έξοδα:

300.000 το κόστος της, φαινομενικώς low-budget, αν και απαράμιλλης, «Στρέλλας» του Πάνου Κούτρα. 1,5 μύριο για το «Ψάρι», του Οικονομίδη - και, δη, μες στην… τάφρο της κρίσης («Πλήρης» - Ούτε καν «πολυτελής» ή εξεζητημένη παραγωγή). Γύρω στα 8 - απ’ ό,τι, τουλάχιστον, γράφεται – ο «Γκρέκο», κι άλλα τόσα το «Χαβιάρι», του Σμαραγδή. Ποσά που, ούτε ένας Αγγελόπουλος δεν διέθετε, ποτέ!

Ιδού, λοιπόν, τα όρια, του ελληνικού σινεμά – και δη, στα ντουζένια της (τάχαμου) ευημερίας, για κράτος κι επενδυτές. Μέχρις εκεί…

Στο μακρόκοσμο του «Τίμιου Ξύλου» του L.A., η οροφή είναι 300, ενώ τα 200+ εκατ. δολάρια είναι, δυσεύρετο μεν, μα όχι απίθανο budget (κάπως σαν καρέ με τη μία, στο Hold ’em…)

Σκεφθείτε, τώρα, ως εξής:

Με το πέρας γυρίσματος - post, οι φιόγκοι executives των εταιρειών απομένουν μ’ ένα hard disk, βάρους ελάχιστων γραμμαρίων (άντε, και 1-2 backup). Άσσους και μηδενικά, δηλαδή, άυλα, υπό μορφή «διεγερμένων» ή μη, απειροστικών εμβαδών (τετράκις εκατομμυριστά του m^2…) Εκεί πηγανε τα λεφτά τους. Κατευθείαν στο μικρόκοσμο!

Κι όμως, ένα τέτοιο κόστος ισοδυναμεί με τεράστια, απτά επιτεύγματα όπου «πατάει» ο πολιτισμός:

Το διάσημο «Αβγό» της St Mary Axe - εκ των πλέον εμβληματικών κτιρίων, στην Αγγλία - απαίτησε για να κτιστεί 200 εκατ. δολάρια. Όσα μια «απλά ακριβή» ταινία - πασατέμπο, που θα παιχτεί κάνα μήνα κι έπειτα θα χάσκει στα τορεντάδικα (άιντε, και στα θερινά/ Αλήθεια, ενοικίαση DVD παρατηρείται ακόμη…;) Περίπου ίση η τιμή ενός Airbus (καινούριου), μεταφορικής ισχύος άνω των 300 επιβατών. Ή δύο – και βάλε – νιόκτιστων VLCC (η ύψιστης κλάσης χωρητικότητα τάνκερ)!

Για να μην επεκταθούμε σε δρόμους, γιοφύρια, ηλεκτροπαραγωγή, διαχείριση απορριμμάτων… ολόκληρων ελληνικών Περιφερειών!

Behind-the-Scenes-of-Interstellar-Making-Zero-G

Και, το χειρότερο: Η τάξη μεγέθους μιας «σπουδαίας ταινίας» (πχ επιπέδου Palme D’ Or) κυμαίνεται από 3, έως, το πολύ 30, εκατομμύρια ευρώ. Τα υπόλοιπα φεύγουν στα… εφέ (Κατά βάση μπαμ-μπουμ, ή αμοιβές σχεδιαστών… Εκατοντάδων! Εξ ου και θα δείτε κινούμενα σχέδια μ’ ανάλογα δυσθεώρητα budget - πχ, το «Tangled», των 300 εκατ. δολαρίων (σσ ούτε ακουστά δεν το ’χα προτού γκουγκλάρω, για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου).

Δημιουργοί «hauteurs», τύπου Lynch, Wong, Carax, Sorrentino, Inarritu, Coen, Woody Allen, Trier, Farhadi, Almodovar, Jarmusch, Kusturica, Haneke, P.T.A.… εκκινούν από μονοψήφια και, σχεδόν ουδέποτε αγγίζουν τα 30, ή 40, εκατ. δολάρια (Εξεπλάγην όταν είδα ότι, το μάλλον υποτιμημένο κατά την ταπεινή μου γνώμη, «Inherent Vice» στοίχισε 20/ Ο, πανάξια διακριθείς Birdman, 16 και το, αγρίως υπερτιμημένο, αλλά άρτιο, Lllewyn Davis, 11 εκατομμύρια bucks… Και, καταλαβαίνετε ότι πιάσαμε τη διεθνή ελίτ!)

Αξίζει, δε, ν’ αναφερθεί ότι το άρρωστο, όσο κι υπέροχο «Holly Motors», δεν στοίχισε ούτε καν 4 εκατ. ευρώ. Κι ας φωνάζει «υπερπαραγωγή» (Ο ταλαίπωρος Greco – καθώς κι ο Βαρβάκης – του Σμαραγδή, ανάλωσαν τα διπλά. Εν τω συνόλω… τα τετραπλά)!

Το σινεμά, λοιπόν, είναι και παραείναι ακριβό, μα η στόφα δεν αγοράζεται – πέραν ενός ορισμένου πήχη – για το «χαρτί». Είδατε τι έπαθε ο Lynch, με το «Dune»; Ο Woody Allen με το «σκορπιό»; Κι ο Aronofsky, εσχάτως, μ’ αυτά τα… ρέματα, που τον πήρανε και τον σήκωσαν, όπως στο ομώνυμο τσιτσάνιο άσμα;

Μιλάμε για τις ακριβότερες και, ενδεχομένως, χειρότερες ταινίες και των τριών (Υπ’ όψιν: Πλείστοι σπουδαίοι σκηνοθέτες «έριξαν έξω» τους παραγωγούς τους, για να συνεχίσουν αλώβητοι, μ’ άλλους/ Συγχωρείται, 1-2 φορές. Στους σπουδαίους...)

Εν τέλει, η δυσαναλογία χρήματος – καλλιτεχνιάς (της 7ης) συμπυκνούται στα ακόλουθα:

Τα λεφτά (κληρονομιά) του Kubrick εκτιμώνται, σήμερα, σε 20 – 25 εκατομμύρια. Του Scorsese, στα 70. Του Cameron, στα 700. Και του George Lucas, στα… 5,2. δισ! Δηλαδή, 200-250 φορές από κείνα του οραματιστή - Space Odyssey!

Κι όσο για το Fellini, έφυγε απένταρος - αφήνοντας στη μέση ένα φιλμ, παραγωγής (του φίλου του) Scorsese… Κι αυτό παρά τα εκατοντάδες (σημερινά) εκατομμύρια που ’κοψε η «Dolce Vita» του, στην Αμερική (Η εμπορικότερη, ίσως, «foreign» όλων των εποχών). Μία ταινία – χάρμα, που, μεταξύ άλλων, βάφτισε (κυριολεκτικά!), το επάγγελμα «paparazzi».

(Συνεχίζεται)

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Ρένος Μάρτης