Βιβλίο Συνεντεύξεις

Συνέντευξη με τον Άγη Πετάλα

από kaboomzine

Οι εκδόσεις αντίποδες, παρόλο που δεν έχουν κλείσει ούτε έναν χρόνο ζωής, συνεχίζουν να μας εκπλήσσουν. Μετά το Γκιακ, που μας συγκλόνισε με την ωμή αλήθεια του, διαβάσαμε την Δύναμη του Κυρίου Δ*, που μόλις κυκλοφόρησε. Ο Άγης Πετάλας, στην πρώτη του συλλογή διηγημάτων, γράφει με έναν παράδοξο, φρεσκότατο, λεπτά ειρωνικό και πραγματικά αστείο τρόπο για θέματα της εποχής της κρίσης.

Το πρόσωπο που συνδέει τις σχετικά ανεξάρτητες ιστορίες μεταξύ τους, ο κύριος Δ*, όχι μόνο δεν είναι ο κλασικός ήρωας, αλλά ούτε και ο κλασικός αντιήρωας, όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε. Είναι ένας πολυδύναμος και και καλά δικτυωμένος κακός, που τριγυρνάει στην Αθήνα, μιλάει με πλούσιες κυρίες, διευκολύνει διεφθαρμένους αστυνομικούς, τρώει σουβλάκι σε ταβερνάκια του κέντρου, καταγγέλει άλλους ανθρώπους στις αρχές και μας λέει τις απόψεις του. Σπεύσαμε να κανονίσουμε μια συνέντευξη με τον συγγραφέα πριν καλά καλά τελειώσουμε την τελευταία ιστορία. Και να τη:

Τα διηγήματα που απαρτίζουν το βιβλίο είναι βουτηγμένα μέσα στην εποχή μας και πιο συγκεκριμένα στην περίοδο της κρίσης. Σχολιάζουν με έναν παράδοξο τρόπο τις σκηνές αλλά και το ίδιο το λεξιλόγιο, θα έλεγα, της ζωής μας: ενεχυροδανειστήρια, επενδύσεις, "φιλάνθρωποι" μεγαλοαστοί, συνθήκες εργατικού μεσαίωνα, τζιχαντιστές. Μέσα σε πόσο καιρό τα γράψατε; Ποια είναι για εσάς η σύνδεσή τους με την πραγματικότητα της εποχής μας;

Φιλοδοξούσα τα διηγήματα να βρίσκονται τόσο εντός πραγματικότητας όσο και εντός εποχής. Αποτελούν, εξάλλου, μικρά ειρωνικά σχόλια της πραγματικότητας και της εποχής

Οι ιστορίες αυτές, όπως σωστά παρατηρείτε, είναι απολύτως «βουτηγμένες» στην εποχή μας- στην «αστεία» εποχή μας, θα συμπλήρωνα. Πολλές από αυτές γράφτηκαν για το περιοδικό Λεύγα. Συνεπώς, η συγγραφή ακολούθησε, κατά ένα μέρος, την περιοδικότητα έκδοσης κάθε τεύχους. Εντέλει, οι Αντίποδες, ο Κώστας Σπαθαράκης και ο Θοδωρής Δρίτσας, θεώρησαν ότι οι ιστορίες αυτές, διανθισμένες και εμπλουτισμένες με αρκετές καινούργιες θα είχε ενδιαφέρον να κυκλοφορήσουν σε βιβλίο. Έτσι έγραψα την πρώτη μορφή των νέων ιστοριών, σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Ακολούθησε μια βασανιστική περίοδος εκ νέου επεξεργασίας όλων των ιστοριών, και το αποτέλεσμα είναι αυτό που κρατάτε στα χέρια σας.

Φιλοδοξούσα όντως να βρίσκονται τόσο εντός πραγματικότητας όσο και εντός εποχής. Αποτελούν, εξάλλου, μικρά ειρωνικά σχόλια της πραγματικότητας και της εποχής. Στο πλαίσιο αυτό όμως, θέλησα να εκμεταλλευτώ τα στοιχεία της «πραγματικότητας» και της «εποχής» με έναν διαφορετικό τρόπο – ευθύ και απλό αλλά και ταυτόχρονα έμμεσο. Ήθελα να δώσω στο στοιχείο του «πραγματικού» μια μικρή διάσταση «αντιπραγματισμού», μέσω του παράδοξου. Όπως εγώ αντιλαμβάνομαι τα πράγματα, το «πραγματικό» μπορεί να αναδυθεί όχι μόνο από έναν γνώριμο ρεαλισμό αλλά και από το στοιχείο του παράδοξου. Κι εξάλλου, η παραδοξότητα του σύγχρονου «πραγματικού» αστικού πολιτισμού, θεώρησα ότι θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί από το αντίστοιχο εργαλείο. Όσον αφορά την «εποχή» μας, θα ήθελα οι ιστορίες αυτές να έχουν μια διάσταση μετεωρισμού ανάμεσα στο παλαιό και το νέο, ανάμεσα στην εποχή μας και σε εποχές του παρελθόντος – εξού και η «άχρονη» προσωπικότητα του κυρίου Δ*–, ένα πήγαιν’-έλα μεταξύ στοιχείων διαφόρων εποχών και αντιλήψεων, που συντείνουν όμως στην αποτύπωση μιας μάλλον πάγιας, παρά τις μεταλλαγές της, «ιδεολογικής» μορφής, όπως αυτή εκφράζεται από τη φωνή του κυρίου Δ*.

Τo κυριότερο, ήθελα να αποδώσω όλα τα παραπάνω, που ακούγονται μάλλον υπερβολικά βαρύγδουπα, με μια έντονη ελαφράδα, με το όχημα του σύντομου, κοφτού αστείου. Πάνω απ’ όλα, θα ήθελα να πετύχω μια αναγνωστική διασκέδαση, ο αναγνώστης να μειδιά και να γελά διαβάζοντας.

Ένα χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι, κατά τη γνώμη μου, το λεπτό του χιούμορ, η έξυπνη ειρωνεία του. Πώς λειτούργησε αυτό για εσάς, τόσο στο επίπεδο της παρατήρησης όσο και στο επίπεδο της συγγραφής, δεδομένου ότι για να ειρωνευτείς πρέπει να σταθείς σε μια απόσταση από τα πράγματα, να μην είσαι εντελώς βυθισμένος μέσα σε αυτά;

Το χιούμορ και η ειρωνεία είναι απλώς μορφές με τις οποίες εγώ αντιλαμβάνομαι –και παρατηρώ με τη σχετική αμυντική θωράκιση– τον κόσμο γύρω μου. Από την άλλη πλευρά, η χρήση αυτού του τρόπου αφήγησης, δηλαδή η αποστασιοποιημένη ειρωνεία και το χιούμορ –και το ευσύνοπτο των ιστοριών– είναι απόλυτα συνειδητές επιλογές. Κατά τη γνώμη μου, η λογοτεχνία είναι, στις μέρες μας, σε μεγάλο βαθμό, υπερβολικά συναισθηματική, για να το πω εντελώς σχηματικά. Και εντελώς «σοβαρή» ή και «σοβαροφανής», ανάλογα με την περίπτωση. Το στοιχείο της συγκίνησης, και ιδιαίτερα της «προσωπικής», «ατομικής» συγκίνησης, η υπερ-δραματική διάσταση, είναι διάχυτα. Φυσικά, πολλές φορές δικαιώνονται από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα κι άλλες φορές όχι, όπως γίνεται με όλες τις αισθητικές επιλογές. Ωστόσο, ως γενικό σχήμα, το ατομικό, ψυχικό βίωμα με το τραγικό περίβλημα είναι πανταχού παρόν.

έχω την εντύπωση ότι αυτή η απόλυτη κυριαρχία του υπέρμετρα «σοβαρού» συγκινησιακού φορτίου που συνήθως εκτείνεται σε εκατοντάδες σελίδες, έχει καταντήσει κάπως κουραστική.

Χωρίς να παραγνωρίζω ότι, ασφαλώς, η συγκίνηση και το «δράμα» είναι συστατικά στοιχεία της τέχνης, έχω την εντύπωση ότι αυτή η απόλυτη κυριαρχία του υπέρμετρα «σοβαρού» συγκινησιακού φορτίου που συνήθως εκτείνεται σε εκατοντάδες σελίδες, έχει καταντήσει κάπως κουραστική.

Δείτε πώς ακριβώς εκφράζεται αυτή η κυριαρχία: «απαγορεύεται» πλέον στην τέχνη να είναι πολιτική, ή σατιρική ή αστεία, από φόβο μήπως αποβεί διδακτική ή σχηματική ή «ελαφρά». Αντίθετα, της αναγνωρίζεται ότι είναι τέχνη, όσο περισσότερο είναι «ατομική», «βιωματική», «δραματικά συγκινητική» ή, έστω, «κοινωνικά ευαίσθητη». Υπάρχει ένας αντίστροφος διδακτισμός εδώ. Οφείλουμε να είμαστε συγκινητικοί, βιωματικοί, ευθέως δραματικοί ή, έστω, κοινωνικά ευαίσθητοι. Προπάντων, δεν επιτρέπονται αστεία και «καλαμπούρια». Απαγορεύεται επίσης να είμαστε «εμπαθείς», «φανατικοί», «δογματικοί». Οφείλουμε να είμαστε νηφάλιοι ανθρωπιστές, γενικώς και αορίστως. Κι ωστόσο θεωρώ ότι χωρίς κάποιου είδους «εμπάθεια» (και συνήθως αυτή η εμπάθεια δηλώνεται με μια σατιρική ή ειρωνική ματιά ή με ένα κοφτό σαρκαστικό σχόλιο), η λογοτεχνία χάνει ένα μέρος της δυναμικής της.

Κάτι που μου τράβηξε την προσοχή στις περισσότερες ιστορίες της Δύναμης του Κυρίου Δ* ήταν το παιχνίδι με τις λέξεις και την αμφισημία τους, κάτι που μπορεί να ξεκινάει από ένα απλό λογοπαίγνιο και να φτάνει να δομήσει ολόκληρο το διήγημα μέσα από την επιλογή των κατάλληλων φράσεων. Το βρήκα πρωτότυπο αυτό, καθώς θα περίμενε κανείς να το βρει σε μια ποιητική συλλογή παρά σε μια συλλογή διηγημάτων. Θα με ενδιέφερε να μάθω πώς σας ήρθε αυτή η ιδέα και ποια είναι η λειτουργία της μέσα στο βιβλίο.

Είναι αλήθεια ότι το παιχνίδι των λέξεων διατρέχει όλες τις ιστορίες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Η λειτουργία του λογοπαίγνιου στο βιβλίο είναι, τελικά, πολύ συναφής με την απάντηση που έδωσα στις προηγούμενες ερωτήσεις σας. Είναι ένα συμπλήρωμα της ειρωνείας και ταυτόχρονα ένα ακόμη στοιχείο του «παράδοξου» ρεαλισμού των ιστοριών. Και συντελεί, θεώρησα, στο ζωγράφισμα μιας, εντέλει, αστείας προσωπικότητας ή ενός αστείου συμβάντος, που σε κάνει να γελάσεις αλλά ίσως και να ανακαλύψεις, πίσω από το στρώμα της ελαφράδας, ένα μήνυμα που μπορεί να σε εκφράζει ή να σε εξοργίζει. Ή και τα δύο…

Υπάρχει ένας αντίστροφος διδακτισμός εδώ.  Προπάντων, δεν επιτρέπονται αστεία και «καλαμπούρια». Απαγορεύεται επίσης να είμαστε «εμπαθείς», «φανατικοί», «δογματικοί». Οφείλουμε να είμαστε νηφάλιοι ανθρωπιστές, γενικώς και αορίστως

Παρέχετε μια πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση της μεγαλοαστικής τάξης, με τις αξίες της, τις συνήθειές της, τις απόψεις της για την οικονομία, την Καθημερινή της και ούτω καθεξής. Καθώς μάλιστα παραθέτετε στην αρχή του βιβλίου ένα απόσπασμα του Καρλ Μαρξ, το οποίο θεωρώ πως δένει πολύ όμορφα με το βιβλίο, μπαίνω στον πειρασμό να ρωτήσω ποια είναι η γνώμη σας για την ταξική προσέγγιση στο πολιτικό πεδίο. Σε ποιο βαθμό τη βρίσκετε ορθή και τη χρησιμοποιείτε; Αρκεί για να συλλάβουμε το σύνολο της κοινωνικής πραγματικότητας;

Ξεφεύγουμε επικίνδυνα, με την ερώτησή σας, από το πεδίο της διασκέδασης και του αστείου… Αφού με ρωτάτε όμως, μπαίνω κι εγώ στον αντίστοιχο πειρασμό να πω ευθαρσώς ότι θεωρώ κρίσιμη και απολύτως ισχύουσα την «ταξική προσέγγιση», όπως την αποκαλείτε, στο πολιτικό πεδίο – και όχι μόνο στο πολιτικό.

Με ρωτάτε αν η ταξική προσέγγιση αρκεί για να συλλάβουμε «το σύνολο της κοινωνικής πραγματικότητας». Δεν είμαι σίγουρος αν έχω απάντηση σε ένα τόσο απαιτητικό ερώτημα. Σε κάθε περίπτωση, κατά τη γνώμη μου, «η ταξική προσέγγιση», με όλα τα γόνιμα προβλήματα και τις απορίες που γεννά σε εκείνον που τη μεταχειρίζεται με σεβασμό, μας παρέχει ένα οπωσδήποτε απαράμιλλο εξηγητικό εργαλείο.

Η δύναμη του Κυρίου Δ* είναι, εν πολλοίς, η δύναμη της κυρίαρχης ιδεολογίας, η οποία στις μέρες μας μοιάζει να μην έχει συγκροτήσει το αντίθετό της, τη δύναμη που θα την αμφισβητήσει και αντιπαλέψει αποτελεσματικά

Όσο για το αν «χρησιμοποιώ» την ταξική προσέγγιση, εικάζω ότι με ρωτάτε αν αυτή έχει ασκήσει κάποια εκούσια ή ακούσια επίδραση στην οπτική με την οποία είναι γραμμένες οι ιστορίες. Αναμφισβήτητα ναι, αν και ο χειρισμός παραμένει λογοτεχνικός. Οι ταξικές αντιθέσεις, για παράδειγμα, εμφανίζονται ως συναντήσεις προσώπων που συνομιλούν, συνήθως σε ένα πλαίσιο αστείων παραγνωρίσεων. Κι επιπλέον, θα έλεγε κανείς πως ο κύριος Δ* ενσαρκώνει προφανείς πτυχές της κυρίαρχης ιδεολογίας, η οποία παρουσιάζεται,  κι αυτή, με τρόπο εντελώς ευτράπελο.

Τελικά, ποια είναι η δύναμη του κυρίου Δ*;

Όπως είπα προηγουμένως, είναι, εν πολλοίς, η δύναμη της κυρίαρχης ιδεολογίας, η οποία στις μέρες μας μοιάζει να μην έχει συγκροτήσει το αντίθετό της, τη δύναμη που θα την αμφισβητήσει και αντιπαλέψει αποτελεσματικά. Τα κλειδιά της εξήγησης λοιπόν, βρίσκονται στο μικρό απόσπασμα του Μαρξ που παρατίθεται στην αρχή του βιβλίου σε συνδυασμό με την τελευταία ιστορία. Σε αυτήν την τελευταία ιστορία, ο κύριος Δ* διαβάζει μια φράση του Μαρξ. Συνειδητοποιεί ότι, άθελά του, η ίδια του η Δύναμη είναι μοιραίο να γεννήσει την αντίρροπη σε αυτόν δύναμη, μια πάλη που θα στρέφεται εναντίον του και εναντίον όσων εκπροσωπεί. Μη βλέποντας όμως να διεξάγεται γύρω του καμιά τέτοια πάλη, καθησυχάζει τον εαυτό του πως θα παραμείνει αιώνιος κι αλώβητος- κι η δύναμή του αδιαφοροποίητη. Αν ρίξουμε μια ματιά κι εμείς στον σημερινό κόσμο γύρω μας, η πεποίθησή αυτή του κυρίου Δ* ίσως μας φανεί βάσιμη. Ωστόσο, είμαι βέβαιος ότι ως προς το μέλλον –ας είναι κι απώτατο– ο κύριος Δ* απλώς αυταπατάται.

Τις ερωτήσεις έκανε για λογαριασμό του kaboom ο Γιάννης Κτενάς.

 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine