Στις 17 Ιουνίου του 1972 συλλαμβάνονται στο κτήριο Watergate στην Ουάσιγκτον πέντε άτομα που ήθελαν να εγκαταστήσουν "κοριούς" παρακολούθησης στα κεντρικά γραφεία των Δημοκρατικών. Όπως άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι στη συνέχεια, ύστερα από στοιχεία που βρέθηκαν και μαρτυρίες που έριχναν φως στις ενέργειες των δραστών, αυτοί οι πέντε τύποι είχαν σχέσεις με το επιτελείο του Ρεπουμπλικάνου προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον.
Το σκάνδαλο Watergate, που ταρακούνησε την αμερικανική πολιτική, άρχισε να ξετυλίγεται αργά αλλά σταθερά, και από τον Ιούνιο του 1972 μέχρι τον Αύγουστο του 1974 γιγαντώνεται και στο τέλος καταπίνει ακόμα και τον πρόεδρο Νίξον, που μην μπορώντας να αντιπροβάλλει αθωωτικά στοιχεία και βρισκόμενος ένα βήμα πριν την πολιτική του αποπομπή, παραιτείται, και την προεδρία αναλαμβάνει ο αντιπρόεδρός του, Φορντ.
Πολλές μπορεί να πει κανείς ότι είναι οι τολμηρές κινήσεις του προέδρου Νίξον όσο καιρό βρισκόταν στον Λευκό Οίκο. Το 1972 είχε επανεκλεγεί στο αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ για δεύτερη συνεχόμενη φορά με ποσοστό 60,7 %. Πολύ μεγάλο ποσοστό, ένα απ' τα μεγαλύτερα των ρεπουμπλικάνων υποψηφίων προέδρων. Αν και έκανε το διπλωματικό άνοιγμα στην Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση, και αν και υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος που επισκέφθηκε αυτές τις χώρες ύστερα απ' το 1945 και την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, αμβλύνοντας τις σχέσεις μεταξύ των χωρών, αλλά και δίνοντας ισορροπία σε ένα πεδίο διεθνών πολιτικών συγκρούσεων στην εξωτερική πολιτική, αυτό δε τον έσωσε από τη χιονοστιβάδα των αποκαλύψεων σχετικά με την παράνομη δράση του στο εσωτερικό.
Ο Νίξον ήταν ένας καχύποπτος άνθρωπος. Οι αντιδράσεις του και ο τρόπος αντιμετώπισης των πολιτικών του προβλημάτων είναι ενδεικτικές της στάσης του για την πολιτική ορθότητα και νομιμότητα.
"Γενικότερα ο Νίξον ήθελε το FBI και η CIA να συνεχίσουν τα εκτεταμένα προγράμματα της παράνομης παρακολούθησης του αντιπολεμικού κινήματος και των ριζοσπαστικών οργανώσεων των μαύρων, που είχαν ξεκινήσει επί Τζόνσον, καθώς συμμεριζόταν με τον προκάτοχό του την παρανοϊκή άποψη ότι πίσω από τις αναταραχές βρίσκονταν οι κομμουνιστές και η σοβιετική κατασκοπία."(1)
Η κατάχρηση εξουσίας φαίνεται πως του πήγαινε πολύ. Και οι μέθοδοι της παρακολούθησης των πολιτικών του αντιπάλων για να γνωρίζει από πριν τα σχέδιά τους ή για να μπορεί μέσα από τα λεγόμενά τους να τους εκβιάζει, δεν του ήταν άγνωστες πριν το Watergate. Όταν τον Ιούνιο του 1971 έγινε η διαρροή των εγγράφων του Πενταγώνου, αν και αυτή η αποκάλυψη δεν έπληττε παρά τους αντιπάλους του, θέλησε να πάρει τα μέτρα του, και διέταξε τη δημιουργία μιας "μονάδας υδραυλικών" για να προλαβαίνει τη "διαρροή" απόρρητων πληροφοριών προς τον Τύπο. Μια ομάδα από πρώην χαμηλόβαθμους αξιωματούχους του FBI που ήταν προσκολλημένοι στον Νίξον.
"Αξιοσημείωτος ωστόσο ήταν ο ερασιτεχνισμός τους, που οδήγησε στη σύλληψη της ομάδας των διαρρηκτών κατά τη δεύτερη διάρρηξη των δημοκρατικών γραφείων, που ήταν απαραίτητη, επειδή την πρώτη φορά δεν είχαν εγκαταστήσει σωστά τους "κοριούς". Από τη στιγμή που το έμπειρο στις διαρρήξεις και στους κοριούς FBI, που, για παράδειγμα είχε υλοποιήσει το 1964 επιχειρήσεις πολιτικής κατασκοπίας προς όφελος του τότε προέδρου Τζόνσον, αρνείτο να συνεχίσει να κάνει τις "βρόμικες δουλειές" του εκάστοτε προέδρου, ο Νίξον κατέληξε να χρησιμοποιεί φανατικούς ερασιτέχνες υποστηρικτές του με καταστροφικά αποτελέσματα για την προεδρία του."(2)
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 τα ΜΜΕ εγκαινίασαν μία νέα σχέση με την πολιτική. Ή μάλλον, οι πολιτικοί διείδαν πως είναι ένα εντελώς νέο μέσο, καθόλου χρησιμοποιημένο, σχετικά εύχρηστο στα σωστά χέρια, και με πολύ πιο άμεσες επαφές των πολιτικών με τους ψηφοφόρους. Όλα πλέον τα αναμετέδιδε η τηλεόραση, η οπτικοακουστική επαφή καθιστούσε την εντύπωση αξέχαστη και μοναδική. Ο Κένεντι το κατάλαβε αυτό γρήγορα και στήριξε την υποψηφιότητά του κατεξοχήν στη φωτογένεια που είχε, και στη ρητορική κατευθείαν στο αμερικάνικο τηλεοπτικό κοινό που τον παρακολουθούσε. Τα ΜΜΕ, με τη δύναμη που αποκτούσαν, μέσα σε λίγα χρόνια έγιναν η "4η εξουσία", ένας άτυπος πανίσχυρος θεσμός, που όποιος τολμούσε να του επιτεθεί, θα δεχόταν μια πολλαπλάσιας ισχύος αντεπίθεση με καταστροφικές συνέπειες. Επίσης, αυτή η νέα σχέση πολιτικής και Τύπου εγκαινίαζε μία σχέση διαφάνειας με τους πολίτες. Αν κάποιος πολιτικός επιχειρούσε να κάνει κάτι, όλο και κάποιος θα βρισκόταν που θα ξεσκέπαζε τις παρανομίες του, θα μιλούσε στον Τύπο, και αυτός θα αναμετέδιδε σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης τις αμφιβολίες για τη νομιμότητα του τάδε ή δείνα προσώπου.
"Η ιστορία του Γουότεργκέιτ ήταν μια σαιξπηρική τραγωδία που άρχισε το '69 όταν ο Σπύρος Άγκνιου εκτόξευσε την πρώτη επίθεση κατά των εφημερίδων και των τηλεοπτικών προγραμμάτων, προσβάλλοντας τις δημοσιογραφικές κλίκες της East Coast με το χαρακτηρισμό "effete snobs", θηλυπρεπείς σνομπ. Ήταν η πρώτη φορά που στην Αμερική ο τύπος δεχόταν προσβλητική επίθεση. Κι αυτό όχι από καπρίτσιο του ψεύτικου ελέφαντα που είναι ο εκάστοτε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ. Ο Άγκνιου εξέφραζε, αν και κάπως άγαρμπα, τις επιθυμίες του Νίξον. Το μίσος που έτρεφε ο Νίξον για τους δημοσιογράφους χρονολογείται από παλιά κι ανεβαίνοντας στην εξουσία κατάφερνε επιτέλους να το ικανοποιήσει."(3)
Ένας άτυπος πόλεμος μεταξύ του τύπου και της κυβέρνησης Νίξον είχε ξεσπάσει, και κάθε μέρα κλιμακωνόταν όλο και περισσότερο.
"Από τότε που το σκάνδαλο πήρε τις κατάλληλες διαστάσεις, η δράση του αμερικάνικου τύπου υπήρξε δαιμονική. Μία είδηση την ημέρα. Ποτέ δύο ταυτόχρονα. Μόλις ο Νίξον προλάβαινε να διαψεύσει την είδηση της Τρίτης ακολουθούσε η είδηση της Τετάρτης. Ένα σκάνδαλο την ημέρα, ένα όνομα την ημέρα.
Τα κεφάλια των συνεργατών πέφτανε το ένα μετά το άλλο. Πρώτα τα μικρά και έπειτα τα πιο μεγάλα, έπειτα ακόμη πιο μεγάλα, πιο μεγάλα."(4)
Στο τέλος, τίποτα δε μπορούσε να σώσει την ταύτισή του ονόματός του με το Watergate. Και αυτός είναι ένας πολύ κακός τρόπος για να σε θυμάται ο κόσμος. Παραιτήθηκε τον Αύγουστο του 1974. Η έκθεση του Προέδρου στις κατηγορίες και οι συνεχείς πιέσεις απ' τον τύπο και την κοινωνία έκαναν τη θέση του ευάλωτη.
"Το σκάνδαλο Ουάτεργκέιτ εμβάθυνε την κάμψη της εμπιστοσύνης της αμερικανικής κοινωνίας στην πολιτική ηγεσία της, που ήταν κλονισμένη λόγω του Βιετνάμ. Έκτοτε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αντιμετωπίζουν την πολιτική εξουσία με μεγαλύτερη καχυποψία και λιγότερο σεβασμό από ό, τι προηγουμένως επιδιώκοντας να αποκαλύψουν σκάνδαλα με ένα ζήλο που θα ήταν αδιανόητος κατά την περίοδο από τον Ρούζβελτ μέχρι τον Τζόνσον."(5)
Οι αποκαλύψεις δύο νεαρών ρεπόρτερ της Washington Post υπήρξαν καθοριστικές για την προβολή του θέματος και την περαιτέρω συνέχισή του. Σίγουρα ο τύπος έπαιξε τεράστιο ρόλο, δίνοντας την ευκαιρία σε δύο απλούς πολίτες να αμφισβητήσουν τις παράνομες και σκοτεινές διαδρομές της εξουσίας του Νίξον. Πίσω όμως από τις διακηρύξεις περί διαφάνειας και ισότητας που επικαλούνταν τα ΜΜΕ, τα πράγματα δεν ήταν τόσο ιδεολογικά.
"Το Γουότεργκειτ δεν είναι, όπως θα μπορούσαν να πιστέψουν πολλοί αφελείς, μια νίκη της κοινής γνώμης κατά του ανθρώπου που βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας. Είναι η νίκη μιας εξουσίας κατά μιας άλλης εξουσίας. Το ότι η τέταρτη εξουσία έτυχε, για λόγους επιβίωσης, να ερμηνεύει τις απαιτήσεις του αμερικανικού λαού, είναι αναμφισβήτητο γεγονός. Αλλά δεν ταυτίζεται με αυτή την ασαφή και ευμετάβλητη κοινή γνώμη. Απλά η ισχυρή κάστα των βιομηχάνων της ενημέρωσης αποδείχτηκε πιο δυνατή από την κάστα των πολιτικών και την κάστα άλλων βιομηχάνων."(6)
Υπάρχουν πολλά σκάνδαλα που κάθε τόσο έβγαιναν και βγαίνουν για να αποσταθεροποιήσουν τον εκάστοτε πρόεδρο ή για να μην επιτρέψουν σε ένα κόμμα να περάσει τα μέτρα που θέλει ή να επιβάλλει την πολιτική που θέλει. Ωστόσο κανένα μέχρι τώρα δεν μπορεί να συγκριθεί με το Watergate, μιας και αυτό ανάγκασε ουσιαστικά τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ να παραιτηθούν. Ανάγκασε την πολιτική ηγεσία να αποδεχτεί τον νέο ρόλο των Media και τη δυναμική τους στη σύγχρονη αμερικάνικη κοινωνία.
(1)Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Αμερικανικό πολιτικό σύστημα και εξωτερική πολιτική: 1945-2002, Αθήνα 2003, σελ. 288
(2)ό. π., σελ. 291
(3)Ουμπέρτο Έκο, Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή, εκδ. Μαλλιάρης- Παιδεία, σελ. 177
(4)ό. π., σελ. 178
(5) Χ. Παπασωτηρίου, ό. π. σελ. 297
(6) Ου. Έκο, ό. π. σελ. 179