Μουσική

Some rap songs / Earl Sweatshirt

(Προτείνω πρώτα να ακούσετε και μετά να διαβάσετε.

Ποστάρω το άλμπουμ σε λίστα επειδή από τα βίντεο που το έχουν ολόκληρο λείπει το τέταρτο κομμάτι, “Nowhere2go”.)

Ήπιο παράδοξο: στο τρίτο άλμπουμ ενός ράπερ που συνήθως παρουσιάζεται ως ένας από τους πιο χαρισματικούς στιχουργούς της τελευταίας δεκαετίας, είναι το μονόλεπτο instrumental “Riot!” που ανακεφαλαιώνει, συνθέτει και εντέλει επανανοηματοδοτεί ό,τι έχει προηγηθεί. Θα έλεγε κανείς πως δεν έχουν προηγηθεί και πολλά: το Some rap songs, εντασσόμενο στην ήδη καθιερωμένη τάση των βραχύχρονων άλμπουμ (υπό την πίεση του soundcloud και της ευρύτερης απαίτησης για συντομία με ό,τι αυτή συνεπάγεται, με ισχυρά θεμέλια στα πέντε άλμπουμ που παρήγαγε ο Kanye West το περασμένο καλοκαίρι, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι 26:30), στριμώχνει 15 κομμάτια σε κάτι λιγότερο από 25 λεπτά –στιγμή επαναπροσδιορισμού της έννοιας του άλμπουμ, της πορείας του δημιουργού του, του πώς μπορούμε να αντιληφθούμε το hip hop.

Το “Riot!” είναι, μαζί με το “Peanut” που προηγείται, τα μοναδικά κομμάτια που γράφτηκαν αφότου πέθανε ο πατέρας του Sweatshirt, τον Γενάρη του 2018. Στο “Peanut” ο ράπερ ακούγεται ακόμα πιο αποπροσανατολισμένος απ’ ό,τι στο υπόλοιπο άλμπουμ, μοιάζει να αποσυντίθεται σταδιακά κι ο ίδιος ανάμεσα στα σπαράγματα ήχων που τον περιτριγυρίζουν, καθώς ψελλίζει τα τελευταία λόγια (“Like we making food, father’s face when I’m not afraid / My Uncle Hugh”) και οδηγεί το έργο στο κλείσιμο του “Riot!”· εάν αυτό το τελευταίο απομονωθεί, δημιουργεί μια ανησυχητική ένταση με το υπόλοιπο άλμπουμ, χάρη στην περίεργη θριαμβικότητά του. Είναι ένα απλό και αποτελεσματικό κομμάτι: λούπες από το ομώνυμο κομμάτι του εν λόγω uncle Hugh (φόρος τιμής στον, στενό φίλο του πατέρα του, νοτιοαφρικανό τρομπετίστα Hugh Masekela) επενδύονται με τρίξιμο και επαναπροσδιορίζονται με λίγα cuts.

Έχουμε έτσι μια διπλή επανανοηματοδότηση: των samples του Masekela και των κομματιών που προηγήθηκαν. Το κλείσιμο προσφέρει μια κάποια κάθαρση, όπως οφείλουν τα κλεισίματα· ακόμη όμως κι αν παιχτεί αυτόνομα, δημιουργεί μια γλυκόπικρη αίσθηση (περισσότερο κι από το πρωτότυπο), επειδή τα κομμάτια που έχουν προηγηθεί, τα οποία σπάνια ξεπερνούν τα δύο λεπτά, μετατρέπονται ολοένα και εντονότερα, καθώς οι ακροάσεις συσσωρεύονται, σε κάποιο είδος σουίτας. Έτσι ο τίτλος του SRS περιπλέκεται: κάποια ραπ κομμάτια, δηλαδή όχι ένα σύνολο· εντούτοις, όχι μόνο λειτουργούν έντονα ως σύνολο, αλλά αποκτούν και το νόημά τους αυστηρά εντός αυτού του συνόλου. Η προσέγγιση μεμονωμένων κομματιών πρέπει λοιπόν να λειτουργεί με τον τρόπο με τον οποίο δίνει κάποιος έμφαση σε ένα σημείο ενός ευμεγέθους μουσικού έργου.

Το κλείσιμο λοιπόν δεν μπορεί πραγματικά να απομονωθεί, ακριβώς λόγω αυτής της συνολικής και συνολιστικής οργανικότητας, που διαφαίνεται σε πολλά επίπεδα: καταρχάς, τα κομμάτια (ξανά: εάν τα δούμε ως επιμέρους) μοιάζουν συχνά αδόμητα, κόβονται απότομα, δεν προλαβαίνουν να αναπτυχθούν, αφήνοντας την ακροάτρια να αναρωτιέται πότε άλλαξε η λούπα στο background και τι μουρμουράει πάλι αυτός ο τύπος· δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου hooks ή ρεφρέν, μόνο μια αδιάλειπτη ροή λόγου και λούπας. Στο “Red Water”, για παράδειγμα, ο Sweatshirt (κατά κόσμον Thebe Neruda Kgositsile) επαναλαμβάνει τέσσερις φορές τις ίδιες οχτώ μπάρες, με ανεπαίσθητες αλλαγές στην παραγωγή και το κομμάτι διακόπτεται κάθετα μετά την τελευταία επανάληψη –προτού καταλάβουμε τι μας συμβαίνει, περιπλανόμαστε ήδη στις τούνδρες του “Cold summers”. Είναι τελικά το σύνολο που παρέχει τη δομικότητα στα μέρη του: τα κομμάτια βγάζουν αναπόφευκτα κάποιο νόημα από μόνα τους, πολύ λιγότερο όμως απ’ ό,τι ως τμήματα.

Άλλο κεντρικό στοιχείο είναι η μινιμαλιστική απλότητα. Συνιστά εξαρχής κατόρθωμα το γεγονός ότι ένας χειριστής της γλώσσας των ικανοτήτων του Earl αυτοπεριορίζεται τόσο εμφατικά ως προς τη χρήση της, απευθύνεται με τέτοια ευκρίνεια και ευθύτητα στις θεματικές και στο κοινό του. Γίνεται ταπεινός: εάν συγκρίνουμε το SRS με τα προηγούμενα έργα του, δεν προσπαθεί να είναι απειλητικός, αστείος ή καταθλιπτικός, να γράψει μια μουσική που έχει κάτι να δηλώσει ή να κατασκευάσει περίπλοκους, παραφορτωμένους στίχους. Το στιχουργικό βάρος έχει μετατοπιστεί από τη λεκτική περιπλοκότητα στο συναισθηματικό βάθος και στην ενότητα του έργου. (Δεν εννοώ με αυτό ότι τα προηγούμενα άλμπουμ ήταν αβαθή, απλώς ότι εδώ υπάρχει μια έντονη τάση για αποβολή κάθε περιττού συστατικού.) Και η παραγωγή παραλληλίζει πλήρως την αντιμετώπιση των στίχων, με τις μονότονες λούπες να αντικατοπτρίζουν το deadpan στυλ του Earl, τις απότομες μετατοπίσεις και διακοπές τη συναισθηματική του αστάθεια. Η ηχητική κλειστοφοβία, το μόνιμο τρίξιμο, τα glitches και τα beats που χάνονται στο πουθενά, οι ανεπίλυτες μελωδίες και η lo-fi μίξη που συχνά πνίγει τη φωνή μάς ρίχνουν εκτός ισορροπίας, η σχέση με τον ρυθμό είναι εξαιρετικά ελεύθερη, τόσο στο flow όσο και στην παραγωγή. Tο “Peanut” είναι χαρακτηριστικό επειδή αποτελεί και το απώτατο άκρο των παραπάνω: αλλόκοτα εκτελεσμένα adlibs από τον ίδιο τον ράπερ, διασπασμένοι ήχοι και στίχοι, ένα patchwork θεμάτων και στοιχείων που δένουν ως ατμόσφαιρα και όχι ως αφήγηση. Η όποια απειλή, χιούμορ και θλίψη προέρχεται από πραγματικότητες με τις οποίες μπορεί να ταυτιστεί οποιοσδήποτε. Ο ατελής και επαναληπτικός («Είναι μια απειρία. Το φίδι που τρώει την ουρά του», λέει ο Sweatshirt σε συνέντευξη) χαρακτήρας απομακρύνει σταδιακά τον Thebe Kgositsile από τον Earl Sweatshirt (“Earl is not my name, the world is my domain”· στιγμή κοντινή στο “it’s been a pleasure, Stefan” του MC Ride των Death Grips στο “On GP)· δεν θα μου έκανε εντύπωση το επόμενο άλμπουμ να βγει υπό το όνομα με το οποίο γεννήθηκε.

Προφανώς το SRS δεν ήρθε από το πουθενά. Όπως προαναφέρθηκε, εντάσσεται στην τάση των τελευταίων ετών για σύντομα άλμπουμ και σχετίζεται έντονα με τις σχέσεις που έχει αναπτύξει ο Kgositsile με μια παρέα σχετικά άσημων προς το παρόν πειραματικών rappers, όπως ο MIKE, ο medhane, ο Mach-Hommy και ο παραγωγός knxwledge, των οποίων τα beats είναι ό,τι κοντινότερο κυκλοφορεί σε παραγωγή (για κάτι εκτενέστερο, ακούστε π.χ. το περσινό άλμπουμ του MIKE). Βέβαια τα σύντομα κομμάτια, η συνολικότητα της δομής, τα soul samples, όλα φέρνουν αναπόφευκτα το SRS κοντά στο κλασικό Madvillainy, όσο κι αν παραπονιέται ο Kgositsile(#SOMERAPSONGSCHALLENGE: talk ab the album without using the word “madvillainy”, γράφει στο twitter), όπως και στα Donuts του Dilla· όμως αυτοί οι συσχετισμοί είναι ήδη γνωστοί από τα προηγούμενά του έργα: το πρώτο του mixtape, Earl(που κυκλοφόρησε το 2010 στα δεκαέξι του), και τα δύο άλμπουμ Doris (2013) και I Don’t Like Shit, I Don’t Go Outside (2015).

Αναφέρθηκα παραπάνω στον ατελή χαρακτήρα του έργου. Ο Kgositsile έχει δίκιο όταν λέει ότι το να γράψεις κάτι πλήρες πάνω σε μια λούπα σε απογυμνώνει ενώπιον του ακροατή, αφού λείπουν οι θυμικές διευκολύνσεις που παρέχονται από τις εναλλαγές του beat (βλ. π.χ. τις διαρκείς αλλαγές του beat στο πρόσφατο SICKO MODE του Travis Scott): πρέπει να έχεις κάτι να πεις επί αυτού του μονότονου background για να αποφασίσει κάποιος να δώσει βάση. Πέραν όμως της παραγωγικής επαναληπτικότητας, η ατέλεια του έργου σχετίζεται με τη συντομία και τη lo-fi παραγωγή, στοιχεία που μοιάζουν επιπλέον να εντείνονται όσο προχωράει κανείς στο εσωτερικό του. Και σε αυτήν την περίπτωση, η προβληματική είναι προβληματική συνόλου, οπότε πολυπαραγοντική: ο Kgositsile όχι μόνο έχει πλήρη συνείδηση των σχέσεων μεταξύ τεχνικής ατέλειας, συντομίας και οργανικότητας, αλλά χρησιμοποιεί αυτές τις σχέσεις για να τονίσει με τον ακριβέστερο δυνατό τρόπο την κατεύθυνση που επιλέγει (“Tryin-a refine this shit, I redefined myself”, “Shook tradition, did it my way”). Επαφίεται πρωτίστως στο ότι εννοεί αυτό που λέει, και το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τη δομή του έργου. Η απογύμνωση αυτή αντιτίθεται στη διαφάνεια: αν και ο καλλιτέχνης ανοίγεται, δεν κοιτάζει να μας πείσει περί του εάν ανοίγεται ή όχι, ούτε να λειάνει τις επιφάνειες του εαυτού που μας εκθέτει. (Μερικός ορισμός: η διαφάνεια ως μέγεθος αντιστρόφως ανάλογο της ποίησης.)

Νομίζω ότι το Some rap songs έχει ανάγκη από κάποια εξοικείωση για να εκτιμηθεί δεόντως. Αυτό δεν σημαίνει ότι το άλμπουμ είναι αφηρημένο ή ότι χρειάζεται επεξήγηση για να λειτουργήσει, παρά μόνο ότι κάποια έργα υποβοηθούνται περισσότερο από την προεργασία. Ένα επίπεδο είναι η ιστορική πλαισίωση: π.χ. ότι ο Kgositsile σκόπευε να προσφέρει το άλμπουμ στον πατέρα του Keorapetse “Bra Willie” Kgositsile εν είδει συμφιλίωσης ή έστω επαναγνωριμίας, πράγμα που δεν κατέστη δυνατό ελέω θανάτου. Είναι αυτός ο νοτιοαφρικανός ποιητής που ακούγεται στο κομμάτι που προηγείται του “Peanut”, το “Playing possum”· η γυναικεία φωνή ανήκει στη μητέρα του Earl Cheryl Harris, καθηγήτρια δικαίου. Ενώ το άλμπουμ απευθυνόταν εξαρχής στους γονείς του, ο θάνατος τον έστειλε από τη μία σε περιδίνηση, από την άλλη προξένησε έναν απότομο καλλιτεχνικό και συναισθηματικό υπερθεματισμό: «Το να μιλήσω [στον πατέρα μου] είναι συμβολικό και μη συμβολικό, είναι κυριολεκτικά μια διαδικασία αποχαιρετισμού της παιδικής μου ηλικίας. Το ότι στερήθηκα αυτή τη στιγμή με άφησε να βγάλω άκρη για πολλά πράγματα μόνος με τον γαμημένο τον εαυτό μου».

Η οικογένεια συνιστά λοιπόν κεντρική θεματική του SRS. Αν και υπήρξε εξαρχής κεντρική θεματική (στίχοι) του Kgositsile (Doris είναι το όνομα της γιαγιάς που πέθανε προτού κυκλοφορήσει το ομώνυμο άλμπουμ), εδώ καθίσταται αφόρητα ανάγλυφη μέσω της προσωπικής τραγωδίας που απορρέει από τη φύση του υλικού-συμφιλίωσης-με-τον-πατέρα που δεν κατόρθωσε να επιτελέσει τον σκοπό του –κάθε σχετικός στίχος (“Mother said she used to see my father in me”, “Blood in the water, I was walkin’ in my sleep / Blood on my father, I forgot another dream”) την απηχεί και η ακολουθία των κομματιών, ιδίως των τελευταίων, καταλήγει να την αφηγείται.

Δεύτερη κεντρική θεματική, όπως πάντα στον Kgositsile, είναι η θλίψη (“See the ghost of where I was, lonesome as I was”, “Yeah, I think I spent most of my life depressed / Only thing on my mind was death”, “Flushin’ through the pain, depression, this is not a phase, ayy”). Όμως οι παράξενες, συχνά ονειρικές λούπες, όπως και η κάθαρση του “Riot!” δεν αφήνουν την αδιέξοδη γεύση των προηγούμενων έργων, αλλά την προαναφερθείσα χαρμολύπη που κάνει το ενδιαφέρον για το επόμενο έργο να αυξάνεται ακόμα παραπάνω· πρόκειται για έναν καλλιτέχνη με τον οποίο ο ακροατής –δεδομένου ότι θα εισέλθει στον κόσμο του και θα ανακαλύψει κάτι εκεί μέσα– ταυτίζεται σε υψηλό βαθμό. Η εσωστρέφεια, οι τάσεις φυγής, ο διαρκώς ελλοχεύων θάνατος θεματοποιούνται με μια αφοπλιστική απαλότητα (“We pressed up on the boy, no more bluffin’”), και ο Kgositsile δεν προσπαθεί να ξεφύγει. Οι δύο παραπάνω θεματικές συντίθενται στην επίσης μονίμως επανερχόμενη σχέση με το παρελθόν. Παρά την έντονη σύγχυση που εκφράζεται ασταμάτητα εξίσου από τη μουσική και τους στίχους, η σχέση αυτή με το παρελθόν δεν περιορίζεται ούτε στην απώθηση ούτε σε μια κενή νοσταλγία, μα διανοίγεται σε μια διάθεση υιοθέτησης παρά την τραγική του υφή –ή ίσως χάρη σε αυτήν· χαρακτηριστικό παράδειγμα το “Veins” (“Peace to every crease on your brain / Peace to who came before me in the game / We givin’ praise and glory to your name, kid / We cellophane your story so it stays”).

Μετά από δύο χρόνια εξαφάνισης (“Two years I’ve been missin’, livin’ life / You was wildin’, every day was trash”) ο Kgositsile επανήλθε τόσο ώριμα και μεστά, αναιρώντας τον κάπως κενόδοξο μηδενισμό που συνήθιζε να πρεσβεύει και γδύνοντας το γλωσσικό και μουσικό υλικό, προσφέροντας τον πυρήνα αυτού που τον κάνει έναν από τους πιο ενδιαφέροντες ράπερς της τελευταίας δεκαετίας. Συμπυκνώνει μια ευρύτερη κατεύθυνση ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει ένα έργο τελείως προσωπικό, βαθιά συναισθηματικό, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού. Όταν λέει “I only get better with time” είναι περισσότερο αντικειμενικός παρά επηρμένος. Τα πόδια μας δεν θα χορέψουν με το SRS, μα οι κόσμοι μας σίγουρα χορεύουν.

Υγ. Εδώ οι στίχοι.

Υγ. Η λίστα τρέχοντος (κατά βάση) hip hop που είχα ποστάρει συνεχίζει να ανανεώνεται.

[Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο blog fragmentary program.]

Σχετικά με τον αρθρογράφο

fragmentary program