Κινηματογράφος

«Suntan»: Ξεκαρδιστικά σκληρή, αβίαστη, ταινιάρα

[Το κείμενο συνοδεύεται από SPOILER ALERT!]

Δεν ήξερα, ούτε κι έμαθα, πολλά για τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο. Είχα πετύχει το «Bank Bang», πάνω σε ζάπινγκ. To άλλαξα. Μού ’χαν δείξει και μια μικρού μήκους του. Δεν μ’ άρεσε. H άλλη μεγάλου μήκους του βγάζει 6, στο IMDB – με ό,τι και αν συνεπάγεται αυτό (πιθανότατα, τίποτα). Δεν την έχω δει. Ονομάζεται «Wasted Youth»…

Ο κύριος Παπαδημητρόπουλος θεωρείται απ’ τους πλέον πετυχημένους ανθρώπους στη Διαφήμιση (ναι, εντοπίζεται ακόμη – σε μικροποσότητες…), και, όσοι τον ξέρουν, τον θεωρούν ταλέντο. Στο IMDB εμφανίζεται (πρωτίστως ως) «παραγωγός». Κάποιος φίλος, που έκανε μαθήματα πλάι του, μού ’πε: Ούτε είναι, ούτε και το παίζει «κουλτουριάρης», ή διανοούμενος…

Ομολογώ πως, όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά – φήμες - δείγματα γραφής δεν σε προδιαθέτουν για τίποτα το σπουδαίο. Κι όμως, το «Suntan» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, είναι ό,τι καλύτερο μάς έδωσε ο ελληνικός σινεμάς, εδώ κι αρκετά (ίσως απ’ τον «Δεκαπενταύγουστο» και εντεύθεν) χρόνια.

Πρόκειται για μια αβίαστη, ακομπλεξάριστη - όπως η cool παρέα των γυμνιστών - ελληνική ταινία, που, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, δεν «προσπαθεί να…», αλλά είναι. Που δε χρειάζεται να την πιάσεις μ’ ανοχή, να λάβεις υπόψιν τους περιορισμούς, ή τις αναποδιές της εγχώριας «βιοτεχνίας» και, εν τέλει, να καταλήξεις στο «πάλι καλά που…». Όχι! Αφορά τους πάντες. Δε ζητιανεύει την (εθνική) συμπάθεια και μεροληψία. Κοντράρει, στα ίσια, την οποιαδήποτε ξένη παραγωγή.

Απαλλαγμένη απ’ το λανθάνοντα «λανθιμισμό», και κάθε είδους οπτικό - κειμενικό φορμαλισμό, ή λίπος. Δεν υπερισχύει «στα σημεία». Σού επιβάλλεται ολοκληρωτικά! Σ’ αρπάζει απ’ το λαιμό, με το καλημέρα, σε πάει με το ρυθμό της, σε μετατρέπει σ’ απλό θεατή, έστω και αν είσαι «μελετητής» [Μόνιμο γέλιο στο πρώτο μισό – σαν αποτυχημένο λίφτινγκ, αμηχανία, κάπου στα μισά, θλίψη κι ανατριχίλα, αργότερα].

Δεν έχει συμβάσεις, προαπαιτούμενα κι αστερίσκους. Ή «μήνυμα», κοινωνικό... Δεν απευθύνεται σε «ψαγμένους». Είναι μια άρτια, αφτιασίδωτη (ως προς το περιεχόμενο), απλή, και όχι φτηνιάρικη, ταινία. Γλυκόπικρη – έως τραγική – και, πάνω απ’ όλα φρέσκια, σπιρτόζα, ευρηματική, με χιούμορ και αμεσότητα στους διαλόγους.

Η σκηνοθεσία, ακόμη και στο πικ της δεξιότητάς της, μ’ αποκαλυπτικά track out και γερανούς, παραμένει «αόρατη». Υπηρετώντας την ιστορία. Δίχως φιοριτούρες. Το ίδιο κι η φωτογραφία (ο, άρτι βραβευθείς για την «Τετάρτη 04:45» του Αλεξίου, με την κιτρινίλα και τις διαχύσεις της, Καραμάνης).  Το ίδιο κι η μουσική (Felizol – ΑΞΙΖΕΙ να δείτε τις μικρού μήκους του, btw…).

Το «Suntan» δεν είναι ταινία - κατασκευή. Ειν’ η ζωή ΜΑΣ, αποτυπωμένη με άκρα «κινηματογραφικότητα» (αίτιο-αιτιατό, σεναριακές συμμετρίες (τραύμα της Άννας, «μπαλέτο» στο κλαμπ…), ή αντιθέσεις – ανατροπές (στάτους του γιατρού, συμπεριφορά του δημάρχου, στο τέλος και στην αρχή), χρήση συμβόλων (πχ φράκτης του κάμπινγκ), χρήση δράσεων και εικόνας, αντί ομιλίας), στο φακό.

Κι αυτό λέγεται Τέχνη - είτε αυτοαποκαλείται, είτε όχι, ο κύριος Παπαδημητρίου, «καλλιτέχνης» [σσ Χαίρομαι, πάντως, που δεν αυτοαποκαλείται «διανοούμενος», γιατί φαίνεται να σκαμπάζει πολλά από φακούς, φώτα, κάδρα, πλανοθεσία, μοντάζ... Σαν να κατάπιε, και να χώνεψε, όλους τους κώδικες του σινεμά.]

Οι άνθρωποι του «Suntan», είναι… άνθρωποι. Με σάρκα και οστά – ή μάλλον, ταλαντούχοι ηθοποιοί που, με την κατάλληλη καθοδήγηση δεν φαίνονται ως τέτοιοι.

Και τι να πρωτοπείς για τους «guests»: Γιάννης Οικονομίδης, ως «mentor», ή «wise» (ορολογίες του Σεναρίου/ για την ταινία μας: ταβερνιάρης), ο, συν-σεναριογράφος Τζουμέρκας (τον ήξερα μέσω του έργου του, ονομαστικά, τον πρωτοείδα με τα @@ να κρέμονται και, σκόπιμα, γκριζαρισμένο μαλλί…!!),  πυροκροτητής του εσωτερικού σοκ του Κωστή. Και, τέλος, ο Νίκος Τριανταφυλλίδης ως αλητάμπουρας - «διαβολάκι».

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης (πολύ σπουδαίος/ τον είχαμε ξαναναφέρει εδώ), σε ρόλο κομπάρσου! Κι η Μαρία Καλλιμάνη, για δευτερόλεπτα παρακμής… Ανεπαίσθητες πινελιές – ή inside jokes του Χώρου(;) – σε ένα, ούτως ή άλλως, αξιομνημόνευτο φιλμ.

Ο κεντρικός ήρωας δεν «αλλάζει» (Κανείς μας δεν αλλάζει, αν το καλοσκεφτείς…). Ωστόσο, διανύει αυτό που, 29 κατασκευαστές σεναρίων αποκαλούν «arc»: Σχετίζεται με το Θέλω και τα εμπόδια του πρωταγωνιστή και, εφόσον αναπτυχθεί (σχεδόν ποτέ, σ’ ελληνική ταινία), προσφέρει έναν καλό λόγο για ν’ ακουμπήσεις 7 ευρώ.

Εδώ, δεδομένου του unhappy end, μαρτυρούμε την πλήρη διάλυση ενός 40άρη γιατρού, που μετατρέπεται από «μεσσίας» σε άθυρμα, αργότερα σε ρόμπα και, καταληκτικά, σε… ρετάλι. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Η κατάρρευση, τέλεια (έτσι δε συμβαίνει και στ’ αλήθεια; Δεν υπάρχουν σανίδες σωτηρίας, αν ερωτευτείς.)

Δοσμένη, δε, τόσο φυσικά (εξ ου κι η ευφυΐα των δημιουργών - ερμηνευτών), ώστε να φαίνεται «εύλογη». Αναπόφευκτη! [Ποτέ δεν κέρδισε τους ντόπιους γι’ αυτό που είναι, αλλά για την ιδιότητά του, ως γιατρός => Το χάσμα ανοίγει, όταν διώχνει, απ’ το ιατρείο, τη γριά => Κίνητρο για σύσφιξη σχέσεων με την παρέα => Κραιπάλες. Τρόπος ζωής ασύμβατος με τοπικό γιατρό => Ράγισμα του γυαλιού, όταν αργεί κι αναλαμβάνει, αντ’ αυτού, ράμματα ο… Κυριακίδης. Τι ωραίο, καθοδικό, σπιράλ αιτίου – αιτιατού!]. Δίχως να χάνεται κι η προσδοκία: Μέχρι πού θα φτάσει ο Κωστής;

Δευτερεύον θέμα (1) - Η χρήση γυμνού: Εκτεταμένη, αλλά άκρως λειτουργική (αφηγηματικά, αισθητικά).

Στο 99% των «εναλλακτικών» ταινιών, το βρίσκω αχρείαστο. Είναι, μάλιστα, ό,τι πρέπει για το ξέφτισμα ενός love story (Όχι εδώ! Το «Suntan», μαζί με μια χούφτα ταινίες – βλ. «Nymphomaniac», «Boogie Nights», «Y tu mama tambien», «Στρέλλα»… - τ’ ανάγει σε μέσον δραματουργίας: Θυμάστε το τσίτσιδο slow motion του βόλλεϋ - στ’ αποκορύφωμα της ανασφάλειας του γιατρού - λίγο μετά την «ατυχία» του με την Άννα; Θυμάστε σε τι σημεία, και με ποιον τρόπο, προβάλλονταν τα «προσόντα» της παρέας;)

Δευτερεύον θέμα (2) – Η διαχείριση της ελληνικότητας: Δεν έχουμε τη μουντή, αγέλαστη Ελλάδα του Αγγελόπουλου, την μη-Ελλάδα του Νίκου Νικολαΐδη (ή του Λάνθιμου), την προβληματική και προβληματισμένη Ελλάδα του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, τη σάπια και φονική Ελλάδα του Οικονομίδη, ούτε, βέβαια, την ειδυλλιακή - ξέγνοιαστη, του αγοραίου εγχώριου, κι όχι μόνον, σινεμά…

Εδώ, πιάνουμε το νησί απ’ την ερήμωση και την παρακμή (Χριστούγεννα), ως τ’ ολοήμερο ξεφάντωμα του καλοκαιριού. Που, όμως, ακόμη και αυτό υποσκάπτεται (σκοτάδια, σκληρή μουσική, εξαλλοσύνες, όργια κι αστεία, που, όμως, δεν έχουν «πλάκα» για μας…) Το μόνο που δείχνεται ως έχει – δίχως να τονιστεί, με σύνδρομα καρτποστάλ, ή να διασαλευτεί  – ειν’ η κρυστάλλινη θάλασσα και το τοπίο.

Δευτερεύον θέμα (3) – Η χρήση υπερ-ευρέος format, 2.66:1.

Εν κατακλείδι, κι αφήνοντας πίσω τα τεχνικά: Ο Παπαδημητρόπουλος κατάφερε να φτιάξει μια ανεπιτήδευτη, κοφτερή, εύπεπτη και, την ίδια στιγμή, ουσιώδη ταινία. Κι ο, παρώνυμός του, Παπαδημητρίου, ρεσιτάλ ερμηνείας – ως πρώτος μεταξύ ίσων…

ΥΓ: Για το, προαναφερθέν, «εύπεπτο», και τα όρια της τέχνης, είχαμε φλυαρήσει και εδώ.

ΥΓ(2): Δεν νομίζω πως η ταινία αφορά το «χάσμα γενεών» (αναφέρεται κατά κόρον, δεξιά - αριστερά), αλλά κάτι ευρύτερο: Τη μοναξιά (και την αλλοίωση της οπτικής, που επιφέρει), την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, την απόρριψη, την κτητικότητα, τη (σαρωτική) δύναμη του «φρέσκου και ωραίου», τη σύγκρουση μεταξύ lifestyle και πολιτισμών.

Άραγε, ο γιατρός θα ’χε καταφέρει τίποτα με την Άννα, αν ήταν νεότερος;;

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Ρένος Μάρτης