Κινηματογράφος

Suntan, του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου

Ένα πλοίο μέσα στον χειμώνα αφήνει έναν άνδρα μόνο του στο λιμάνι της Αντιπάρου. Σύννεφα πάνω από την προβλήτα, μουντάδα, ησυχία, μοναξιά, ένας εξωτερικός διάκοσμος που, ήδη από το πρώτο πλάνο, μας προϊδεάζει καθαρά κινηματογραφικά και χωρίς πολλά λόγια, για το παρόν και το ποιόν αυτού του αινιγματικού παρελθόντος άνδρα, που έρχεται για να γίνει γιατρός στο απομονωμένο τις περισσότερες περιόδους του χρόνου νησί.

Ο Κωστής (Μάκης Παπαδημητρίου) έρχεται εκεί για να ξεφύγει. Να ξεφύγει από τι; Από ποιον; Από το παρελθόν του, από τα όνειρα που έσβησαν σε "...ένα μεταπτυχιακό που δεν πήγε καλά στην Θεσσαλονίκη"; Από το σύνολο του εαυτού και των έως τώρα σχέσεων του; Όπως και να έχει, ο Αύγουστος, με την υπερπληθώρα τουριστών από όλα τα σημεία του ορίζοντα, οδηγεί στον δρόμο του ως εκείνη την στιγμή σοβαρού και αγαπητού στο νησί γιατρού μια νεαρή απελευθερωμένη κοπέλα με τη νεοχίππυ παρέα της. Λέγεται Άννα (Έλλη Τρίνγκου). Η συνάντηση αυτή θα αποδειχτεί μοιραία για τον ευαίσθητο και εύθραυστο ψυχικό κόσμο του γιατρού μας, καθώς θα τον φέρει σε μια βίαιη επανεπαφή, με τον υπόλοιπο κόσμο και την ηδονιστική αλλά και άγρια βοή του, επαφή η οποία θα φέρει τα πάνω κάτω και που μαζί με τον ήλιο που θα κάψει σπιθαμή με σπιθαμή το κάτασπρο (από την έλλειψη έκθεσης) δέρμα του και θα μετατρέψει με μεγάλη ταχύτητα το αιγαιοπελαγίτικο νησί, τον ήλιο και την θάλασσα σε μιά πυρωμένη ψυχολογική κόλαση για τον χαρακτήρα του Κωστή.

Η σκηνοθεσία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου είναι λιτή και διεισδυτική και -αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο- δείχνει μια καθαρά κινηματογραφική ματιά πάνω στο σεναριακό κείμενο του ιδίου και του Σύλλα Τζουμέρκα (ο οποίος μάλιστα εμφανίζεται και σε έναν μικρό αλλά ουσιαστικότατο ρόλο, φέρνοντας στο προσκήνιο τις θραυσματικές εικόνες από το παρελθόν του Κωστή, λίγο πριν τα προβλήματα που τον έστειλαν στο περιθώριο, και που στη συζήτησή τους φαίνονται για αυτόν να έχουν ένα σχεδόν μεταφυσικό χαρακτήρα, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε μανιοκαταθλιπτικό). Ο σκηνοθέτης εξελίσσει τις εικόνες του σε ένα αποτέλεσμα αρχικά αστείο και τρυφερό, αλλά συνεχώς βαλλόμενο από την αίσθηση μιας κρυμμένης εσωτερικής απειλής, που δεν είναι άλλη από την βραδυφλεγή βόμβα που λέγεται ψυχισμός του Κωστή.

Τα πράγματα δεν είναι εύκολα και δυστυχώς ο καταραμένος ήρωας του Παπαδημητρίου, ένας μελαγχολικός ρομαντικός σε μια ατομικιστική αλλά βαθιά αντιρομαντική εποχή, γρήγορα θα επιτρέψει στα άγρια πύρινα κύματα που μαστίζουν τα πνεύμα του να εκβάλουν προς τα έξω. Εδώ ο σκηνοθέτης στήνει με υποδειγματική μαεστρία μια κάθοδο στην κόλαση, που το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο της είναι πως φαινομενολογικά οι εικόνες της δεν θυμίζουν καθόλου τέτοια. Η επιτάχυνση και η επιβράδυνση των εικόνων όμως και ένας ρυθμός που μοιάζει χρονόμετρο εκρηκτικού μηχανισμού πριν από μια έκρηξη, συγκαταλέγονται σε ένα προσωπικό κινηματογραφικό στύλ, που δεν χαρίζεται σε τίποτε αλλά και τολμά να παίζει με τους μανιερισμούς των σύγχρονων κινηματογραφικών ρευμάτων, χωρίς ούτε λεπτό να υποτάσσεται σε κανένα από αυτά, αλλά ενσωματώνοντάς τα στην ταυτότητα του απολύτως οργανικά.

Μια ταινία με προσωπικότητα και με special guest τον Γιάννη Οικονομίδη στο ρόλο ενός στωικού (κρυφού βεντερσικού αγγέλου) ταβερνιάρη, και τον Νίκο Τριανταφυλλίδη στον, επίσης υποδειγματικά δοσμένο, αντίθετο ρόλο.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Ραουζαίος