Εμείς δεν ζούμε σε άλλη εποχή
Η μοίρα μάς έταξε σ’ αυτή
Που ο ουρανός δεν κρύβει από πάνω θεό
Κι εσύ είσαι εσύ κι εγώ είμαι εγώ.
Φ. Δεληβοριάς, Η μπόσα νόβα του Ησαΐα
Σκοπός του παρόντος κειμένου δεν είναι να εξαντλήσει το ζήτημα του πολυθεϊσμού των αξιών. Μάλιστα, δεν είναι καν να παρουσιάσει την ιδιοφυή ιδέα του Βέμπερ στην ολότητά της, καθώς κάτι τέτοιο θα απαιτούσε τουλάχιστον ένα μεσαίου μεγέθους δοκίμιο. Αντιθέτως, αυτό που θα προσπαθήσω να κάνω είναι, πραγματοποιώντας απλώς μερικές νύξεις γύρω από το ζήτημα, να αναδείξω πολύ συνοπτικά τη σημασία της βεμπεριανής διαπίστωσης για εμάς, τους ανθρώπους που ζούμε και σκεφτόμαστε στο σήμερα. Παρακάτω δεν ακολουθεί, λοιπόν, μια λύση του προβλήματος, αλλά μάλλον η αρχή μιας σχετικής διερώτησης.
Σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ, η πρόοδος της ορθολογικής επιστήμης στο πλαίσιο της δυτικής νεοτερικότητας είχε ένα αποτέλεσμα που δύσκολα μπορούν να το επωμιστούν οι άνθρωποι. Καθώς τα πάντα γύρω μας εξηγούνται όλο και πιο πολύ με βάση επιστημονικούς νόμους, η μεταφυσική αίγλη που σε παλιότερες εποχές έντυνε τα πράγματα υποχωρεί και συνειδητοποιούμε ότι ο κόσμος είναι γυμνός από νοήματα. Παλιότερα το ποτάμι ήταν η υδάτινη κατοικία μιας θεότητας, τα δέντρα μάς ψιθύριζαν κάποιο μυστικό, το ηλιοβασίλεμα σήμαινε κάτι. Τώρα πια, εδώ και περίπου ενάμιση αιώνα, σύμφωνα με τον Γερμανό, ξέρουμε ότι τέτοια κρυμμένα μηνύματα δεν υπάρχουν. Η φύση δεν εμφορείται από μυστικούς σκοπούς και νοήματα: είναι αυτό που είναι, ένα γυμνό σύμπαν που αδιαφορεί για τον άνθρωπο.
Εξαιτίας της επέλασης του εξορθολογισμού και της επιστήμης, ο άνθρωπος έφαγε τον δυσάρεστο καρπό της γνώσης. Η μαγεία χάθηκε. Αυτό το αποτράβηγμα των μεταφυσικών πέπλων ο Βέμπερ το ονομάζει «απομάγευση του κόσμου». Πρόκειται, σύμφωνα με την ευσύνοπτη και όμορφη διατύπωση της Catherine Colliot-Thélène, για «την εξάλειψη της υπερβατικότητας και, βαθύτερα, της συνοχής νοήματος του κόσμου της ανθρώπινης ύπαρξης»1.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, καθίσταται φανερό και ένα άλλο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης, το οποίο πάντα υπήρχε, αλλά συγκαλυπτόταν από τα μέχρι πρότινος συμπαγή νοήματα που γέμιζαν τη ζωή: πρόκειται για το γεγονός ότι ο άνθρωπος δημιουργεί μόνος του το νόημα της ζωής του και ότι οι αξίες στις οποίες πιστεύει και με βάση τις οποίες ζει, δεν έχουν κάποια έσχατη θεμελίωση. Υπάρχουν διάφορες τέτοιες αξίες, οι οποίες δεν μπορούν να παρατηρηθούν στη φύση, να συναχθούν από κάπου, να αποδειχθούν λογικά. Στο βάθος, έχουμε να κάνουμε με μια απόφαση, μια επιλογή. Ο πολιτισμένος άνθρωπος, ο Kulturmensch, λοιπόν, κατά τη γνώμη του Βέμπερ, είναι αυτός ο οποίος δίνει ένα νόημα στη ζωή του έχοντας επίγνωση ότι αυτό το νόημα είναι κατά κάποιον τρόπο αυθαίρετο, αναπόδεικτο, τεχνητό. Επιλέγει τις αξίες του ξέροντας ακριβώς ότι τις επιλέγει, πράγμα που σαφώς είναι πολύ πιο δύσκολο από το να θεωρεί κανείς ότι παραλαμβάνει το νόημα της ζωής του από κάποια υπερβατική πηγή κι ότι, ασπαζόμενος δεδομένες αξίες, βρίσκεται σε αρμονία με τη θέληση αυτής της πηγής, σαν τον θρησκευόμενο που ρυθμίζει τη ζωή του με βάση τις 10 εντολές, θεωρώντας ότι έτσι υπακούει στη βούληση του θεού.
Στο πλαίσιο του απομαγεμένου κόσμου, ανοίγονται 3 επιλογές: ο μηδενισμός, ο δογματισμός και ο αυτοπεριορισμός
Όμως το δυσβάστακτο της υπόθεσης δεν σταματά εκεί. Γιατί δεν ισχύει μόνο ότι οι αξίες μας είναι αθεμελίωτες, αλλά επίσης ότι υπάρχουν πολλές και διαφορετικές τέτοιες αξίες, οι οποίες μάλιστα βρίσκονται συχνά μεταξύ τους σε ασυμφιλίωτη ένταση. Πρόκειται γι’ αυτό που ο Γερμανός θεματοποιεί ως «πολυθεϊσμό των αξιών», για την ύπαρξη, δηλαδή, πολλών έσχατων αρχών που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση της συμπεριφοράς μας και οι οποίες όχι μόνο δεν ανάγονται η μία στην άλλη, αλλά δεν μπορούν και να αντικρούσουν η μία την άλλη αυστηρά λογικά. Μεταξύ του χορτοφάγου και του κυνηγού δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία, όπως και δεν μπορεί να υπάρξει λογική αναίρεση εκ μέρους του ενός της θεμελιακής αρχής του άλλου.
Έτσι, μας λέει ο Βέμπερ, ο καθένας καλείται να διαλέξει μόνος του τον θεό και τον δαίμονά του. Μόνο που ο θεός του ενός μπορεί να είναι ο δαίμονας του άλλου. Μάλιστα, αυτή η επιλογή καθορίζεται και σε έναν σημαντικό βαθμό από τυχαίους παράγοντες, από τη μοίρα, όχι με την έννοια του πεπρωμένου, αλλά με αυτή των προϋποθέσεων που δεν εξαρτώνται από εμάς: τυχαίνει να γεννηθούμε σε μια ορισμένη εποχή, σε ένα ορισμένο μέρος, όπου το φαντασιακό της κοινωνίας μάς παρέχει μια περιορισμένη γκάμα αξιών, μέσα από την οποία μπορούμε να επιλέξουμε τις δικές μας.
Ας περάσουμε τώρα στο τι σηματοδοτούν αυτές οι βεμπεριανές σκέψεις, στο ποιες θεωρητικές και πρακτικές προεκτάσεις έχουν. Κατά τη γνώμη μου, στο πλαίσιο του απομαγεμένου κόσμου, για όσους συνειδητοποιούν2 την εγκυρότητα των παρατηρήσεων του Βέμπερ και πιστεύουν ότι τα έσχατα κριτήριά μας δεν μπορούν να θεμελιωθούν ούτε σε κάποιο «φυσικό δίκαιο», ούτε στο «νόημα του Είναι», ούτε στον Λόγο (όπως θα ήθελε ο Καντ), ούτε στους «νόμους της Ιστορίας» (όπως θα ήθελαν κάποιοι μαρξιστές), ούτε στα «συμφέροντα της εργατικής τάξης» (όπως μας λένε διάφοροι «εργατιστές»), ούτε στην «ορθολογικότητα του καπιταλισμού» ή στο «αόρατο χέρι της αγοράς», ανοίγονται τρεις επιλογές:
α) ο μηδενισμός, το «αν δεν υπάρχει θεός, όλα επιτρέπονται» του Ιβάν Καραμάζοβ, ο νιχιλιστικός σχετικισμός που διατείνεται ότι, από τη στιγμή που δεν έχουμε αποδείξιμες βάσεις για το τι είναι καλό και τι κακό, τα πάντα είναι το ίδιο
β) ο δογματισμός, που δεν είναι βέβαια μια επιλογή που απορρέει ευθέως από τον πολυθεϊσμό των αξιών, αλλά ακριβώς μια προσπάθεια συγκάλυψης αυτού του πολυθεϊσμού, μια απόπειρα επιπωματισμού του κενού εγγενούς νοήματος της ζωής μας. Μπορεί να πάρει διάφορες μορφές από τις οποίες δύο είναι οι πιο προφανείς σε εμάς σήμερα: ο εθνικισμός και η θρησκοληψία
γ) ο αυτοπεριορισμός, ή, με άλλα λόγια, η αυτονομία: από τη στιγμή που δεν υπάρχουν «φυσικοί» νόμοι, πρέπει να ορίσουμε οι ίδιοι τους κανόνες με βάση τους οποίους θα ζήσουμε τη ζωή μας. Μέσα σε αυτό το πεδίο ανοίγουν –και παραμένουν, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς, πάντα ανοιχτά- όλα τα θεμελιώδη ερωτήματα: τι μπορεί να είναι το δίκαιο; Τι νόημα πρέπει να δώσουμε στη ζωή μας; Και γιατί αυτό το νόημα είναι καλύτερο από κάποιο άλλο;
Είναι, νομίζω, προφανές ότι είμαι υπέρμαχος της τρίτης εκδοχής. Πιστεύω, μάλιστα, ότι η επόμενη σημαντική φιλοσοφία θα είναι αυτή που, μέσα στον εκ των πραγμάτων σχετικιστικό στίβο του πολυθεϊσμού, θα μπορέσει να διατυπώσει κριτήρια που θα επιλύουν το εξής παράδοξο: χωρίς να είναι απόλυτα, θα μπορούν να σταθούν «αντικειμενικά» και να μας «απαγορεύουν» τη διολίσθηση στον μηδενισμό. Ήδη γνωρίζω ανθρώπους που δουλεύουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
1 ο Max Weber και η ιστορία, σελ 110, εκδ. Πατάκη
2 θα ήταν, μάλλον, πιο σωστό να πούμε: αλλά και για όσους, χωρίς να τη συλλαμβάνουν συνειδητά, τη «νιώθουν στο πετσί τους», ζώντας στην εποχή μας