«Άδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο. "Μόνον τα απαραίτητα", είπα. Κι ήταν αρκετά γι' αυτή τη ζωή - και για πολλές άλλες ακόμη. Βάλθηκα να τα καταγράφω ένα ένα». Γράφουμε για τα αγαπημένα μας βιβλία, για να βρούμε τι θα βάλουμε στον σάκο μας (και) αυτό το καλοκαίρι.
Τρία είναι τα πιο δύσκολα πράγματα να κάνει κανείς σε αυτόν τον έρημο ντουνιά: να διαλέξει θέμα διπλωματικής, να διαλέξει υλικά για την πίτσα του και να απαντήσει καθαρά στην ερώτηση «ποιο βιβλίο είναι που σε σημάδεψε μέχρι τώρα περισσότερο;»
H ίδια η ερώτηση είναι ανοιχτή σε διάφορες ερμηνείες. Η απάντηση μπορεί να βασιστεί σε αξιολογικές κρίσεις και να διαλέξει ο ερωτώμενος εκείνο το βιβλίο που θεωρεί το μεγαλύτερο αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ή το σημαντικότερο βιβλίο της επιστήμης του ή, σε πιο προσωπικό επίπεδο, ένα οποιοδήποτε βιβλίο που είναι στενά συνδεδεμένο με βιωματικές εμπειρίες. Προσωπικά, επιλέγω να ασχοληθώ με λογοτεχνία. Δεν νομίζω να έχει καν νόημα να επιλέξεις ένα δοκίμιο, πολύ περισσότερο να στραφείς σε καθαρά επιστημονικά πλαίσια. Σε δεύτερο επίπεδο, η επιλογή δεν θα είναι τόσο αξιολογική όσο συναισθηματικού περιεχομένου.
Το «Φθινόπωρο του Πατριάρχη» είναι ένα βιβλίο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκέζ που δημοσιεύτηκε το 1975. Για να σας πω την αλήθεια λίγα πράγματα θυμάμαι για την ίδια την πλοκή, πέραν ίσως από κάποια πολύ βασικά στοιχεία. Πρόκειται για την ιστορία του «Πατριάρχη», ενός παραδοσιακού λατινοαμερικανικής προέλευσης δικτάτορα μιας ακαθόριστης ηλικίας «μεταξύ 107 και 232 χρονών», του οποίου τη ζωή και τη σταδιακή κατάρρευση παρακολουθούμε ως κύρια αφήγηση του βιβλίου στο πέρασμα του από την παντοδυναμία στο σάπισμα και στον εξευτελισμό.
Το βιβλίο έπεσε στα χέρια μου το καλοκαίρι μεταξύ της Α’ και της Β’ Λυκείου. Η μέχρι τότε επαφή μου με τη λογοτεχνία περιοριζόταν σε 2-3 ονόματα της πολύ κλασικής λογοτεχνίας: Dickens, Twain και Vern. Ούτως ή άλλως στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου, εκτός από ελληνικά ονόματα, δέσποζαν κυρίως τέτοιοι συγγραφείς. Το λόμπι του 19ου αιώνα. Ανάμεσα, λοιπόν, σε διάφορα ονόματα του λόμπι εμφανιζόταν συνεχώς μπροστά μου το όνομα του Μαρκέζ. Στα δεκαέξι σου το όνομα Γκάμπριελ Γκαρσία Μαρκέζ σε παραπέμπει είτε σε δεξί μπακ της Σεβίλλης είτε σε Μεξικανό δικτάτορα για τον οποίο διάβασες σε κάποια Παγκόσμια Ιστορία. Δύο-τρία χρόνια πέρασαν ξέροντας το όνομά του αλλά μην έχοντας καμία ιδέα για το έργο του. Η φάση ίσως και να ήταν «υπάρχουν όντως ζώντες συγγραφείς;».
Και τότε εγένετο φώς. Ένα ιουλιάτικο μεσημέρι του 2005 σήμανε τη λογοτεχνική μου ενηλικίωση. Τίγκα ήλιος, τζιτζίκια που σε πονοκεφαλιάζουν, αργός και σταθερός ήχος του ανεμιστήρα (τότενες δεν είχαμε ερκοντίσιο). Η ατμοσφαιρικότητα του καλοκαιρινού μεσημεριού συνδέθηκε άμεσα με την ανάγνωση λατινομερικανικής λογοτεχνίας εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Ίσως ήταν η πρώτη φορά κατανόησης της σημασίας που έχει εκτός από το λογοτεχνικό κείμενο η ίδια η ανάγνωση ως βιωματική εμπειρία. Ήταν σίγουρα η πρώτη φορά που διάβαζα το βιβλίο ενός ζωντανού συγγραφέα.
Το κείμενο γενικά ήταν αρκετά δύσκολο. Θυμάμαι ακόμα μακρές περιόδους, αργή πλοκή και τις κλασικές λεπτομερέστατες μαρκεζιανές περιγραφές. Για ένα 16χρονο όλα αυτά συνιστούν σχεδόν μαρτύριο. Υπήρχε όμως και ένα πλεονέκτημα. Πρόκειται ίσως -μαζί με την «Κακιά Ώρα»- για το πιο καθαρά πολιτικό βιβλίο του Μαρκέζ επομένως ικανοποιήθηκε κάπως η αδηφάγα ανάγκη του πρωτοεισελθόντα στη λογοτεχνία για αναζήτηση νοήματος σε ό,τι πέφτει στα χέρια του. Διάβαζα κούτσα-κούτσα 50 σελίδες και κοιμόμουν ήσυχος για το κατόρθωμά μου. Στο τέλος όμως το λάτρεψα.
Πάντα στη ζωή σου πρέπει να έχεις αφήσει αδιάβαστο τουλάχιστον ένα βιβλίο από τους πολύ αγαπημένους σου συγγραφείς
Έκτοτε κάθε καλοκαίρι ήταν σχεδόν σαν υποχρέωση να διαβάσω κάτι από Μαρκέζ. Φέτος ήταν το πρώτο που δεν το έκανα. Μου έμειναν άλλωστε μόνο δύο βιβλία του Μαρκέζ που δεν έχω διαβάσει, λειτουργώντας μέσα στο κεφάλι με τον τρόπο που λειτουργούσε η ιδέα του Παρισιού για τον Ουράνη. Πάντα στη ζωή σου πρέπει να έχεις αφήσει αδιάβαστο τουλάχιστον ένα βιβλίο από τους πολύ αγαπημένους σου συγγραφείς.
Το «Φθινόπωρο του Πατριάρχη» πάντως το ξανάνοιξα λίγο πριν γράψω αυτό το κείμενο. Παίζει να ήταν η πρώτη φορά που το έκανα από τότε που το πρωτοδιάβασα. Πράγματι, δεν θυμόμουν τίποτα εκτός ίσως από το πόσο κιτς ήταν το εξώφυλλο του Α.Α. Λιβάνη. Κανονικά θα έπρεπε να το ξαναδιαβάσω. Κάποια στιγμή θα το κάνω. Μπορεί και όχι. Ίσως λίγο πριν βγω στη σύνταξη. Τι τα θες να τα σκαλίζεις τα παλιά;