Η αφηγηματική κατάρρευση των πρώτων εβδομάδων της πανδημίας διέρρηξε ακόμα εντονότερα την αίσθηση του χρόνου, αφήνοντάς μας ανήμπορους και ανήμπορες να παρακολουθούμε, για άλλη μια φορά, υπερτροφικές εξελίξεις στις οποίες αδυνατούμε να παρέμβουμε, εγκλωβισμένοι όπως είμαστε στο παρόν, για τις οποίες το εξυπνότερο πράγμα που ακούσαμε είναι η πιο βαρετή από τις οδηγίες του οικογενειακού τραπεζιού: «να πλένεις τα χέρια σου». Εάν ένα καθήκον αναδείχθηκε σε αυτή τη νέα προσωρινή μα γεμάτη ένταση χρονικότητα, πέραν της όποιας πρακτικής βοήθειας μπορεί να παρασχεθεί από τον καθέναν και την καθεμία σε αυτές και αυτούς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, αυτό είναι ο συνολικός, ριζικός αναστοχασμός. Η πανδημία έφερε ανάγλυφα στην επιφάνεια τις κοινωνικές και προσωπικές έξεις, δείχνοντας μεμιάς, και καλύτερα από κάθε ανάλυση, αυτό που βρίσκεται καθημερινά στο τραπέζι μας, όπως και τα υλικά από τα οποία είναι το τραπέζι φτιαγμένο, και απαίτησε να σκεφτούμε ψύχραιμα μια σειρά από μεγέθη και αξίες. Μας καλύπτει η αντίδραση του κράτους, το οποίο δεν μπορεί παρά να αναπαράγει και να εμπεδώνει στους πολίτες τη χαρακτηριστική λογική του; Εάν ξαφνικά όλοι συμφωνούν ως προς τον καταστροφικό χαρακτήρα της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας υγείας, δεν ισχύει το ίδιο και για τις υπόλοιπες ιδιωτικοποιήσεις; Είναι άραγε ο διάχυτος φόβος του θανάτου δικαιολογημένος; – σε ποιον βαθμό; – τι σημαίνει αυτός ο έντονος φόβος για το αξιακό μας σύστημα και προς ποια κατεύθυνση δείχνει στο μέλλον; Και τι αποτελέσματα θα έχει η απότομη ενίσχυση της ήδη καλπάζουσας ψηφιακής διαμεσολάβησης για τους ανθρώπους των κοινωνιών μας· τα «μέσα επικοινωνίας που ευτυχώς διαθέτουμε» και τα πολυποίκιλα media που καταναλώνουμε ακατάπαυστα, η πανταχού παρούσα επικοινωνία είναι πράγματι η πανάκεια που μας γλίτωσε από το ρήμαγμα που θα σηματοδοτούσε μια πανδημία χωρίς αυτές τις κολοσσιαίες επικοινωνιακές δυνατότητες;
«Η μουσική μόνη είναι επικίνδυνη», η μουσική μπορεί να ναρκώνει, υποστηρίζει ο ορθολογιστής, δημοκράτης Σεττεμπρίνι στο Μαγικό βουνό. «Η μουσική φαίνεται να είναι η κίνηση η ίδια – και όμως την υποπτεύομαι για ιδεολογία ησυχασμού». Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει: η διαρκής ακρόαση μουσικής είναι επικίνδυνη, σαν να ντύνεται κανείς πολύ βαριά με ζεστό καιρό. Το ζήτημα δεν περιορίζεται στη μουσική, μα διανοίγεται στη μιντιοποίηση στην οποία επιδιδόμαστε χωρίς δεύτερη σκέψη. Αν και χιλιοειπωμένο, αξίζει να τονιστεί: η ανάγκη της παύσης, της σιωπής, του κενού χρόνου με τις άρρητες εκλάμψεις που αυτός συχνά συνεπάγεται, είναι στην εποχή μας ένα κομβικό πολιτικό και υπαρξιακό επίδικο. Όχι όμως η σιωπή και η παύση του νεοφιλελεύθερου mindfulness, του «γεμίσματος της μπαταρίας» που αποσκοπεί στην πιο αποτελεσματική διαχείριση της επιχείρησης του εαυτού. Η σιωπή που ευαγγελιζόμαστε δεν αποσκοπεί πουθενά, όμως δείχνει προς έναν άλλο πολιτισμό που επίσης φέρουμε μέσα μας, του οποίου τις αρετές αναγνωρίζουμε στις σπάνιες στιγμές που παίρνει το πάνω χέρι στην καθημερινότητά μας. Η συνεχής αισθητικοποίηση είναι, όπως ήδη φοβόταν ο Σεττεμπρίνι πριν από έναν σχεδόν αιώνα, και ο Κίρκεγκορ πριν από δύο, πολιτικά και υπαρξιακά ολέθρια. Και οι χρονικότητες που ανέδειξε η πανδημία, με την –έστω και στιγμιαία– παύση της παγκόσμιας κυκλοφορίας, την υπερφόρτωση που νιώσαμε από την ακατάσχετη παραγωγή λόγου, την επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου της οποίας η καταστολή έχει ήδη μπει σε ράγες, όλα αυτά έφεραν ενίοτε στην επιφάνεια μια βούληση για σιωπή – που δείχνει κι αυτή με τη σειρά της προς της πιθανότητα μιας βούλησης για άγνοια, καθόλου παθητικής, καθόλου απολίτικης.
(Thomas Mann, Το μαγικό βουνό, μτφρ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος, Αθήνα, Μεταίχμιο 2017, σ. 150-153)
~
«Μπίρα, ταμπάκο και μουσική», είπε. «Ιδού η πατρίδα σας! Έχετε, βλέπω, την αίσθηση της εθνικής ατμόσφαιρας, μηχανικέ. Βρίσκεστε στο στοιχείο σας, χαίρομαι. Αφήστε με να συμμετάσχω λίγο στην αρμονία της κατάστασής σας!»
Ο Χανς Κάστορπ συμμάζεψε το πρόσωπό του – το είχε ήδη κάνει μόλις είδε τον Ιταλό. Είπε: «Μα έρχεστε αργά στη συναυλία, κύριε Σεττεμπρίνι, πρέπει να τελειώνει σε λίγο. Δεν σας ευχαριστεί η μουσική;»
«Όχι κατά διαταγήν» απάντησε ο Σεττεμπρίνι. «Όχι όταν ακολουθεί το ημερολόγιο. Δεν μου είναι ευχάριστη όταν μυρίζει φαρμακείο και μου παρέχεται άνωθεν για θεραπευτικούς σκοπούς. Προσέχω λίγο την ελευθερία μου, ή τουλάχιστον εκείνο το υπόλοιπο ελευθερίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας που απομένει σε ανθρώπους σαν εμάς. Σε τέτοιες εκδηλώσεις παρευρίσκομαι ως επισκέπτης, όπως κι εσείς παρευρίσκεστε κοντά μας εν πολλοίς ως επισκέπτης – έρχομαι για ένα τέταρτο και μετά πάω στη δουλειά μου. Αυτό μου δίνει την αυταπάτη της ανεξαρτησίας… Δεν λέω ότι είναι κάτι περισσότερο από αυταπάτη, αλλά… τι τα θέλετε, αφού μου παρέχει κάποια ικανοποίηση! Με τον εξάδελφό σας τα πράγματα είναι διαφορετικά. Για εκείνον είναι υπηρεσία. Έτσι δεν είναι, ανθυπολοχαγέ, το βλέπετε σαν μέρος της υπηρεσίας. Ω, ξέρω, γνωρίζετε το τέχνασμα να διατηρείτε την περηφάνια σας μέσα στη σκλαβιά. Ένα τέχνασμα που φέρνει παραζάλη. Λίγοι το κατέχουν στην Ευρώπη. Μουσική; Δεν ρωτήσατε αν δηλώνω εραστής της μουσικής; Λοιπόν, αν είπατε “εραστής” (στην πραγματικότητα, ο Χανς Κάστορπ δεν θυμόταν να το είχε πει έτσι), η έκφραση δεν έχει επιλεγεί άσχημα, περιέχει μια ελαφρά απόχρωση τρυφερής ελαφρότητας. Καλά λοιπόν, συμφωνώ. Ναι, είμαι εραστής της μουσικής, χωρίς να θέλω να πω με αυτό ότι την εκτιμώ ιδιαίτερα – όπως, ας πούμε, εκτιμώ και αγαπώ τον λόγο, τον φορέα του πνεύματος, το εργαλείο, το αστραφτερό υνί της προόδου… Η μουσική… Αυτή είναι το ημιαρθρωμένο, το αμφίβολο, το ανεύθυνο, το αδιάφορο. Πιθανόν να αντιτείνετε ότι μπορεί να είναι καθάρια. Μα και η φύση μπορεί να είναι καθάρια, και ένα ρυάκι μπορεί να είναι καθάριο – και σε τι μας βοηθάει αυτό; Δεν είναι η αληθινή καθαρότητα, είναι μια ονειροπόλος καθαρότητα, μια καθαρότητα που δεν σημαίνει τίποτε και δεν υποχρεώνει σε τίποτε, μια καθαρότητα δίχως συνέπειες, επικίνδυνη για τούτο, επειδή μας παρασύρει να εφησυχάσουμε σε αυτήν… Κάντε τη μουσική να πάρει το ύφος της υψηλοφροσύνης. Ωραία! Φλογίζει τα αισθήματά μας. Το ζήτημα είναι όμως να φλογιστεί το λογικό μας! Η μουσική φαίνεται να είναι η κίνηση η ίδια – και όμως την υποπτεύομαι για ιδεολογία ησυχασμού. Επιτρέψτε μου να οδηγήσω τη σκέψη μου στα άκρα: διατηρώ μια πολιτική αντιπάθεια για τη μουσική».
Εδώ ο Χανς Κάστορπ δεν μπόρεσε να μη χτυπήσει το χέρι του στο γόνατο και να αναφωνήσει ότι κάτι τέτοιο πραγματικά δεν είχε ακούσει ποτέ στη ζώη του.
«Σκεφτείτε το παρ' όλα αυτά!» είπε ο Σεττεμπρίνι χαμογελώντας. «Η μουσική είναι ανεκτίμητη ως το τελικό μέσον για να προκληθεί ενθουσιασμός, ως δύναμη που ωθεί ψηλά και μπροστά όταν βρίσκει το πνεύμα προετοιμασμένο να δεχτεί τις επιδράσεις της. Η λογοτεχνία όμως πρέπει να έχει προηγηθεί. Η μουσική μόνη δεν πάει τον κόσμο μπροστά. Η μουσική μόνη είναι επικίνδυνη. Για σας προσωπικά, μηχανικέ, είναι οπωσδήποτε επικίνδυνη. Το είδα αμέσως στο πρόσωπό σας καθώς ερχόμουν».
«Αχ, μη βλέπετε το πρόσωπό μου, κύριε Σεττεμπρίνι. Δεν θα πιστέψετε πόσο με επηρεάζει ο αέρας σας εδώ πάνω. Μου είναι δυσκολότερο, απ' όσο νόμιζα, να εγκλιμαστώ».
«Φοβούμαι πως κάνετε λάθος».
«Όχι, γιατί; Ο διάολος ξέρει πόσο κουρασμένος και ζεστός αισθάνομαι ακόμη».
«Πιστεύω ωστόσο ότι θα έπρεπε να ευγνωμονεί κανείς τη διεύθυνση για τα κοντσέρτα» είπε ο Γιοάχιμ ήρεμα. «Τα βλέπετε από μια υψηλότερη σκοπιά, κύριε Σεττεμπρίνι, ας πούμε σαν συγγραφέας, και εκεί δεν θέλω να σας φέρω αντίρρηση. Βρίσκω εντούτοις ότι εδώ θα έπρεπε να λαχταράμε λίγη μουσική. Δεν είμαι ιδιαίτερα μουσικόφιλος, κι άλλωστε τα κομμάτια που παίζουν δεν είναι και σπουδαία – ούτε κλασικά ούτε μοντέρνα, απλώς μια μουσική πνευστών. Είναι όμως μια ευχάριστη αλλαγή. Γεμίζει κάποιες ώρες μ' έναν αξιοπρεπή τρόπο, θέλω να πω: τις διαχωρίζει και γεμίζει καθεμιά τους έτσι που αποκτούν κάτι ιδιαίτερο, ενώ κατά τα άλλα περνάμε τις ώρες, τις ημέρες και τις εβδομάδες τόσο ανούσια, που σε πιάνει φρίκη… Κοιτάξτε, ένα απ' αυτά τα απλοϊκά κομμάτια διαρκεί ίσως επτά λεπτά, έτσι; Και είναι κάτι αυτούσιο, έχουν αρχή και τέλος, είναι διακριτά και κατά κάποιον τρόπο δεν χάνονται έτσι απαρατήρητα στη ρουτίνα που επικρατεί γενικά. Εκτός αυτού είναι και τα ίδια χωρισμένα σε πολλά μέρη, με τις φιγούρες του κάθε κομματιού κι αυτές σε χρόνους, έτσι που συνεχώς κάτι συμβαίνει και κάθε στιγμή αποκτά κάποιο νόημα, απ' όπου μπορεί κανείς να κρατηθεί, ενώ αλλιώς… Δεν ξέρω αν εκφράζομαι…»
«Μπράβο!» αναφώνησε ο Σεττεμπρίνι. «Μπράβο, ανθυπολοχαγέ! Ορίσατε πολύ ωραία ένα αναμφίβολα ηθικό στοιχείο στην ουσία της μουσικής, δηλαδή τούτο, ότι με μια ιδιόμορφα ζωντανή μέτρηση προσδίδει στη ροή του χρόνου εγρήγορση, πνεύμα και πολυτιμότητα. Η μουσική αφυπνίζει τον χρόνο, μας διεγείρει στην πιο εκλεπτυσμένη απόλαυση του χρόνου, διεγείρει… Και γι' αυτό είναι ηθική. Η τέχνη είναι ηθική εφόσον διεγείρει. Τι γίνεται όμως όταν κάνει ακριβώς το αντίθετο; Όταν ναρκώνει, αποκοιμίζει, αντιμάχεται τη δραστηριότητα και την πρόοδο; Και αυτό το μπορεί η μουσική, η μουσική ξέρει κατά βάθος να επιδρά όπως τα οπιούχα. Μια διαβολική επίδραση, κύριοι! Τα οπιούχα είναι του διαβόλου, γιατί δημιουργούν αμβλύνοια, αδράνεια, απραξία, δουλική στασιμότητα… Υπάρχει κάτι το ακροσφαλές γύρω από τη μουσική, κύριοι. Επιμένω πως η φύση της είναι δίσημη. Δεν υπερβάλλω δηλώνοντας ότι τη θεωρώ πολιτικά ύποπτη».
Συνέχισε στο ίδιο μοτίβο, κι ο Χανς Κάστορπ άκουγε μεν αλλά δεν κατάφερνε να τον παρακολουθήσει και τόσο καλά, πρώτον από κούραση, αλλά και επειδή του αποσπούσαν την προσοχή οι κοινωνικότητες ανάμεσα στην επιπόλαιη νεολαία εκεί πέρα στα σκαλιά. Έβλεπε καλά τις συνέβαινε εκεί; Η δεσποινίς με το προφίλ ταπίρου ήταν απασχολημένη να ράβει ένα κουμπί στο κλείσιμο του κάτω μέρους του γκολφ παντελονιού του νεαρού με το μονόκλ! Και καθώς έραβε, έβγαινε η ανάσα της βαριά και καυτή από το άσθμα, ενώ εκείνος ψιλοβήχοντας έφερνε το νύχι που έμοιαζε με κουταλάκι του αλατιού στο στόμα! Ήταν βέβαια άρρωστοι και οι δυο τους, και όμως η στάση τους μαρτυρούσε τι παράξενα ήθη συναναστροφής επικρατούσαν εδώ ανάμεσα στους νέους. Η ορχήστρα έπαιζε μια πόλκα.