Η εμφάνιση μιας πανδημίας που, τουλάχιστον στην ελληνική πραγματικότητα και τουλάχιστον μέχρι τώρα, δεν υπήρξε ιδιαίτερα καταστροφική με άμεσο τρόπο –πράγμα που σίγουρα οφείλεται περισσότερο στην έλλειψη συνδεσιμότητας και ένταξης στην παγκόσμια κυκλοφορία, παρά στις ικανότητες του «επιτελικού κράτους»– και της οποίας μένει να δούμε τα έμμεσα πολιτικοκοινωνικά αποτελέσματα, λειτούργησε μεταξύ άλλων και ως υπόμνηση θανάτου. Τα ερωτήματα που κυκλοφόρησαν σχετικά με τον ιό κατανέμονται στις διαστάσεις του χρόνου, και η υπόμνηση του θανάτου (του πραγματικού, του πνευματικού, της πολιτισμική εικόνας του) που τον συνοδεύει δίνει ακόμα περισσότερο τα πρωτεία στο παρόν, την κατεξοχήν διάσταση της επιβίωσης και της ζωικότητας. Ο θάνατος επελαύνει ξανά επιτέλους στα τυφλά στις δυτικές κοινωνίες· αφού σε αρκετές άλλες δεν παράτησε ποτέ αυτό το συνήθειο. Με την έννοια αυτή, υπάρχει πράγματι κάτι το εξισωτικό σε αυτή την υπόμνηση, έστω και αν, όπως πάντα, αυτοί που θα δυσκολευτούν να ανταπεξέλθουν στην πανδημία, και κυρίως στις επιπτώσεις της, δεν θα είναι οι προνομιούχοι. Αυτός ο μικροθρίαμβος του θανάτου δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί αναλυτικά, όπως αντιμετωπίζουν συνήθως τα προβλήματά τους οι κοινωνίες μας: οι επιστήμονες σηκώνουν τα χέρια ψηλά, ενώ οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό σηκώνουν τα μανίκια, προσπαθώντας να σώσουν ό,τι σώζεται. Οι υπόλοιποι πολίτες υποχωρούν στην ιδιωτική τους σφαίρα, με μία και μοναδική ελπίδα: να μη τους πιάσει ο θάνατος χωρίς κωλόχαρτο, με τα παντελόνια κατεβασμένα.
Ο κορωνοϊός δεν είναι μετατόπιση παραδείγματος· είναι επιστέγασμα και αποκρυστάλλωση μιας ήδη συντελεσμένης μετατόπισης, πράγμα που δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Οι άδειοι δρόμοι του Μαρτίου υπενθύμισαν μια ερημοποίηση που λαμβάνει χώρα εδώ και καιρό, σε φυσικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, έστω κι αν φαντάζει αντιδιαισθητικό, θα χρειαστεί να επικεντρωθούμε όχι τόσο στα νέα προβλήματα που δημιουργεί η πανδημία, μα περισσότερο στην ανάδειξη και στην όξυνση των ήδη υπαρχόντων που φέρνει στην επιφάνεια: στην εξήγηση και την κατανόηση του συνολικού πλέγματος εντός του οποίου εμφανίστηκε. Θα χρειαστεί, μεταξύ άλλων, να σκεφτούμε την ηγεμονία του (νεο)φιλελεύθερου ιδεολογήματος για την αποτελεσματικότητα της «ελεύθερης αγοράς» σε όλους τους τομείς, όταν ξαφνικά ακόμα και οι πιο μανιώδεις υποστηρικτές της ανακαλύπτουν τον απαραίτητο χαρακτήρα της δημόσιας υγείας· την από δεκαετίες μετάβαση σε ένα επιστημολογικό και τεχνικό μοντέλο που δίνει έμφαση στην εμμονική δημιουργία, ανάπτυξη και προαγωγή αυτοαναπαραγόμενων συστημάτων, που αποικίζουν κάθε πτυχή της καθημερινότητας· τις δίδυμες ιδεολογίες της παγκοσμιοποίησης και της επικοινωνίας, εκπομπείς των οποίων είμαστε όλοι διαρκώς· την απολύτως ανοριοθέτητη επέκταση της αγροτοβιομηχανίας, της μαζικής μητροπολιτικής κινητικότητας, των φαρμακοβιομηχανιών και της έμφασης στην πάση θυσία επιβίωση· τον ανθρωπότυπο των δυτικών κοινωνιών και τη ραγδαία μεταλλασσόμενη σχέση του με βασικές μεταφυσικές έννοιες, κύρια μεταξύ των οποίων είναι αυτή του ορίου, και κατ' επέκταση του θανάτου ως κατεξοχήν ορίου.
Αυτό το όριο είναι που νοηματοδοτεί το υπόλοιπο της ζωής. Γράφει ο Μονταίν: «Ο σκοπός του βίου μας είναι ο θάνατος, είναι το αναγκαίο αντικείμενο της στόχευσής μας· αν μας τρομάζει, πώς είναι δυνατόν να πάμε ένα βήμα μπροστά δίχως πυρετό; Το γιατρικό για το κοινό των ανθρώπων είναι να μην τον σκέφτονται. Όμως από ποια ζωώδη ανοησία μπορεί να προέλθει τόσο χονδροειδής τυφλότητα; […] Τους τρομάζουμε ξεστομίζοντας και μόνο τη λέξη θάνατος και οι περισσότεροι σταυροκοπιούνται, σαν να άκουσαν το όνομα του διαβόλου». Και ο Λιόσα παρατηρεί ότι «[α]ν δεν υπήρχε ο θάνατος, η ζωή θα ήταν ένα απέραντο νεκροταφείο, χωρίς κινδύνους ή μυστήριο· μια κακόφωνη επανάληψη εμπειριών, ίσαμε τον πλέον αποτρόπαιο και ανούσιο κορεσμό. Χάρη στο θάνατο υπάρχει η αγάπη, η επιθυμία, η φαντασία, οι τέχνες, η επιστήμη, τα βιβλία, ο πολιτισμός, όλα όσα κάνουν τη ζωή ανεκτή, απρόβλεπτη, συναρπαστική. Η λογική μας το εξηγεί αυτό, αλλά ο παραλογισμός που ζει μέσα μας μάς εμποδίζει να το δεχτούμε. Ο τρόμος των επιδημιών είναι απλά ο φόβος του θανάτου, ο οποίος πάντα θα μας συνοδεύει, σαν σκιά». Ο θάνατος είναι ριζική αδυναμία, και η αδυναμία είναι που δίνει στα πράγματα το ιδιαίτερο χρώμα τους· η πανδημία όμως λειτουργεί και ως υπόμνηση μιας σειράς από άλλες πολιτικές, κοινωνικές και προσωπικές αδυναμίες, φέρνοντας στο προσκήνιο την αλληλεξάρτηση μεταξύ ανθρώπων. Αυτή η αλληλεξάρτηση, όπως και η ατομική ευθύνη, λίγο μόνο νόημα βγάζουν ως αφηρημένες κρατικές επιταγές: δεν πρόκειται για αλληλεξάρτηση όλων από όλους· αντίστοιχα, η κοινότητα εντός της οποίας κατανοούνται τέτοιες σχέσεις αλληλεξάρτησης δεν είναι μία και ενιαία (η κοινωνία, ή η ανθρωπότητα· όροι που δομικά κατέχουν συνήθως την ίδια ακριβώς θέση, και συνεπώς την ίδια λειτουργία συσκότισης, στα αντίστοιχα πλαίσια). Η αλληλεξάρτηση υφίσταται εντός προσδιορισμένων, δυναμικά διαμορφωμένων κοινοτήτων, που συγκροτούνται με βάση διάφορους άξονες: συμφέροντα και πολιτική ατζέντα, γειτνίαση, πολιτισμικές αναφορές, σχέσεις συγγένειας, ενασχολήσεις και ενοχλήσεις…
Έτσι, οι επικλήσεις στην κοινότητα έχουν νόημα μονάχα στη βάση των παραπάνω διευκρινίσεων: όποιος λέει κοινότητα χωρίς να τις λαμβάνει υπ' όψιν είτε αφελής είναι, είτε θέλει να εξαπατήσει. «Είναι άραγε ο διάχυτος φόβος του θανάτου δικαιολογημένος; – σε ποιον βαθμό; – τι σημαίνει αυτός ο έντονος φόβος για το αξιακό μας σύστημα και προς ποια κατεύθυνση δείχνει στο μέλλον;», αναρωτηθήκαμε πριν από λίγες μέρες, πάλι με αφορμή το Μαγικό βουνό. Αναφέραμε ήδη ότι η πανδημία λειτουργεί ως υπόμνηση θανάτου για τα υποκείμενα των κοινωνιών μας, τα οποία έχουν λησμονήσει την προοπτική του θανάτου τους ως αντικείμενο αναστοχασμού, οδηγούμενα έτσι σε ακραίες, σπασμωδικές και ακατάληπτες αντιδράσεις. Μετά από αυτά που είχε να πει για την ακατάσχετη μιντιοποίηση, ο Σεττεμπρίνι φρόντισε να τοποθετηθεί και ως προς αυτήν τη δεύτερη κομβική ερώτηση περί θανάτου, στην πρώτη του επίσκεψη στον προσωρινά κλινήρη Χανς Κάστορπ, που από φιλοξενούμενος αρχίζει πλέον να αισθάνεται ασθενής, ένας από αυτούς. Μιλώντας ο Σεττεμπρίνι για τον θάνατο ως αυτόνομη πνευματική δύναμη, αναφέρεται τουλάχιστον σε δύο πράγματα: στην αναλυτική αυτονόμηση του θανάτου από τη ζωή, ως απολύτως απευκταίας εξέλιξης· και στην λατρεία του θανάτου που εμφανίζεται πολιτισμικά, από τον δέκατο ένατο αιώνα και ύστερα, ως διαστρέβλωση της καταστροφικής ενόρμησης. Εισερχόμενος ο Χανς Κάστορπ στην κοινότητα, αποκλείει τουλάχιστον ένα αποτρόπαιο ενδεχόμενο, το οποίο αντικρίσαμε σε όλη τη γύμνια του όταν πληροφορηθήκαμε για τους μαζικούς θανάτους στα γηροκομεία της ανεπτυγμένης, ατομικιστικής δύσης: τον μοναχικό θάνατο.
(Thomas Mann, Το μαγικό βουνό, μτφρ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος, Αθήνα, Μεταίχμιο 2017, σ. 256-259)
~
Ο Σεττεμπρίνι τον άκουγε και κατένευε. Κατένευε και όταν ο Χανς Κάστορπ είχε τελειώσει με την κριτική του και είχε πάψει να μιλάει. Ύστερα πήρε βαθιά ανάσα και είπε:
«Δεν θέλω να εξωραΐσω τις ιδιαίτερες μορφές που παίρνει στη δική σας κοινωνία η φυσική αναλγησία της ζωής. Όπως και να είναι, η κατηγορία της αναλγησίας παραμένει αρκετά συναισθηματική κατηγορία. Επιτόπου δεν θα την εγείρατε, από φόβο μη γελοιοποιηθείτε μπροστά στα ίδια σας τα μάτια. Δικαίως την αφήνετε σε όσους αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν τη ζωή. Το γεγονός ότι την εγείρετε τώρα δείχνει κάποια αποξένωση, την οποία δεν θα έβλεπα ευχαρίστως να μεγαλώνει, γιατί όποιος συνηθίζει να εγείρει αυτήν την κατηγορία μπορεί πολύ εύκολα να αποσπαστεί για πάντα από τη ζωή, από τον τρόπο ζωής, για τον οποίο έχει γεννηθεί. Ξέρετε, μηχανικέ, τι σημαίνει αυτό; “Να αποσπαστείς για πάντα από τη ζωή”; Εγώ, εγώ το ξέρω, το βλέπω εδώ κάθε μέρα. Το αργότερο ύστερα από έξι μήνες ο νέος άνθρωπος που έρχεται εδώ πάνω (και είναι όλο νέοι άνθρωποι που έρχονται εδώ επάνω) δεν έχει άλλη σκέψη στο μυαλό του από ερωτοτροπίες και θερμοκρασία. Και το αργότερο ύστερα από έναν χρόνο δεν θα μπορεί πια να σκεφτεί τίποτε άλλο, αλλά θα νιώθει κάθε άλλη σκέψη σαν “ανάλγητη” ή, ορθότερα, σαν εσφαλμένη και αδαή. Σας αρέσουν οι ιστορίες – θα μπορούσα να σας διηγηθώ πολλές. Θα μπορούσα να σας διηγηθώ για τον γιο και σύζυγο που ήταν έντεκα μήνες εδώ και που τον γνώριζα. Ήταν, νομίζω, λίγο μεγαλύτερός σας – αρκετά μεγαλύτερος μάλιστα. Πήρε δοκιμαστικά εξιτήριο, λόγω βελτίωσης της κατάστασής του, επέστρεψε στο σπίτι του, στην αγκαλιά των δικών του· δεν ήταν θείοι, ήταν μητέρα και σύζυγος. Όλη την ημέρα ήταν ξαπλωμένος με το θερμόμετρο στο στόμα και δεν ήξερε τίποτε άλλο. “Δεν καταλαβαίνετε εσείς” έλεγε. “Για να το καταλάβεις, πρέπει να έχεις ζήσει επάνω, για να ξέρει τι πρέπει να κάνεις. Δεν έχετε ιδέα εδώ κάτω”. Στο τέλος η μητέρα του αποφάσισε: “Πήγαινε πάλι επάνω. Εσύ έχεις τελειώσει πια εδώ”. Και πήγε πάλι επάνω. Επέστρεψε στον “τόπο του” – το ξέρετε, φαντάζομαι, το λένε “τόπο τους” όσοι έζησαν κάποτε εδώ. Είχε αποξενωθεί πλήρως από τη νεαρή γυναίκα του, αυτή “δεν είχε ιδέα” και παραιτήθηκε. Κατάλαβε ότι εκείνος θα έβρισκε στον τόπο του μια συντρόφισσα με τις ίδιες ιδέες και θα έμενε εκεί».
Ο Χανς Κάστορπ έμοιαζε να έχει ακούσει μόνο με μισό αυτί. Το βλέμμα του πλανιόταν ακόμη στη διαύγεια της ηλεκτρικής λάμπας μέσα στο λευκό δωμάτιο σαν σε κενό χώρο. Γέλασε αργοπορημένα και είπε:
«“Ο τόπος μου” το ονόμασε; Είναι πράγματι κάπως συναισθηματικό, όπως λέτε. Ναι, ιστορίες ξέρετε ατελείωτες. Συνέχιζα τώρα μόλις να σκέφτομαι για όσα είπαμε περί σκληρότητας και αναλγησίας, το δούλεψα κάμποσες φορές αυτές τις ημέρες στο μυαλό μου. Βλέπετε, πρέπει να είναι κανείς αρκετά χοντρόπετσος για να συμφωνεί εκ φύσεως με τον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι κάτω στον κάμπο και με τέτοιες ερωτήσεις όπως “μα έχει ακόμη λεφτά αυτός;” και με την έκφραση που παίρνει το πρόσωπό τους. Εγώ στην πραγματικότητα δεν τον έβρισκα ποτέ φυσικό, μόλο που δεν είμαι καν homo humanus – εκ των υστέρων διαπιστώνω ότι πάντοτε το έβρισκα περίεργο. Ίσως αυτό συνδεόταν με την υποσυνείδητη κλίση μου στην ασθένεια που δεν το έβρισκα φυσικό – άκουσα και ο ίδιος τις παλιές εστίες, και τώρα μου βρήκε, λέει, ο Μπέρενς μια φρέσκια. Με βρήκε βέβαια απροετοίμαστο, κι όμως στην πραγματικότητα δεν με εξέπληξε. Κανονικά γερός σαν βράχος δεν είχα αισθανθεί ποτέ· ύστερα πέθαναν και οι γονείς μου τόσο νωρίς – είμαι από παιδί ορφανός, ξέρετε…»
Ο κύριος Σεττεμπρίνι έκανε μια ενιαία κίνηση με το κεφάλι, τους ώμους και τα χέρια που παρίστανε εύθυμα και χαριτωμένα την ερώτηση: Και λοιπόν; Ύστερα;
«Εσείς είστε συγγραφέας» είπε ο Χανς Κάστορπ «λογοτέχνης· πρέπει να τα ξέρετε αυτά και να καταλαβαίνετε ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν μπορείς να είσαι έτσι χοντροφτιαγμένος και να βρίσκεις την αναλγησία των ανθρώπων τελείως φυσική – των συνηθισμένων ανθρώπων, ξέρετε, που γυρνάνε και γελούν και βγάζουν λεφτά και γεμίζουν την κοιλιά τους… Δεν ξέρω αν γίνομαι…»
Ο Σεττεμπρίνι υποκλίθηκε. «Θέλετε να πείτε» εξήγησε «ότι η πρώιμη και επανειλημμένη επαφή με τον θάνατο προκαλεί μια γενική διάθεση που σε κάνει ευαίσθητο και ευδιέγερτο απέναντι στις σκληρότητες και τις αγριότητες της ασυλλόγιστης ζωής, ας πούμε απέναντι στον κυνισμό της».
«Ακριβώς αυτό!» φώναξε ο Χανς Κάστορπ με ειλικρινή ενθουσιασμό. «Το εκφράσατε τέλεια μέχρι κεραίας, κύριε Σεττεμπρίνι! Με τον θάνατο! Το ήξερα ότι εσείς, σαν λογοτέχνης…»
Ο Σεττεμπρίνι άπλωσε το χέρι προς το μέρος του, γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι και κλείνοντας τα μάτια – μια πολύ ωραία και αβρή κίνηση διακοπής και παράκλησης να τον ακούσει. Έμεινε λίγα δευτερόλεπτα σε αυτή τη στάση, ακόμα και όταν ο Χανς Κάστορπ σιωπούσε από ώρα και περίμενε με κάποια αμηχανία τι θα γινόταν. Τέλος, άνοιξε τα μαύρα μάτια του –μάτια οργανοπαίκτη– και μίλησε:
«Επιτρέψτε μου. Επιτρέψτε μου, μηχανικέ, να σας πω και να σας το βάλω στην καρδιά πως ο μόνος υγιής και ευγενής, αλλά και –αυτό θέλω να το προσθέσω ρητά– θρησκευτικός τρόπος να βλέπει κανείς τον θάνατο είναι να τον βλέπει και να τον αισθάνεται σαν συστατικό στοιχείο και εξάρτημα, σαν ιερή προϋπόθεση της ζωής, όχι όμως –αυτό θα ήταν το αντίθετο του υγιούς, ευγενούς και θρησκευτικού– κατά κάποιον τρόπο να τον χωρίζει κανείς πνευματικά από τη ζωή, να τον θέτε σε αντίθεση με τη ζωή ή ακόμα –κι αυτό θα ήταν αποτροπιαστικό– να τον αντιπαραθέτει στη ζωή. Οι αρχαίοι στόλιζαν τις σαρκοφάγους με σύμβολα της ζωής και της δημιουργίας της, ακόμα και με άσεμνα σύμβολα – το ιερό για τη θρησκευτικότητα των αρχαίων ήταν συχνά ταυτόσημο με το άσεμνο. Οι άνθρωποι ήξεραν να τιμούν τον θάνατο. Ο θάνατος είναι αξιοσέβαστος ως λίκνο της ζωής, ως μήτρα της ανανέωσης. Χώρια από τη ζωή γίνεται φάντασμα, στοιχειό – ή κάτι ακόμα χειρότερο. Γιατί ο θάνατος ως αυτόνομη πνευματική δύναμη είναι μια άκρως έκλυτη δύναμη που η αμαρτωλή έλξη της σημαίνει αναμφίβολα τη φρικτότερη πλάνη του ανθρώπινου πνεύματος».
Εδώ σιώπησε ο κύριος Σεττεμπρίνι. Έμεινε σε αυτή τη γενικότητα και τελείωσε πολύ επιτακτικά. Το εννοούσε σοβαρά· δεν είχε μιλήσει για να περνάει η ώρα, είχε αποφύγει να δώσει στον συνομιλητή του τη δυνατότητα να απαντήσει· αντίθετα, προς το τέλος της παράθεσης των απόψεών του είχε χαμηλώσει τη φωνή και είχε αφήσει να φανεί η τελεία. Καθόταν με κλειστό το στόμα, με τα σταυρωμένα χέρια στα γόνατα, τη μια γάμπα μες στο καρό παντελόνι, πάνω στην άλλη, και λίκνιζε μονάχα ελαφρά το αιωρούμενο πόδι, παρατηρώντας το με αυστηρό βλέμμα.