Βιβλίο

Ο κορεσμός του νοήματος: για το Ομοιώματα και προσομοίωση

από kaboomzine

της Στέλας Χριστοδουλοπούλου

To Ομοιώματα και προσομοίωση, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πλέθρον το 2019 σε μετάφραση Στέφανου Ρέγκα, αποτελεί έργο σταθμό στην ύστερη φάση της σκέψης του Ζαν Μπωντριγιάρ, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκονται οι έννοιες των ομοιωμάτων, της προσομοίωσης και της υπερπραγματικότητας.

Το βιβλίο δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1981 και αποτελείται από αποσπασματικά κείμενα, στα οποία ο Μπωντριγιάρ σχολιάζει με τη μοναδική του ειρωνεία και καυστικότητα φαινόμενα που δείχνουν σε πρώτη φάση ασύνδετα, όμως όλα διατρέχονται από την κεντρική ιδέα της ενδόρρηξης και της αντικατάστασης της πραγματικότητας με την προσομοίωσή της. Από την περίπτωση της Ντίσνεϋλαντ και της σχέσης της με την «πραγματική Αμερική» έως τα ριάλιτι σόου και το τέλος του πανοπτικού σχήματος, την πυρηνική ενέργεια και τον πόλεμο στο Βιετνάμ, τον κινηματογράφο, το Άουσβιτς και τις αναπαραστάσεις του, τη διαφήμιση και τον Μάη του '68, ο Μπωντριγιάρ αναλύει το μοντέλο της υπερπραγματικότητας, όπου το φαντασιακό δεν διαχωρίζεται από το πραγματικό και οδηγούμαστε σε μια διαδικασία προσομοίωσης, κατά την οποία οι έννοιες της πραγματικότητας, του αληθούς και του ψευδούς σχετικοποιούνται. Όπως περιγράφει, το συμβάν φιλτράρεται από το μέσο, η ζωή διαλύεται μέσα στην τηλεόραση (σήμερα θα λέγαμε μέσα στις ψηφιακές οθόνες), ο ίδιος ο πόλεμος έχει μετατραπεί σε ομοίωμα και η ίδια η εξουσία σε προσομοίωση εξουσίας, η οποία σηματοδοτεί μια αδυναμία διάκρισης μεταξύ ενεργητικού και παθητικού.

Όπως σε όλα τα βιβλία του Μπωντριγιάρ, έτσι και σε αυτό σημαντική θέση κατέχει η συμβολή των μέσων επικοινωνίας στην αλλαγή του τρόπου συγκρότησης του κοινωνικού (ή και κατάργησής του). Αυτό που αποκαλείται κοινωνικό αφορά μια τυποποιημένη επικοινωνία και την αδιάκοπη έκθεση στα μηνύματα των ΜΜΕ, ακριβώς επειδή η πληροφορία είναι ταυτισμένη με το νόημα και την επικοινωνία. Κατά τον Μπωντριγιάρ, όμως, τα ΜΜΕ με την υπερπαραγωγή νοήματος και τον καταιγισμό πληροφοριών δεν ενισχύουν το κοινωνικό αλλά αντιθέτως οδηγούν στην ενδόρρηξή του. Η πληροφορία καταβροχθίζει τα ίδια της τα περιεχόμενα και την επικοινωνία, ενώ αποδομεί τελείως το κοινωνικό. Όπως περιγράφει, ο ένας πόλος απορροφάται από τον άλλον, οποιαδήποτε διαλεκτική μεταξύ διακριτών όρων είναι αδύνατη και τελικά αυτό που επικρατεί είναι μια συνολική κυκλικότητα. Τα μηνύματα των ΜΜΕ «είναι φορείς τόσο της προσομοίωσης που είναι εσωτερική προς το σύστημα όσο και αυτής που το καταστρέφει, σύμφωνα με μια λογική απολύτως κυκλική» (σ. 141).

Καθώς όσο αυξάνεται η επικοινωνία, τόσο εκλείπει το νόημα, ο Μπωντριγιάρ επισημαίνει πως τελικά η επικοινωνία στα ΜΜΕ εξαντλείται στη σκηνοθεσία της. Αδόμητες συνεντεύξεις, δημοψηφίσματα, τηλεφωνήματα ακροατών, διάλογοι που κάνουν κύκλους γύρω από τον εαυτό τους και τελικά επαλήθευση του κώδικα. Οι τότε διαισθήσεις του Μπωντριγιάρ εμφανίζονται σήμερα προφητικές, καθώς φαινόμενα όπως το echo chamber, όπου οι μηχανές αναζήτησης φιλτράρουν ειδήσεις και εμφανίζουν στους χρήστες προσωποποιημένα αποτελέσματα, δείχνουν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο ότι στα ψηφιακά μέσα συναντά κανείς μόνο τον εαυτό του και τους Όμοιούς του. Έτσι, η επικοινωνία μετατρέπεται σε μια τυπική αντιστρεψιμότητα πομπού και δέκτη, όπου κάθε επαφή με την ετερότητα εξαλείφεται και τίποτα απρόβλεπτο δεν μπορεί να διαταράξει τη ροή της συντονισμένης διάδρασης. Πρόκειται για μια διαδικασία προσομοίωσης που συγκροτεί αυτό που ονομάζει o Μπωντριγιάρ υπερπραγματικότητα.Η διαφορά ανάμεσα στις εικόνες των μέσων και στην πραγματικότητα δεν έχει πλέον καμία σημασία, καθώς οι εικόνες αυτές έχουν υποκαταστήσει την εμπειρία σε τέτοιο βαθμό που καμία διάκριση ανάμεσα τους δεν είναι εφικτή, ενώ τα ίδια τα υποκείμενα τείνουν να αντικατασταθούν από τις εικονικές τους υπάρξεις. Η κυριαρχία της εικόνας γεννά μια εμβύθιση και το υποκείμενο συγκροτεί μια υπερπραγματική αυτοεικόνα μέσω της οποίας πράττει.

Συγχρόνως, μέσα από το συνεχές αίτημα για κοινωνικότητα σε κάθε πτυχή της ζωής, το ίδιο το κοινωνικό μετατρέπεται σε διαφημιστικό προϊόν, ενώ η οποιαδήποτε αντίσταση σε αυτήν την κοινωνική επιταγή αποτελεί αυτομάτως ένδειξη παθητικότητας και αποξένωσης. Όπως αναφέρει o ίδιος: «Οι φολκλορικοί χοροί στο μετρό, οι αμέτρητες καμπάνιες για την ασφάλεια, το σύνθημα “αύριο δουλεύω” συνοδευόμενο από ένα γέλιο που άλλοτε προοριζόταν μόνο για τον ελεύθερο χρόνο, και το διαφημιστικό μήνυμα για τις εκλογές των Εργατικών Δικαστηρίων: “Δεν αφήνω κανέναν να διαλέξει για εμένα”, σύνθημα τραγελαφικό που ηχούσε τόσο θεαματικά ψευδές, φορέας μιας χλευαστικής ελευθερίας που εμφανίζεται ως κοινωνικότητα μέσω της ίδιας της άρνησης του κοινωνικού. Δεν είναι τυχαίο ότι η διαφήμιση […] σήμερα επαναλαμβάνει με κάθε τρόπο το μότο “ψηφίζω, συμμετέχω, είμαι παρών, ενδιαφέρομαι” – καθρέφτης ενός παράδοξου χλευασμού, καθρέφτης της αδιαφορίας από την οποία χαρακτηρίζεται κάθε δημόσια σημασιοδότηση» (σ. 148).

Θέτοντας στο επίκεντρο τα δομικά προβλήματα των μέσων, την επικράτηση μιας επικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από την τυπική αντιστρεψιμότητα ρόλων στην οποία δεν παίζει κανένα ρόλο η ιδιαιτερότητα του καθενός, την απομάκρυνση από την αρνητικότητα της ετερότητας και την ενίσχυση μιας ναρκισσιστικής σχέσης με τον εαυτό, ο Μπωντριγιάρ άσκησε, σε όλη τη διαδρομή του έργου του, οξεία κριτική στα ΜΜΕ και ιδιαίτερα στο διαδραστικό μοντέλο επικοινωνίας. Στο βιβλίο αυτό αναδεικνύει τις συνέπειες που έχει για το υποκείμενο και τις ανθρώπινες σχέσεις το σύγχρονο καθεστώς επιτήρησης, του οποίου τα ίδια τα υποκείμενα είναι οι φορείς, η γενική επικράτηση ενός αιτήματος για κοινωνικότητα, η υπερπαραγωγή του νοήματος και τελικά η ολοένα αυξανόμενη απόσταση από κάθε βαθιά εμπειρία που θα μπορούσε ίσως να αφήσει ανοιχτό κάποιο ενδεχόμενο επικοινωνίας. Όπως τονίζει «Ζούμε όλοι εντός ενός ξέφρενου ιδεαλισμού του νοήματος και της επικοινωνίας, ενός ιδεαλισμού της επικοινωνίας μέσω του νοήματος και, υπό αυτή την προοπτική, αυτό που μας παραμονεύει είναι βεβαίως η καταστροφή του νοήματος» (σ. 139).

Διαβάζοντας κανείς αυτό το βιβλίο δεν θα βρει μεγάλες αφηγήσεις και αντιπροτάσεις, και εκεί ακριβώς βρίσκεται η σπουδαιότητα του: κόντρα στην σκέψη αριστερών στοχαστών όπως ο Εντσενσμπέργκερ και ο Μπρεχτ, που υποστήριζαν πως η λύση στο πρόβλημα των μέσων θα λυνόταν με την απελευθέρωση και την κοινωνικοποίηση τους, ο Μπωντριγιάρ δίνει ως μοναδική λύση την καταστροφή τους. Για εκείνον είναι«ανώφελο να ονειρεύεται κανείς μια επανάσταση μέσω των περιεχομένων, ανώφελο να ονειρεύεται μια επανάσταση μέσω της φόρμας, αφού το μέσο και το πραγματικό συναποτελούν εφεξής ένα και το αυτό νεφέλωμα, μη αποκρυπτογραφήσιμο μέσα στην αλήθεια του» (σ. 139).

Σε αντίθεση δηλαδή με θεωρίες των μέσων που προτάσσουν τον επαναπροσδιορισμό του νοήματος προς μια χειραφετητική κατεύθυνση, ο Μπωντριγιάρ επιμένει στη «γοητεία που προκύπτει από την εξουδετέρωση και την ενδόρρηξη του νοήματος» (σ. 139). Καθώς η μεγιστοποίηση της ομιλίας και η μέγιστη παραγωγή πληροφορίας είναι η τρέχουσα γραμμή της κυριαρχίας, η αντίσταση αφορά πλέον την άρνηση αυτής της απαραίτητης συμμετοχής, που μας καθιστά «κοινωνικούς» και επικοινωνιακούς, δηλαδή «την άρνηση του νοήματος, την άρνηση της ομιλίας – ή και την υπερκομφορμιστική προσομοίωση των ίδιων των μηχανισμών του συστήματος που είναι μια μορφή απόρριψης, μια άρνηση αποδοχής», δηλαδή «το να επιστρέφει κανείς σαν καθρέφτης το νόημα δίχως να το απορροφά»(σ. 142).

Ενώ παλιότερα, στο Ρέκβιεμ για τα μέσα επικοινωνίας, είχε κατηγορήσει τα μέσα επικοινωνίας για την επικράτηση ενός λόγου δίχως απόκριση και για την απουσία της δυνατότητας απάντησης στα μηνύματα που εξέπεμπαν τα ΜΜΕ, στο Ομοιώματα και προσομοίωσηαναγνωρίζει σε αυτήν τη μη απάντηση μια δυνατότητα να λειτουργήσει ως αντι-στρατηγική των υποκειμένων ενάντια στο κυρίαρχο διαδραστικό μοντέλο επικοινωνίας. Δεδομένου ότι το κοινωνικό «έχει πέσει στο επίπεδο της αγοράς και της ζήτησης» (σ. 147), αφού η ενεργητικότητα και η συνεχής διαθεσιμότητα για επικοινωνία είναι πλέον το ζητούμενο, αυτή η απουσία απάντησης στα μηνύματα των μέσων θεωρεί ότι μπορεί να αποτελέσει μια μορφή αντίστασης, καθώς κρατά ζωντανή μια δυνατότητα απόρριψης: «Το ουσιώδες σήμερα είναι η αποτίμηση αυτής της διπλής πρόκλησης· πρόκληση κατά του νοήματος από τις μάζες και τη σιωπή τους (που δεν συνιστά καθόλου παθητική αντίσταση), πρόκληση κατά του νοήματος από τα ΜΜΕ και τη γοητεία τους». (σ. 140).

Οι θέσεις του Μπωντριγιάρ στο βιβλίο αυτό έχουν χαρακτηριστεί αφοριστικές, ακραίες και υπερβολικές, ενώ τους αποδίδεται με ευκολία η κατηγορία της καταστροφολογίας· όπως όμως τονίζει και ο ίδιος: «ο όρος “καταστροφή” έχει αυτό το “καταστροφολογικό” νόημα του τέλους και της εκμηδένισης μόνο στα πλαίσια ενός γραμμικού οράματος συσσώρευσης και παραγωγικής τελικότητας που μας επιβάλλει το σύστημα» (σ. 139). Και συνεχίζει λέγοντας ότι «αρκεί να εξέλθουμε από αυτό το τελεσίγραφο του νοήματος ώστε η καταστροφή να μην παρουσιάζεται πλέον ως τελική προθεσμία και φορέας μηδενισμού, όπως δηλαδή λειτουργεί στο τρέχον φαντασιακό μας» (σ. 139).Μόνο υπό το πρίσμα ενός ιδεαλισμού της επικοινωνίας, του νοήματος και της πληροφορίας μοιάζει η θεωρία αυτή του Μπωντριγιάρ καταστροφολογική και απελπισμένη.

Το Ομοιώματα και προσομοίωση, γραμμένο με τη μοναδική ορμητικότητα και προκλητικότητα του Μπωντριγιάρ, προσφέρει θεωρητικά εργαλεία για την ερμηνεία των κοινωνιών μας, όπου το υποκείμενο είναι αδύνατον να χειραφετηθεί όντας εγκλωβισμένο στην υπερπραγματικότητα, εντός της οποίας η συνδεσιμότητα αντικαθιστά τη φυσική παρουσία και η κοινωνική ζωή προσομοιώνεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αν και γραμμένο το 1981, πολύ πριν την εμφάνιση του διαδικτύου, πόσο μάλλον των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, εντός της σημερινής κοινωνικής συνθήκης της επιταγής του αδιάλειπτου πράττειν, της υπερπληροφόρησης και της υπερεπικοινωνίας που πραγματοποιούνται με πρωτοφανή ταχύτητα, όπου το υποκείμενο είναι παντού και πάντα ενεργό και διαθέσιμο για επικοινωνία, το έργο του Μπωντριγιάρ είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Ζώντας στην εποχή που η πανταχού εντοπισιμότητα είναι δεδομένη και το σήμα του κινητού φθάνει στην πιο απομακρυσμένη γωνία, που φαινόμενα όπως η τηλεργασία και η τηλεκπαίδευση επιβάλλονται όλο και εντονότερα στις ζωές μας, όλα όσα περιγράφει ο Μπωντριγιάρ στο Ομοιώματα και Προσομοίωση αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη αξία.

Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο αυτό δεν μπορεί παρά να στοχαστεί πάνω στη συγκρότηση μιας νέας στρατηγικής αντίστασης απέναντι «στην απαίτηση, που θέλει να καταστούμε υποκείμενα, να απελευθερωθούμε, να εκφραζόμαστε πάση θυσία, να ψηφίζουμε, να παράγουμε, να μιλάμε, να συμμετέχουμε, να παίζουμε το παιχνίδι» (σ. 142). Απέναντι στον κόσμο των δικτύων, του οποίου η βία σε αντίθεση με τη βία της παραγωγής, είναι δυσανάγνωστη, η αναζήτηση νέων αντιστάσεων φαίνεται αναγκαία, αν δεν θέλουμε να εγκλωβιστούμε στα αδιέξοδα της προσομοίωσης και να οδηγηθούμε τελικά στην επαλήθευση του κώδικα.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine