«Άδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο. "Μόνον τα απαραίτητα", είπα. Κι ήταν αρκετά γι' αυτή τη ζωή - και για πολλές άλλες ακόμη. Βάλθηκα να τα καταγράφω ένα ένα». Γράφουμε για τα αγαπημένα μας βιβλία, για να βρούμε τι θα βάλουμε στον σάκο μας (και) αυτό το καλοκαίρι.
«Είχε πληρώσει το τίμημα της τέχνης στο ακέραιο, αλλά δεν είχε κάνει τέχνη. Είχε υποστεί όλα τα ρομαντικά καλλιτεχνικά δεινά –απομόνωση, φτώχεια, απόγνωση, πνευματικά και σωματικά εμπόδια- αλλά κανείς δεν το ήξερε, ούτε και νοιαζόταν. Και, μολονότι τ’ ότι κανείς δεν ήξερε και κανείς δεν νοιαζόταν ήταν άλλη μια μορφή καλλιτεχνικών δεινών, στην περίπτωση του Σάμπαθ ήταν αποστερημένη από κάθε καλλιτεχνικό νόημα. Ήταν απλώς ένας άνθρωπος που ’χε καταντήσει άσχημος, γέρος, πικραμένος, ένας από τα δισεκατομμύρια ομοίων του.
Ας είμαστε ειλικρινείς: Δεν έχω, ακόμη, διαβάσει άλλο έργο του Ροθ.
Κι ίσως αργήσω, καθότι το «Θέατρο του Σάμπαθ» (αγαπημένο μου μυθιστόρημα, εξ ου και φιναλίστ για τα μπαγκάζια των (υποθετικών, και μόνο) διακοπών μου), κατέστησε τον πήχη δυσπρόσιτο!/ Συνεπώς, ελάττωσε τις πιθανότητες για περαιτέρω εκτίμηση προς το συγγραφέα (Ενίοτε, αρέσκομαι σε καλλιέργεια - συντήρηση μύθων…).
Googλάροντας, βρήκα ότι πρόκειται για άνθρωπο των γραμμάτων, με υπόβαθρο θεωρητικού της λογοτεχνίας (πρώην ακαδημαϊκός), πρώην σύζυγο γοητευτικής ηθοποιού, πολυβραβευμένο, διάσημο και «αποδεκτό». Κι όμως, κατόρθωσε να συνθέσει, στα 62 του, ένα ρέκβιεμ αναρχίας. Ένα πηγαίο, έκφυλο, συγκρουσιακό, ανήθικο, πένθιμο, όσο κι αβάσταχτα νοσταλγικό ρέκβιεμ, που μόνο απόκληροι της ζωής – όπως ο Μπουκόφσκι - μπορούσαν να το 'χουν γράψει.
Μια αλήτικη ροχάλα, μες στα μούτρα της «Τάξης», της πίστεως (συζυγικής κι ευρύτερα…), του κομφορμισμού (μαζί, βεβαίως, και του politically correct), της κανονικότητας, του καταναλωτισμού, της ψευδο-ανοχής, της «προόδου», ή «προκοπής» - κατά το κυρίαρχο αφήγημα του καπιταλισμού. Ή ακόμη, του φασισμού, του υπαρκτού σοσιαλισμού… ο Ροθ τούς περιλαμβάνει όλους.
Εν τέλει, στα μούτρα σύμπασας της Κοινωνίας, με τις συμβάσεις, τα ρεύματα και τους θεσμούς που τη συγκροτούν!
Το «Θέατρο του Σάμπαθ» δεν μυρίζει χαρτί, αλλά σάρκα ανθρώπινη. Κι εκκρίσεις.
Μια ωδή αποτυχίας, περιθωριοποίησης, κυνισμού, τέλους εποχής και, μαζί, της οιασδήποτε ελπίδας. Ωδή συντριβής, συχνά ωμή, σπαραξικάρδια, ή ξεκαρδιστική («Ο Σάμπαθ είχε τη δύναμη –και το ήξερε- ενός ανθρώπου που δεν είναι τίποτα και δεν έχει τίποτα να χάσει»…).
Λαγνεία - παρακμή - φυσική & πνευματική διάβρωση - θάνατος. Τόσο απλά! (Και, δεν ξέρουμε αν διάβασε Μπρεχτ, μα ο γέρο-Μίκι –ή, κατ’ άλλους, ο ίδιος ο Ροθ- το ’χει προ πολλού χωνέψει ότι είμαστε περαστικοί, κι ότι ύστερα από μας τίποτα τ’ αξιόλογο δε θα 'ρθει… Ίσως, πάλι, προσβλέπει στους σεισμούς που μέλλονται για να 'ρθουν - μιας κι ο ίδιος κωλώνει (ως το τέλος;) μπροστά στην, τόσο, επιτακτική, αυτοκτονία του.)
Μπόλικοι προγενέστεροι συγγραφείς, ξεβρακώνουν την εξουσία, καθώς και την καταστολή, στον πυρήνα (από προσωπικά μου αναγνώσματα, θ’ ανέφερα: Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Όργουελ, Χάξλεϋ…) αλλά μονάχα ο Ροθ, πλάι στον Καμύ τόλμησαν να παν τη βαλίτσα τόσο μακριά (σσ: Οι περιπτώσεις των Περέκ, Κέρουακ, Ζενέ, Μπουκόφσκι, Χένρι Μίλερ… δεν είναι, κατ’ εμέ, συγκρίσιμες με του Ροθ. Το ίδιο, πχ, και του, πολύ πιο «σικάτου», μα υφέρποντα αμφισβητία (τουλάχιστον στο «In Cold Blood», που ’χω διαβάσει), Καπότε. Ίσως επειδή δεν θρήνησαν, ποτέ τους, για την κατάντια, μα αρκέστηκαν στο χλευασμό, του «πολιτισμού»…)
Στο 25ο αυτό βιβλίο του, η πένα του Ροθ ξιφουλκεί βέβηλα (κυριολεκτικά και μεταφορικά!), βλάσφημα, ρατσιστικά (μισαλλόδοξα, όσο και με γνήσιο φυλετικό αυτοσαρκασμό), με «γωνίες» των ιδεών, με αργκό και βωμολοχίες κι οργιώδεις ανατομικές, ή ερωτικές περιγραφές, μα, πάνω απ’ όλα, με… ρίσκο! (Πχ, ουδόλως θ’ αναλογίστηκε την -ήδη μακρά, εν έτει ’95- καριέρα του, όταν γέμιζε μιάμιση, και βάλε, σελίδα με ονόματα (!) νεκρών, απ’ το εβραϊκό κοιμητήριο.)
Ως κατακλείδα, αντί να πλατειάσω, ή να προδώσω περισσότερο την πλοκή, τεκμηριώνω με, υπογραμμισμένες κατά την πρώτη και μοναδική ανάγνωση του «Θεάτρου του Σάμπαθ», αράδες, την αδυναμία που του ’χω.
Enjoy…
«Η Ντρένκα ήταν όμορφη, μ’ έναν αποτελεσματικό, σχεδόν λειτουργικό τρόπο, με μόνη εξαίρεση τη μύτη της που, θυμίζοντας κάπως απροσδόκητα την πλακουτσωτή μύτη επαγγελματία πυγμάχου, δημιουργούσε μια μουτζούρα στο κέντρο του προσώπου…»
«Λόγω της παραξενιάς του, ο περισσότερος κόσμος δεν μπορούσε να τον υποφέρει. Φανταστείτε, λοιπόν, να βρισκόταν κανείς από μια μεριά, μέσα στο δάσος… και να τον έβλεπε να γλείφει το σπέρμα από τα δάχτυλά του, κάτω απ’ τη λαμπερή πανσέληνο, ψέλνοντας, με δυνατή φωνή: “Είμαι η Ντρένκα! Η Ντρένκα ειμ’ εγώ!”
Κάτι φοβερό συνέβαινε στον Σάμπαθ.»
«…μισούσε τα στερεότυπα σλόγκαν των ΑΑ και όλη τη φρασεολογία που είχε (σσ η γυναίκα του) υιοθετήσει απ’ τις συναντήσεις τους, ή τις συγκεντρώσεις ενός φεμινιστικού ομίλου…
“Και μετά επακολούθησε συζήτηση και όλες μοιραστήκαμε την ανάγκη για ένα συγκεκριμένο, επόμενο βήμα…”, “Δεν ένιωσα να το μοιράζομαι αυτό…”, “Πολλοί άνθρωποι μοιράστηκαν το ίδιο αίσθημα χθες βράδυ…”
Αυτό που τον αηδίαζε, όσο τους καθωσπρέπει ανθρώπους τους αηδιάζει η λέξη “γαμήσι”, ήταν η λέξη “μοίρασμα”. Δεν είχε όπλο στην κατοχή του, μολονότι ζούσαν σ’ έναν ερημικό λόφο μακριά απ’ την πόλη, επειδή δεν ήθελε όπλο σ’ ένα σπίτι όπου η γυναίκα του μιλούσε καθημερινά για “μοίρασμα”…»
«…κι έτσι, η ομοιότητα που υπήρχε μεταξύ τους πριν από την ταρίχευση ήταν τώρα πολύ εντονότερη. Ξαναπλησίασε το πτώμα και το ατένισε. “Το κεφάλι της είναι ίσιο”. “Το ίσιωσε”, είπα εγώ. “Ma το έγερνε πάντα”. “Ε, δεν το γέρνει πια”. “Αχ, μανούλα μου, τι αυστηρή που είσαι”, είπε η Νίκη στο πτώμα.
Αυστηρή. Ανάγλυφη. Αγαλματώδης. Επισήμως, απολύτως νεκρή.»
«…για ν’ αρχίσει να αποδέχεται την πραγματικότητα. Αν, όμως, η άρνηση της πραγματικότητας ήταν ό,τι τη συγκρατούσε από την ολοκληρωτική κατάρρευση;»
«…και μετά να με γυρίσεις το μέσα έξω πάνω στον πούτσο σου. Όπως βγάζει κανείς ένα γάντι.»
«…δεν ήθελε να κάνει τους ανθρώπους να υποφέρουν περισσότερο απ’ όσο ήθελε ο ίδιος να υποφέρουν – και σίγουρα δεν ήθελε να τους κάνει να υποφέρουν περισσότερο από το λίγο που έκανε τον ίδιο ευτυχισμένο.
Μπορεί να μην ήταν ευχάριστος, αλλά δεν ήταν ανέντιμος. Απ’ αυτή την άποψη, τουλάχιστον, ήταν σαν όλο τον κόσμο.»
«Απορροφήθηκε από μια μικρή ομάδα ταλαντούχων ηθοποιών που αναπαρίσταναν, με μια εμπνευσμένη μινιμαλιστική χορογραφία, τα τελευταία εξευτελιστικά στάδια του αγώνα για επιβίωση…»
«”Πώς έχει ένα μάτι;”, ρώτησε (σσ: σε σπαστά αγγλικά) η Ρόζα, λικνίζοντάς τον στην ποδιά της.
“La guerra”, είπε εκείνος.
“Κλαίει γυάλινο μάτι;”
“Στο είπα. Είναι πανάκριβο”.»
«Δεν ξέρω. Η αυτοκτονία είναι το μόνο πράγμα που δεν βαριέμαι. Το μόνο που αξίζει να σκέφτεται κανείς.» (σ.σ.: εδώ, αυτούσιος Καμύ!)
«Όπως του είπε σ’ εκείνη τη γλώσσα που μιλούσαν όλες τους και που έκανε τον Σάμπαθ να θέλει να τις αποκεφαλίσει, η Κάθι είχε “ενδυναμωθεί” με τη γνωριμία του.»
«Τι είναι ο Οθέλλος; Θεατρικό έργο είναι. Θεατρικό έργο, στο οποίο ένας Αφρικανο-βενετσιάνος στραγγαλίζει τη λευκή του γυναίκα. Δεν το ‘χεις ξανακούσει γιατί διαιωνίζει το στερεότυπο του βίαιου μαύρου άνδρα.»
« ”Πολλοί αυτόχειρες, καταθλιπτικοί άνθρωποι με ιδεασμούς ενοχής πιστεύουν ότι οι οικογένειές τους θα ’ναι καλύτερα χωρίς αυτούς”“Έτσι σκέφτεσαι κι εσύ, Μάντλιν;”
“Όχι. Σκέφτομαι ότι εγώ θα περνούσα καλύτερα χωρίς την οικογένειά μου.” »
«Η μορφωμένη μπουρζουαζία αρέσκεται να θαυμάζει εκείνους που ξεφεύγουν απ’ τα δεσμά της. Όταν έγραψε για μένα το «Nation» ότι είχα γυμνώσει ένα βυζί στη μέση του δρόμου, είχα αποτελέσει τον ευγενή άγριο της μπουρζουαζίας επί μία εβδομάδα.»
«…έξυπνο πρόσωπο, με ευγενικά σκούρα μάτια κι ένα πολύ καθωσπρέπει είδος φαλάκρας...»
« Η επιφάνεια κάποιου πράγματος που είχε να εκτεθεί καιρό – η ψυχή του Σάμπαθ; Η κρούστα της ψυχής του; - φωτιζόταν από ευτυχία….
….“Είναι εκεί!” Όλοι στο χώμα, εκεί –ναι, ζουν όλοι μαζί σαν οικογένεια αρουραίων των αγρών.
“Ναι”, είπε ο Κρόφορντ, ”αλλά εσύ θες ατομικό τάφο”…»
«…λες και δίνοντάς του τούτο το σαγόνι που καμπύλωνε, θυμίζοντας έντονα φτυάρι, ο Θεός είχε σημαδέψει εκ γενετής τον Κρόφορντ ως επιστάτη νεκροταφείου. Είχε ένα πρόσωπο που ισορροπούσε επικίνδυνα στο μεταίχμιο της εξέλιξης, ανάμεσα στο είδος μας και σ’ εκείνο που είχε προηγηθεί.»
«…Έτσι θα μύριζε το παραλήρημα, αν είχε οσμή – αν η οργή, η παρόρμηση, η όρεξη, ο ανταγωνισμός, το Εγώ… Ναι, αυτή η υπέροχη αποφορά της σαπίλας ήταν η οσμή όλων όσων συγκλίνουν για να συνθέσουν την ανθρώπινη ψυχή…»