«Άδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο. "Μόνον τα απαραίτητα", είπα. Κι ήταν αρκετά γι' αυτή τη ζωή - και για πολλές άλλες ακόμη. Βάλθηκα να τα καταγράφω ένα ένα». Γράφουμε για τα αγαπημένα μας βιβλία, για να βρούμε τι θα βάλουμε στον σάκο μας (και) αυτό το καλοκαίρι.
Κόκκινο*
«Ακριβώς την ημέρα που μπήκε στα οχτώ, η μικρή Μαντλέν Μπαρτελεμί άρπαξε την αρρώστια του φόβου».
Και κάπως έτσι απλά, σχεδόν απλά αν κάτσεις να το καλοσκεφτείς, ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, αυτός ο ίδιος που έγραψε Τα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα, που σου έδωσα να διαβάσεις πριν δύο χρόνια και μου το πέταξες στα μούτρα γιατί το θεώρησες γλυκανάλατο αν και είχες φτάσει μέχρι τη σελίδα 5 άμυαλο άτομο, σε βάζει στο επίκεντρο της φαντασίας του για να γνωρίσεις την τέλεια απόλαυση. Το πολύ, μα πάρα πολύ, γενικό θέμα είναι ένα παιδί, δύο στην αρχή (μιας και τα δίδυμα είναι πάντα πιο ενδιαφέροντα), το οποίο παίρνει την πρωτοβουλία να κάτσει για πάντα μέσα στον ανατομικό σάκο της μητέρας του Μαντλέν γιατί φοβάται τον κόσμο και τον θεωρεί ηλίθιο, όπως και τον πατέρα του (Πατέρα μην ακούς). Φαντάσου πως στην αρχή μπορούμε να μιλάμε για έμβρυο και μετά για αγέννητο αναπτυγμένο παιδί, μιας και αρχίζει να διανύει τα αναπτυξιακά στάδια του Piaget και τα ψυχοσεξουαλικά του Freud με ρυθμούς ρουτίνας (εσύ θα καταλάβεις τα ψυχοσεξουαλικά μιας και κάποιες πορνογραφικές λέξεις θα σε παραπέμψουν) και παίρνει όλες τις γνώσεις του κόσμου και όχι αυτές που του χρειάζονται, χρησιμοποιώντας τεχνολογίες και τον ανατομικό παράδεισο της μητέρας- μανούλας- Μαμάς του.
Αν κάτσεις και το αναλύσεις λιγάκι, αφού το διαβάσεις γιατί πρέπει και το θέλεις, θα δεις πως στην ουσία προβάλλονται διάφορα ζητήματα τα οποία ταλανίζουν, οριακά, την ψυχή των ανθρώπων, πολλές φορές σε ασυνείδητο επίπεδο. Ο Μπρυκνέρ ζωγραφίζει τους ανθρώπους όπως ακριβώς είναι με τις κακίες τους χωρίς γλυκανάλατες σαλτσούλες βάζοντας την ανάγκη τους για παντοδυναμία και έλεγχο, μέχρι και στο πέταγμα της πεταλούδας, και σοφία (πολλή σοφία, όμως). Πέρα από αυτό, όμως, τοποθετεί στο επίκεντρο το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα (ή οιδιπόδειο, τα βάζω και τα δύο γιατί έχω μεγάλη σύγκρουση για το πώς θα το γράψω) μιας και το αρσενικό θείο βρέφος θεωρεί ηλίθιο τον Πατέρα του που παρεμβαίνει στη σχέση του με τη Μάνα και δεν τους αφήνει και λίγο μόνους να τα πούνε. Αν καταλαβαίνεις, ελπίζω να το κάνεις, είναι ένα βιβλίο για τον Θεό (το παιδί δηλαδή, μην σε μπερδεύουν οι θρησκείες των άλλων) και τη Μαμά. Βέβαια, επειδή σου έταξα το οιδιπόδειο, μετά την αγάπη και τη λατρεία έρχεται και το βαθύ κόκκινο πάθος της εκδίκησης, μίας εκδίκησης που έχει ένα σκοπό και μόνο: το μίσος.
«Η χαρά της μετριάστηκε από ένα τηλεφώνημα του Λουί.
- Καλημέρα, χρυσούλι μου, τι κάνεις;
- Πολύ καλά, ευχαριστώ, θέλω να σου μιλήσω.
- Τι θες να μου πεις, χρυσούλι μου;
- Καταρχάς, πάψε να με αποκαλείς ¨χρυσούλι μου¨! Άσε αυτό το λεξιλόγιο για τις μοδιστρούλες και τις γλυκανάλατες κυράτσες. Έχω να σου ανακοινώσω ένα νέο που θα σε στεναχωρήσει.
- Τι συμβαίνει παιδάκι μου; Τσακώθηκες με την αδερφούλα σου;
- Μαμά, η Σελίν κι εγώ δεν τσακωνόμαστε ποτέ. Για λόγους αρχής. Θα ‘πρεπε να το ξέρεις αυτό. Θέλω μονάχα να σε ειδοποιήσω για κάτι: δεν θα γεννηθώ καθόλου.»
Το καταλαβαίνω απόλυτα πως περίμενες κάτι πιο βαθυστόχαστο και ψυχαναλυτικό από εμένα, ή κάτι άλλο με σελίδες από γιασεμί και νυχτολούλουδο, αλλά όχι αγαπημένε μου. Αυτό το βιβλίο, ήταν η μόνη μου συντροφιά στα τρένα κατά τη διάρκεια μιας απάνθρωπης εξεταστικής με απάνθρωπους καυτούς ήλιους και ανέμους. Σκέψου μόνο πως πήγαινα από την Κάντζα στο αναγνωστήριο στις 9 το πρωί, γνωρίζοντας ότι θα κάτσω εκεί για τις υπόλοιπες 12 τουλάχιστον ώρες και μειδίαζα σαρκαστικά ή κοκκίνιζα προσπαθώντας να κρύψω και να καταπιέσω το νευρικό μου γέλιο από τους περίεργους συνεπιβάτες μου που, χωρίς να με ρωτήσουν, κάρφωναν τα μάτια τους πάνω μου. Πέρα, όμως, από την πολύτιμη παρέα του το Βρέφος με υποχρέωσε ασυνείδητα να αγαπήσω (όχι να ερωτευτώ, μιας και ο έρωτας εξανεμίζεται στον χρόνο πάνω) τις κοινωνικές μου διαταραχές σε σημείο να σκεφτώ πως δεν πειράζει που μισώ και φοβάμαι τους ανθρώπους μιας και βαθιά μέσα μου τους λατρεύω και θέλω να τους αγγίζω και να μου ψιθυρίζουν τις πιο ανούσιες ιστορίες τους.
*εκδικητικό, ερωτεύσιμο και του μίσους.