Βιβλίο

Βιβλιοπαρουσίαση: Daniel Mothé, Το ημερολόγιο ενός εργάτη της Renault

Αυτή η παρουσίαση ενδέχεται να έρχεται σε λίγο αναπάντεχη ή και «άκυρη» χρονική στιγμή, καθώς το βιβλίο για το οποίο θα κάνουμε λόγο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κινούμενοι Τόποι τον Ιούνιο του 2015. Δεν γνώριζα όμως την ύπαρξή του μέχρι που έπεσα πάνω του στο Φεστιβάλ ελευθεριακού βιβλίου, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20, 21 και 22 Ιουνίου. Από εκεί προμηθεύτηκα Το ημερολόγιο ενός εργάτη του Ντανιέλ Μοτέ σε μετάφραση της Φωτεινής Τσαλούχου και, καθώς με εντυπωσίασε τόσο, που το διάβασα απνευστί, σκέφτηκα ότι αξίζει τον κόπο να το παρουσιάσω στο Kaboom, έστω και καθυστερημένα.

Γνώριζα τον Nτανιέλ Μοτέ (ψευδώνυμο του Ζακ Γκοτρά) ως μέλος της επιθεώρησης Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, απ’ όπου ξεκίνησαν τη διανοητική τους πορεία ο Καστοριάδης και ο Λεφόρ. Γνώριζα επίσης ότι οι περισσότερο «φιλοσοφούντες» σύντροφοί του (π.χ. οι δύο προαναφερθέντες ή ο Λιοτάρ) τον θεωρούσαν πολύ σημαντικό μέλος της ομάδας τους, καθώς ο Μοτέ δούλευε στο εργοστάσιο της Ρενώ στην Μπιγιανκούρ και κατά συνέπεια αντιμετωπιζόταν ως ο σύνδεσμος της επιθεώρησης με την τόσο πολύτιμη για τα μέλη της εργατική τάξη. Δεν είχα έρθει, όμως, σε επαφή με τα κείμενά του. Διαβάζοντας ορισμένα από αυτά (το βιβλίο αποτελείται από άρθρα που δημοσίευσε ο Μοτέ στο Σ ή Β την περίοδο 1956-1958), κατάλαβα πολύ καλά τις αιτίες του θαυμασμού των συνοδοιπόρων του εκείνης της εποχής: διαθέτοντας εμφανές συγγραφικό ταλέντο και χιούμορ, ο Μοτέ μάς μεταφέρει μέσα στο εργοστάσιο, από τη σκοπιά του προλετάριου, καταφέρνοντας να είναι συγχρόνως σαφής, κατανοητός, αλλά και οξυδερκής και βαθιά κριτικός. Αναδεικνύει έτσι πολλά και σημαντικά στοιχεία που σχετίζονται με τη βιομηχανική παραγωγή, το εργατικό κίνημα και τους τρόπους οργάνωσής του, από τα οποία εδώ θα σταθώ μόνο σε τρία, που μου φάνηκαν τα πλέον κομβικά.

  1. Πρώτα απ’ όλα, ο συγγραφέας υπογραμμίζει σε όλους τους τόνους ότι η εμμονική προσπάθεια της διοίκησης για ολοένα και πιο εκτεταμένο καταμερισμό της εργασίας, για εξειδίκευση, για κατακερματισμένη διευθέτηση κατακερματισμένων υποθέσεων, ή, για να το πούμε με μια φράση, η προσπάθειά της για εξορθολογισμό της παραγωγής, καταλήγει να είναι ανορθολογική, και μάλιστα ανορθολογική ως προς τους ίδιους τους σκοπούς της διοίκησης. Αυτό οφείλεται στο ότι η ανθρώπινη εργασία περιέχει πάντα ένα «καθαρά διανοητικό στοιχείο» ερμηνείας του στόχου της, όσο μερικός και αν είναι αυτός, αλλά και μια διαδικασία εξατομίκευσης της μεθόδου με την οποία αυτός ο στόχος θα επιτευχθεί: οι εργάτες, μέσα από την πρακτική, ανακαλύπτουν και δημιουργούν διάφορα «κόλπα της δουλειάς», λειτουργίες δηλαδή και τεχνάσματα που δεν μπορούν να τυποποιηθούν και να ενσωματωθούν στις οδηγίες της διοίκησης με τη μορφή αλγορίθμου – ιδίως από τη στιγμή που μιλάμε για μια διοίκηση αποκομμένη από την πραγματικότητα της παραγωγής.
    Επιπρόσθετα, αυτή η κατάσταση ανορθολογισμού επιτείνεται από το γεγονός ότι, για να μεταφερθούν αυτές οι πρακτικές επιδεξιότητες από τους πιο έμπειρους και δεξιοτέχνες εργάτες προς τους υπολοίπους, απαιτείται οι εργαζόμενοι να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους, διαμορφώνοντας μια μικρή κοινότητα. Όμως, η διοίκηση κάνει τα πάντα προκειμένου να αποτρέψει τους εργάτες από το να έρχονται σε επαφή: «Στο συνεργείο, όλα είναι οργανωμένα κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο εργάτης να έχει την ελάχιστη δυνατή επαφή με τους συναδέλφους του» (σ. 18).
    Θα λέγαμε ότι αυτή η ιδέα, σύμφωνα με την οποία ο τεϊλορικού τύπου ακραίος κατακερματισμός της εργασίας και η έμφαση στην εργαλειακή ορθολογικότητα –η οποία μάλιστα επιβάλλεται «από τα πάνω» μέσω μετρήσεων, ποσοτικοποιημένων αναλύσεων και οργανογραμμάτων– καταλήγουν στην ανορθολογικότητα, διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο. Αξίζει να θυμηθεί κανείς εδώ τα κείμενα στα οποία ο Καστοριάδης, την ίδια περίπου περίοδο, υπογραμμίζει τη σημασία της λεγόμενης «απεργίας ζήλου». Σύμφωνα με αυτή την πρακτική, οι εργάτες δουλεύουν, αλλά το κάνουν εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις οδηγίες των διευθυντών, με αποτέλεσμα το εργοστάσιο να καταρρέει! Στον αντίποδα αυτού του παραλογισμού, που πηγάζει από τους διευθυντές και τους ειδικούς, ο Μοτέ σημειώνει ότι «οι ιδέες του 80% των εργατών είναι η ίδια η λογική» (σ. 105), ακριβώς επειδή αυτοί αντιμετωπίζουν και επιλύουν στην πράξη τα προβλήματα της εργασίας τους.
  2. Το δεύτερο βασικό σημείο σχετίζεται στενά με το πρώτο.
    Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν δηλαδή η απομακρυσμένη από την παραγωγή διοίκηση δίνει παράλογες οδηγίες, πώς λειτουργεί και παράγει το εργοστάσιο; Η απάντηση του Μοτέ έχει μεγάλη σημασία. Υποστηρίζει ότι, προκειμένου να μπορούν να δουλέψουν, οι εργάτες σχηματίζουν άτυπες ομάδες, που μέσω μιας επινοητικότητας, μιας συλλογικής ηθικής και μιας σειράς «μυστικών διευθετήσεων», μέσω στοιχείων, δηλαδή, που αντιτίθενται πλήρως σε αυτά που επιθυμεί και προωθεί η διοίκηση, καταφέρνουν να φέρουν σε πέρας την εργασία τους. Μπορεί κανείς να εντοπίσει εδώ δύο πολύ σημαντικά στοιχεία: Πρώτον, την έμφαση στη συγκεκριμένη ταξική πάλη, στην εμπειρικά διαπιστωμένη πάλη που διεξάγεται καθημερινά στο εργοστάσιο, μέσα στην πραγματικότητα της παραγωγής, και όχι σε μια κάποια αφηρημένη πάλη των τάξεων, που καθίσταται νόμος και μοχλός της ιστορικής κίνησης («Η ταξική πάλη δεν αποτελεί ιδέα του Μαρξ[1] ή κάποιο απλό προπαγανδιστικό σύνθημα, η ταξική πάλη υπάρχει», σ. 28). Δεύτερον, την έμφαση στον σχεσιακό και συλλογικό χαρακτήρα της άτυπης οργάνωσης των προλετάριων εντός της πραγματικότητας της παραγωγής. Η εργατική τάξη δεν παρουσιάζεται στο βιβλίο του Μοτέ ως φέρουσα κάποιο οντολογικό προνόμιο, με το οποίο την προίκισε η Ιστορία. Είναι οι συνθήκες της εργασίας μέσα στο μεγάλο εργοστάσιο που την ωθούν άτυπα, μυστικά και ενδεχομένως ημι-ασυνείδητα να αυτο-οργανωθεί ενάντια στους παραλογισμούς και την καταπίεση της διοίκησης.
  3. Τέλος, αξιοσημείωτο μού φάνηκε το γεγονός ότι η κριτική του Μοτέ στρέφεται όχι μόνο κατά της γραφειοκρατίας της διοίκησης, αλλά και κατά της γραφειοκρατίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, που τείνουν να αντιμετωπίσουν τους εργάτες, τους οποίους υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν, ως εργαλεία για τις δικές τους κομματικές επιδιώξεις. Γι’ αυτό άλλωστε και τα ανώτερα μέλη τους είναι πάντα σκεπτικά, αν όχι εχθρικά, προς κάθε αυτο-οργανωμένη πρωτοβουλία των εργατών. Σχετικά με την απάτη της αντιπροσώπευσης των επιθυμιών και των αιτημάτων των εργατών από τα συνδικάτα, χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα της σελίδας 117, που εντοπίζει το πρόβλημα όχι στην προσωπική κακία ή ανικανότητα επιμέρους ατόμων, αλλά στη γραφειοκρατική δομή των συνδικαλιστικών οργανώσεων και στη σύνδεσή τους με τα κόμματα: «Για έναν αγωνιστή [που δρα ως συνδικαλιστικός υπεύθυνος] το να ομολογεί στους επικεφαλής του ότι οι εργάτες με τους οποίους δουλεύει δεν συμμερίζονται τις απόψεις του ισοδυναμεί με ομολογία αδυναμίας, με απόδειξη ότι δεν είναι καλός αγωνιστής και πως “δεν το ‘χει”. Ο συνδικαλιστικός λοιπόν υπεύθυνος, προκειμένου να κερδίσει την εκτίμηση των ηγετών του, έχει την τάση να διαστρεβλώνει τα γεγονότα. Για τους ακριβώς αντίθετους λόγους επίσης, έχει την τάση να ψεύδεται απέναντι στους συναδέλφους του και να προσπαθεί να τους πείσει ότι η συνδικαλιστική οργάνωση συμφωνεί με αυτό που σκέφτονται.»

Με βάση όλα αυτά, νομίζω ότι προκύπτει αβίαστα και η σύνδεση όσων γράφει ο Μοτέ με το πρόταγμα της αυτοδιαχείρισης, που υπερασπίζεται η ομάδα Σ ή Β, ή τουλάχιστον ο Καστοριάδης, που συνέτασσε πολλά από τα κείμενα της επιθεώρησης. Σε αντίθεση με τον Elton Mayo, που ανέλυσε σε έναν βαθμό ικανοποιητικά τα προβλήματα του βιομηχανικού πολιτισμού, αλλά πίστευε ότι αυτά μπορούν να λυθούν αν η διοίκηση έρθει πιο κοντά  στους εργάτες, οι ριζοσπάστες του Σ ή Β προτείνουν το σπάσιμο της διάκρισης διευθυντής/εκτελεστής, στην οποία οφείλονται τόσο οι εξωφρενικές ιδέες της διοίκησης όσο και η εκμετάλλευση που υφίστανται οι εργάτες. Ίσως γι’ αυτό και ο Μοτέ, ενδεχομένως με μια δόση παραπόνου (;), γράφει σε μια πολύ μεταγενέστερη επιστολή προς τον παλιό του σύντροφο Κορνήλιο Καστοριάδη, το εξής: «Προσωπικά, είχα την αίσθηση ότι αξιολογούσες τη δράση μου ανάλογα με το πόσο κοντά βρισκόταν σε όσα υποστήριζες στα κείμενά σου» (Παρατίθεται από τον Φ. Ντος στο Καστοριάδης. Μια ζωή, σ. 601).

Έχοντας πει αυτά, θα αποτελούσε παράλειψη να κλείσει αυτή η παρουσίαση χωρίς μια σύντομη, έστω, αναφορά στο μεστό και κατατοπιστικό επίμετρο του Ιάσονα Βελλή, ο οποίος, εκτός από το να εντοπίζει και να σχολιάζει διάφορα σημαντικά σημεία του κειμένου, εντάσσει το βιβλίο του Μοτέ στο γενικότερο κλίμα της εποχής που γράφτηκε, προσφέροντάς μας πολύτιμες πληροφορίες. Λόγου χάρη, αναφέρεται στη σημαντική επίδραση που άσκησε στον συγγραφέα το πρότυπο κείμενο του Paul Romano Ο Αμερικανός εργάτης, η ζωή στο εργοστάσιο, το οποίο επίσης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κινούμενοι Τόποι. Εκεί, ο Romano πραγματεύεται επίσης την ιδέα των άτυπων ομάδων συνεργασίας των εργατών, μια ιδέα που, όπως είδαμε, καταλαμβάνει κεντρική θέση στα κείμενα του Μοτέ που περιλαμβάνονται στο Ημερολόγιο και ιδίως στο πρώτο κατά σειρά, που τιτλοφορείται «Το μηχανουργείο της Renault».

Συμπερασματικά, η ανάγνωση του βιβλίου του Ντανιέλ Μοτέ[2] κρίνεται ως πολύ σημαντική, τόσο για ιστορικούς, όσο και για πολιτικούς λόγους. Σε μια εποχή που γίνεται κατάχρηση των –οντολογικά νοούμενων και πλήρως ιδεολογικά πλέον διαμορφωμένων– εννοιών «προλεταριάτο» και «εργατική τάξη», με αποτέλεσμα αυτές να γίνονται λέξεις-πασπαρτού και να χρησιμοποιούνται στην ανάλυση προφανώς άσχετων περιπτώσεων και συνθηκών, το Ημερολόγιο μάς θυμίζει ποιο ήταν το δυνάμει επαναστατικό στοιχείο των εργατών της Ρενώ: όχι κάποιο δώρο ή προνόμιο που τους προσέφερε πίσω από την πλάτη τους η ιστορία, αλλά οι άτυπες κοινωνικές σχέσεις που ανέπτυσσαν, η συλλογική τους ηθική και οι –περιορισμένες και δύσκολες πάντα– προσπάθειές τους για αυτο-οργάνωση.

 

Σημειώσεις

[1] Ας σημειωθεί ότι στοιχεία της σχεσιακής και συγκεκριμένης θεματοποίησης του προλεταριάτου απαντούν σαφώς και στον Μαρξ, συνυπάρχοντας με στοιχεία αφηρημένης και οντολογικής θεματοποίησης. Τα μέλη του Σ ή Β επιχειρούσαν ακριβώς να τονίσουν τα πρώτα, σε αντίθεση με άλλους μαρξιστικοὐς κύκλους που υπογράμμιζαν τα δεύτερα. Έτσι θα πρέπει να εννοηθεί μάλλον και η συγκεκριμένη φράση του Μοτέ. Η ταξική πάλη δεν είναι μια ιδέα που δημιούργησε αυθαίρετα ο Μαρξ, αλλά μια περιγραφή από εκείνον μιας υπαρκτής κατάστασης.

[2] Αλλά και γενικότερα των κειμένων του. Παραδείγματος χάρη, στο δέκατο τεύχος του Προτάγματος, που μόλις κυκλοφόρησε, υπάρχει ένα κείμενό του για την ιστορία του ελεύθερου χρόνου.

 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Κτενάς