Ανάλυση

Ξαναδιαβάζοντας την ελληνική ιστορία #01: Μια εισαγωγή

Πρόσφατα έτυχε να πέσει στα χέρια μου το βιβλίο Ιστορίας Γενικής Παιδείας της Γ' Λυκείου που καταπιάνεται (και) με όλη την σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ξεκινώντας από τον 19ο αιώνα φτάνει και καταλήγει στην Μεταπολίτευση, διανύοντας χρονικά ούτε λίγο ούτε πολύ δύο ολόκληρους αιώνες του ελληνικού έθνους.

Παρατηρώντας τον τρόπο που το βιβλίο αυτό γράφει την Ιστορία βεβαιώθηκα για μια άλλη φορά πως αυτή είναι κατά κανόνα μια εθνική επιστήμη. Ένα πεδίο γνώσης που, στην πιο σύγχρονη εκδοχή του, δημιουργήθηκε και χρησιμοποιείται εργαλειακά ώστε να κατασταλάξει η εθνική συνείδηση και περηφάνια στους ακροατές της -θυσιάζοντας στον βωμό της λειτουργίας της αυτής την πραγματική ιστορική γνώση και μνήμη. Μια επιστήμη που εδραιώνει και συντηρεί τους μύθους των ντόπιων που τους θέλουν διαρκώς θύματα και μετά ήρωες, μια επιστήμη που συνειδητά κρύβει όλα τα σκατά που έχει κάνει αυτός ο τόπος.

Αποφάσισα λοιπόν, μέσα από ένα αφιέρωμα τεσσάρων κειμένων συν αυτό εδώ, να καταπιαστώ με τα κυριότερα σημεία που για μένα φέρνουν στο φως τα σκοτεινότερα μυστικά της ελληνικής ιστορίας: Τα εγκλήματα πολέμου των ελλήνων στην επανάσταση του '21, τί έγινε στην Θεσσαλονίκη και την Φεντερασίον το 1912, την κατάσταση της ελλάδας και την καταγραφή των σχέσεων που αναπτύχθηκαν με τους ναζί κατά την διάρκεια του Β' Π. Π., καθώς και με τον εμφύλιο πόλεμο.

Πριν ξεκινήσω όμως το αφιέρωμα, χρειάζονται μερικά εισαγωγικά λόγια για το πως αντιλαμβάνομαι την ίδια έννοια του έθνους -ιδιαίτερα του ελληνικού- και πως την ιστορία των προσώπων και των θεσμών του, την εθνογραφία του.

Ψηλαφίζοντας το εθνικό σώμα
Κοιτάζοντας από και προς το έθνος, ανιχνεύουμε ένα χώρο που οριοθετεί διαρκώς τα σύνορά του, όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά εξίσου με βάση το τί μπορεί να νοηθεί, να ειπωθεί και να βιωθεί εντός αυτού, μέσω μιας ποιητικής περί οικείων και ξένων σωμάτων. Έναν χώρο που πρωτίστως φροντίζει να καθορίσει τα «μη» του, τις άκρες του, να προτάξει αυστηρά την διαφορά του και την ανωτερότητα του σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη κουλτούρα συναντήσει. Να διαλέξει τα σώματα που μπορούν να ανήκουν σε αυτό, και ύστερα να τα πειθαρχήσει στην εικονοποιία του, να οργανώσει τον εαυτό και τις μεταβλητές του κάθε μέλους του με βάση συγκεκριμένες κατασκευασμένες επιθυμίες και βιοπολιτικές προσταγές.

Γιατί το έθνος για να προσδιορίσει όλα εκείνα τα σημεία κανονικότητας που συμπυκνώνουν και ομογενοποιούν τον λαό του, οφείλει να ξεκινήσει κατασκευάζοντας τον ξένο ως Άλλο. Να σταχυολογήσει και να στιγματίσει τις ετερότητές του, να θεμελιώσει τελετουργικά μέσα στον χρόνο την διαφορά του με αυτές υποβαθμίζοντας τες, και εκκινώντας από αυτό το σημείο ανά τακτά χρονικά διαστήματα να φροντίσει να τις κυνηγήσει, να τις διαπομπεύσει και να τις εξοντώσει. Με άλλα λόγια να υπενθυμίσει τι ΔΕΝ είναι ένα έθνος.

Πρόκειται για “μια συναρμολόγηση πρακτικών λόγου, θεσμικών συμβάσεων και φαντασιακών επενδύσεων που καθιστούν τη διαχείριση της ζωής αντικείμενο συστηματικού πολιτικού ελέγχου. Ως εξατομίκευση της καθολικότητας του κανονικού, η «εξουσία επί της ζωής» λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως «βιοπολιτική της ετερότητας», σύμφωνα με την οποία ανοίκειες και αποξενωμένες εκφορές σωματικότητας μετατρέπονται σε «γυμνή ζωή». Ως σώμα που απογυμνώνεται από κάθε περιεχόμενο πολιτικής υποκειμενικότητας, το υποκείμενο της βιοπολιτικής βρίσκεται στη δικαιοδοσία μιας εξουσίας που το συγκροτεί και ταυτόχρονα το εξαλείφει ως τέτοιο” [1].

Μιλάμε έτσι, για την στιγμή όπου η εθνική ταυτότητα ανακαλύπτει όντως την ουσία και το νόημα της. Η στιγμή που το υποκείμενο ενός έθνους ανυψώνεται ποιοτικά μέσα από τις σχέσεις διαφοράς και τις εξουσίες που κατακτά πάνω σε οποιαδήποτε πολιτισμική, θρησκευτική, φυλετική και σεξουαλική διαφορετικότητα. Η στιγμή που το έθνος, μέσα από τους διαχρονικούς αποκλεισμούς που χτίζει και τα μίση που δημιουργεί, κατακτά ένα δικό του χώρο ώστε να μοιράσει τα οφέλη που πηγάζουν από αυτό στον λαό του -ανισομερώς μεν, αλλά μακριά από το άγχος ότι θα πάρουν κάποιο κομμάτι της πίτας οι ξένοι. Γιατί η εθνική ταυτότητα δεν τοποθετείται απλά στην τάξη μιας “ψευδούς συνείδησης”. Δεν γίνεται αντιληπτή απλά ως μια ιδεολογική κατασκευή που δημιουργεί ψεύτικες συνειδήσεις και νοήματα. Η συνθήκη του “ανήκειν” σε ένα έθνος καταμετράται σαν ένα προνόμιο, προσμετρώντας σε αυτήν πέρα από τους μύθους που συντηρεί, τις υλικές και συμβολικές απολαύσεις που αντλεί όποιος απαριθμείται εντός της.

Μιλάμε τελικά για την στιγμή που το υποκείμενο εντός του έθνους σκέφτεται και επεξεργάζεται το συμφέρον του, όχι μόνο σε ατομικό, αλλά σε εθνικό επίπεδο. Τότε που η πατρίδα, ψάχνοντας και φροντίζοντας το “καλό” της, οχυρώνεται πίσω από τους ρατσισμούς της, μικρούς και μεγάλους, οι οποίοι αποκτούν μια διαταξική απεύθυνση και δύναμη. Δεν είναι τυχαίο ότι “στις πατριωτικές εξάρσεις εμφανίζεται μια συλλογική επιθυμία οικειοποίησης του έθνους για ευχαρίστηση, για την απόλαυση του συνανήκειν και της δυνατότητας δημόσιας παρουσίασης του εαυτού κάτω από μια αξιοσέβαστη στέγη” [2].

Φυσικά, για να τα πετύχει όλα αυτά το έθνος, πρέπει να προσέξει τις ευθύνες και τις δράσεις του, τόσο σε μακροφυσικό επίπεδο, με το κράτος και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του, όσο και σε μικροφυσικό επίπεδο με τους αγανακτισμένους πολίτες του:

Το κράτος και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί, τα Μ.Μ.Ε., τα σχολεία και οι ακαδημαϊκοί, ο στρατός, τα πολιτικά κόμματα και οι γραμμές της κυβερνητικότητάς τους, είναι οι θεσμοί που είναι επιφορτισμένοι να παράγουν και να ανα-παράγουν επίσημα τα καθεστώτα αληθείας, τις εθνικά ορθές εικόνες του πληθυσμού. Οι μηχανισμοί αυτοί παρατηρούμαι ότι διακρίνονται για την ρευστότητα τους, για την ικανότητά τους να ενσωματώνουν όποιον επικίνδυνο λόγο ή κατάσταση υπάρχει γύρω από αυτούς και τους σκοπούς τους και να βρίσκουν διεξόδους να τον καταστήσουν ακίνδυνο, μη βλαβερό για την λειτουργία τους, να δημιουργούν συνεχώς καινούργιες, προσαρμοσμένες ανάλογα με την συγκυρία, κανονικότητες. Και φυσικά να αποκρύπτουν τα λάθη και τα εγκλήματά τους. Αν το έθνος λοιπόν κατασκευάζει σύνορα και όρια, τότε το κράτος είναι η απόδειξη ότι “τα εγκατεστημένα όρια τείνουν να νομιμοποιούν τις ίδιες τους τις αυθαιρεσίες” [3].

Για παράδειγμα, ας κοιτάξουμε την αντίδραση των μέσων ενημέρωσης και των ελλήνων/-ίδων δημοσιογράφων για το ναυάγιο της Λαμπεντούζα. Οι ίδιοι άνθρωποι που πριν μερικά χρόνια σφύριζαν αδιάφορα για τα ρατσιστικά εγκλήματα στον ελλαδικό χώρο, κάναν πως δε ξέραν για τα push backs που επιχειρεί το λιμενικό σώμα και έπαιρναν συνεντεύξεις από χρυσαυγίτες, είναι οι ίδιοι/-ες που τώρα κλαίνε για τον πνιγμό τόσων μεταναστών. Η επιτέλεση τους όμως, τους ίδιους σκοπούς είχε και τότε, τους ίδιους έχει και τώρα. Μόνο που αυτή τη φορά είναι λιγότερο φανερή: τότε οι μετανάστες αντιμετώπιζαν από αυτούς/-ές μια απροκάλυπτη ρητορική μίσους, τώρα ο λόγος τους, ενδεδυμένος με τον μανδύα του ανθρωπισμού, περιστρέφεται γύρω από την μη-αξία των μεταναστών που λογίζονται ως “υποανάπτυκτοι κακομοίρηδες”, ενοχοποιώντας μάλιστα για το δυστύχημα τους μόνο τους “δουλεμπόρους” όπως τους ονομάσανε, τους βιβλικούς κακούς που αναλαμβάνουν να τους αποφορτίσουν από τις δικές τους ευθύνες. Και στις δύο περιπτώσεις οι μετανάστες περικλείονται μέσω του αποκλεισμού τους, ως σωματικές υπάρξεις “κατώτερες” και απαλλαγμένες από κάθε είδους δικαιώματα και διεκδικήσεις, ως σώματα που απεδαφικοποιούνται διαρκώς. Σώματα που καμιά γη και κανένα έδαφος δε μπορεί να τα φιλοξενήσει άμα “δε χωράνε άλλοι από δαύτους” να χτίσουν τα εξοχικά των ντόπιων.

Άρα λοιπόν έτσι προκύπτει ότι οι αγανακτισμένοι πολίτες του έθνους είναι απλά πειθήνια πιόνια σε αυτό το πλέγμα εξουσιών;

Ή, λέω μήπως, αντίθετα είναι παίκτες σε αυτό το παιχνίδι, μήπως συμμετέχουν ενεργά και αλληλεπιδρούν δίνοντας ένα θετικό πρόσημο σε αυτές τις εξουσίες, συμβάλλοντας και αυτοί στην δημιουργία μιας συγκεκριμένης οικονομίας επιθυμιών, ηδονών, σωματικών τεχνολογιών και εμπειριών που μπορούν να υπάρξουν;

Ας μη γελιόμαστε, επικεντρώνοντας στην ελλάδα, όταν αντιμετωπίζουμε την ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζουμε μια κοινωνία ρατσιστών. Μια κοινωνία που οι κάθε είδους ρατσισμοί διαπλέκονται, αλληλό-υποστηρίζονται και εκφράζονται μέσα από το συλλογικό φαντασιακό, τα ήθη, τα έθιμα, τις συνήθειες, την γλώσσα και την κουλτούρα αυτού του τόπου. Μια κοινωνία “η οποία ψάχνει απεγνωσμένα να βρει κάποια σταθερά σημεία και, αντί να τα αναζητά αλλού -στο πώς συσχετιζόμαστε η μία με την άλλη, ο ένας με τον άλλο, για παράδειγμα, ή στο πώς δεχόμαστε να μας κυβερνούν, και πώς όχι- αναζητά αποκούμπι σταθερότητας μέσα από την άρρητη αποδοχή ενός μύθου περί της ύπαρξης κάποιας οργανικής σύνδεσης ανάμεσα στην φύση και την ταυτότητα, του σώματος και της συνείδησης, της εξουσίας, εντέλει, και του δικαίου” [4]. Είναι μια κοινωνία που ψάχνει να διαιωνίζεται “ομαλώς” μακριά από καταστάσεις που ενδέχεται να την αποσταθεροποιήσουν. Πόσο τυχαία είναι άραγε η φοβία για το λεγόμενο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας και ο τρόπος που συνδέθηκε με την αφήγηση που θέλει την ελληνίδα γυναίκα να ολοκληρώνεται σαν υποκείμενο μόνο όταν γίνει μάνα;

Ο ρόλος της Ιστορίας
Κάπου εδώ λοιπόν φτάνουμε στο γιατί η Ιστορία έχει τόση σημασία. Η Ιστορία, αν διαβαστεί σωστά και ριζοσπαστικά, είναι μια πηγή που μπορεί κανείς/-μια να αντλήσει πολλά στοιχεία για το πως εξελίχθηκαν και ρίζωσαν όλα αυτά που συζητάμε παραπάνω, τόσο στην συνέχεια όσο και στις ρήξεις της. Ο Marc Auge, στο βιβλίο του “Oblivion”, ισχυρίστηκε ότι για να μείνουμε ζωντανοί και εντός του παρόντος πρέπει να μάθουμε να ξεχνάμε. Εγώ εδώ θέλω να ισχυριστώ το ανάποδο: ότι για να αποκτήσουμε άμυνες στην σημερινή πραγματικότητα πρέπει να θυμόμαστε, να μην ξεχνάμε τίποτα.

Κόντρα λοιπόν στην ιστορική λήθη, οφείλουμε να μελετήσουμε κάθε λεπτομέρεια των καταγραφών για την ελλάδα, να προσπαθήσουμε να αφουγκραστούμε τα βιώματα και τις σιωπές των θυμάτων της και να κοιτάξουμε στα μάτια τα εγκλήματά της. Για να γίνει αυτό υπάρχει μια απαραίτητη προϋπόθεση. Αυτό που για πολλούς θεωρείται πρόβλημα για την ανάγνωση της Ιστορίας, ο κοινωνιοκεντρισμός στην προσέγγιση της, να γίνει συστατικό στοιχείο για την αντίληψη της.

Προφανώς και είναι απαραίτητο όσο γίνεται να αποκοπούμε από την κοινωνία και την εποχή μας καθώς μελετάμε την ιστορία, να προσπαθήσουμε να απεικονίσουμε τον εαυτό μας στις συνθήκες του τότε. Από την άλλη όμως πρέπει και να θυμόμαστε ότι -θέλουμε, δε θέλουμε- ζούμε στο τώρα, άρα μπορούμε και πρέπει να την εξετάσουμε μόνο υπό τα προτάγματα που έχει διαμορφώσει ο καθένας/-μία εντός της κοινωνίας του. Προσωπικά λοιπόν μου αρέσει να μιλάω για αυτήν χωρίς να σκέφτομαι διαχρονικές αρχές και προτεραιότητες που την διέπουν (λ.χ. ο ταξικός ανταγωνισμός κ.τ.λ.π.). Αντίθετα, η ιστορία κινείται μέσω μιας σειράς παραγόντων και της διαπλοκής τους, πολλές φορές οι συνέπειές τους μάλιστα εκφράζονται ανορθολογικά.

Για μια αντι-ιστορία
Η δική μου σκέψη είναι ότι ο κυρίαρχος ιστορικός λόγος είναι κατασκευασμένος και διαδομένος με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Έτσι, στόχος μου σε αυτό το αφιέρωμα, εξετάζοντας τον από μια διαφορετική σκοπιά, είναι ο εξής μοναδικός: να αναγνωρίσω -και έτσι να αναστοχαστώ- τον τρόπο που διαμορφώνονται ιστορικά οι “ομαλές” συμπεριφορές μέσα στο έθνος και το πόσο εγκληματικές αυτές έχουν υπάρξει. Να αναγνωρίσω τις τροπικότητες που διαρθρώνεται η ελληνική εμπειρία σήμερα και ο καθημερινός φασισμός της: “ο φασισμός μέσα σε όλους μας, μέσα στα κεφάλια μας και στην καθημερινή μας συμπεριφορά, ο φασισμός που μας προκαλεί και μας κάνει να αγαπάμε την εξουσία, να επιθυμούμε ακριβώς αυτό το πράγμα που μας κυριαρχεί και μας εκμεταλλεύεται” [5].

Θέλω, με δυο λόγια, να γράψω το πως τα άτομα υποκειμενοποιούνται μέσω αυτής και των ρατσιστικών μύθων της. Μύθους μάλιστα που επενδύουν το μίσος τους στην ίδια την ύπαρξη του ξένου, στο ίδιο το Είναι του, χωρίς να αφήνουν έτσι περιθώρια φυγής. Γιατί περήφανος ρατσιστής δε γεννιέσαι, γίνεσαι.


[1] Αθηνά Αθανασίου, απόσπασμα από την εργασία της στο Διεθνές Συμπόσιο «Αναθεωρήσεις του Πολιτικού: Ανθρωπολογική και Ιστορική Έρευνα στην Ελληνική Κοινωνία», με τίτλο “Το εθνικό σώμα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης: Η πολιτική της ζωής και τα όρια του πολιτικού”. Μυτιλήνη, 8-11 Νοεμβρίου 2007.

[2] Ek-fyles, απόσπασμα από το “Έθνος, ο τόπος των ανδρών και των μανάδων τους” στο μπλόγκ τους, 14 Ιουλίου 2008.

[3] Pierre Bourdieu, ελεύθερη μετάφραση του “Every established order tends to produce (to very different degrees with different means) the naturalization of its own arbitrariness”, στο συλλογικό έργο “A reader in contemporary social theory”, στο κεφάλαιο “Structures, habitus, power”, σελ 159.

[4] Αλεξάνδρα Χαλκιά, απόσπασμα από ομιλία της, ΕΣΗΕΑ, 20 Νοεμβρίου 2010, την Παγκόσμια Ημέρα Μνήμης Διεμφυλικών.

[5] Μισέλ Φουκώ, από τον πρόλογο του για το βιβλίο "Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: ο Αντι-οιδίπους" των Ζιλ Ντελέζ, Φελιξ Γκουατταρί.

 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Lewnidas V.