Κινηματογράφος

Ξέρετε τι παιδιά κάνουν οι Στάλκερ;

[*ατάκα απ’ την ομώνυμη ταινία, του Αντρέι Ταρκόφσκι]

Μερικές πιο «γήινες» ερωταπαντήσεις δεν θα έβλαπταν, για αρχή:

- Πείτε καμιά καλή ταινία που (ξανά)δατε, πρόσφατα…

- Τους «Απέναντι» και τα «Χρώματα της Ίριδας», στο Τριανόν.

- Καμιά μεγάλη ταινία;

- To «Sicario», του Denis Villeneuve.

- Κάνα ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ;

- Το «Marienbad» (Resnais). Και τον «Αντρέι Ρουμπλιόφ».

Το καλοκαίρι, στο Άστυ.

 

Ε, λοιπόν, μία ΚΑΚΗ ταινία είναι το «Στάλκερ»! Του ιδίου…

Το «Στάλκερ» ήταν μοιραίο ν’ αποτύχει,  έχοντας παραβεί την (ιερότερη) αρχή της δραματουργίας: «Δρώντων και ου δι’ απαγγελίας».

Στο ίδιο ατόπημα υποπίπτει και ο Wenders, στο τέλος της ταινίας του, «Paris-Texas». Μ’ ένα μακρόσυρτο, expositional μελό της κακιάς ώρας  [σσ: Εδώ ο γνωστός σκηνοθέτης Sam Mendes μάς εξηγεί πώς η συγκεκριμένη σκηνή τον γοήτευσε και τον επηρέασε, ως φοιτητή/  Ξέρετε, όμως, τι λένε για τις απόψεις  (Ή μήπως να quοτάρω Clint Eastwood…;) ]

Για τον ίδιο λόγο ο Asghar Farhadi χάνει πόντους απ’ το - καλαίσθητο και καλογυρισμένο - «Παρελθόν»  του: Μιλάει πολύ (εκθέτοντας το backstory). Και δρα λίγο.

Παρακούοντας, έτσι, κι αυτός, την προτροπή του Αριστοτέλη περί δράσης-Vs-απαγγελίας.

Πώς, όμως, να πάρεις αψήφιστα τη νουθεσία ενός σοφού;  [σσ: Όχι και τόσο σοφός πλάι στον Αρχιμήδη, που τον κατέρριψε εμπράκτως – αλλά ας μη μπούμε στα χωράφια (και) της Φυσικής…

Εξάλλου, ακόμη και ο μέντορας του Μεγαλέξαντρου δικαιώθηκε εμπράκτως, στα περί Τραγωδίας: Απ’ το, παγκόσμιο, διαχρονικό «Κοινό». Όχι απ’ το κύρος του, ή το βάρος της άποψής του. ]

Όσο για τον Ταρκόφσκι, το κύρος του ειν’ αμείλικτο/  Όμως, το «Στάλκερ» δεν το(ν) δικαίωσε:

Το ατμοσφαιρικό πρώτο μισάωρο, τα μονοπλάνα πέριξ του τρένου με τα πηνία, τ’ ονειρικό, απόκοσμο travelling των νερών, με τη σύγχυση των διαστάσεων. Οι αμμόλοφοι και το τούνελ με τους σταλακτίτες… Όλα αυτά είναι Τέχνη. Αλλά η πρόθεση είναι σαθρή.

Δεν υπάρχει δράμα. Δεν υπάρχει ταινία. Υπάρχει ένα «δήθεν».

Υπάρχει μόνο Λόγος, που βαυκαλίζεται  το φιλοσοφικό. Και, δυστυχώς, παρατραβάει

[σσ: Και η «Περίπολος», του Νίκου Νικολαΐδη, είναι σκέτη ατμόσφαιρα. Αλλά το κάνει εντίμως. Δίχως το πρόσχημα της Υψηλής Διανόησης. Η «Πρωινή Περίπολος» είναι καλύτερη ταινία απ’ το «Στάλκερ» - Δίχως να ‘ναι, καν, η καλύτερη του Νικολαΐδη…]

Η δράση του «Στάλκερ» αφορά το Χώρο, και τις μη-νευτώνειες λειτουργίες του. Όχι τα πρόσωπα  [σσ: Το κάνει και στο «Σολάρις». Εκεί, με πιο ευθύβολη στόχευση: Ο Χώρος είναι πρωταγωνιστής. Ένας έλλογος πλανήτης που αντιδρά, ως νύξη στην Οικολογία…]

Οι, όποιες, τριβές αναπτύσσονται μεταξύ των ηρώων - καθώς και η όλη περιπλάνησή τους στη «Ζώνη» - σχετίζονται με τον στόχο της προσέγγισης ενός δωματίου. That’s all!

Ήτοι, μια περιπέτεια Μεταφυσικής  (Η οποία αποσείει τη ρετσινιά , σαν τη μυξοπαρθένα που πάει να το παίξει και λίγο δύσκολη. Κι «αντιστέκεται» επί 3 ώρες…)

Οτιδήποτε μαθαίνουμε για τους ήρωες, το μαθαίνουμε «δι’ απαγγελίας».

Δεν έχουν ζωή. Δεν έχουν σάρκα και οστά. Αναστοχάζονται κι ωριμάζουν διά του Λόγου. Επιφανειακά. Σχηματικά. Σαν φορείς ιδεών.

Μόνο ο στάλκερ (ως έκφραση του μύστη, ή, ειδικότερα, του Ιερατείου) είναι άνθρωπος, με οικογένεια. Με υποχρεώσεις. Με ηθικά διλήμματα. Αλλά αυτό δεν αρκεί. «Λείπουν» οι άλλοι δύο!

Ως και το «premise», περί της Ευτυχίας και τα ρέστα, διατυπώνεται αυτούσιο. Με το βλέμμα της συζύγου του στάλκερ στην κάμερα. Ως δίδαγμα (!) προς το θεατή.

O Ταρκόφσκι ΔΕΝ σέβεται το Κοινό του. Είναι πομπώδης. Παραληρεί, περιαυτολογεί (διαμέσου του «συγγραφέα»), μάς υποβάλλει σ’ έναν εξουθενωτικό (μη) ρυθμό – σπάζοντας, έτσι, κι έναν δεύτερο όρο της αριστοτελικής τραγωδίας: Περί «μεγέθους»!

Αυτό-υπονομεύεται: Αρνείται την περιπέτειά του, προσδίδοντάς της (εκβιασμένο) κύρος. Σοβαροφάνεια.  Εν τέλει, δικαιολογεί μια αναποτελεσματική [άρα, κακή] ταινία, διαμέσου της άρτιας δουλειάς του συνεργείου και των ηθοποιών.

Θα μου πείτε:

- Ποιος είσαι εσύ, για να κρίνεις έναν Ταρκόφσκι;

- Στο πλαίσιο του μαθήματος, θα λέγομαι Ρένος Μάρτης. Στο πλαίσιο του Σινεμά, ο «Κανένας» - Αν αυτό σάς κατευνάζει αρκετά…

Απ’ την άλλη, έχω μελετήσει. Έχω παιδευτεί. Έχω δει (κάμποσες) ταινίες να υποτροπιάζουν. Κι άλλες, να κάνουν μετάσταση σε σκάρτες απομιμήσεις. Εν ολίγοις, έχω τη σχέση ενός γιατρού με τους όγκους:  Δικαιούμαι τη διάγνωση, έστω κι αν δεν μπορώ να προβώ σ’ επεμβάσεις!

Το να «διαβάζω» μια ακτινογραφία δεν έχει να κάνει με τις δικές μου παθήσεις, ή το δικό μου (καλλιτεχνικό) βίωμα. Είναι πράγματα παντελώς άσχετα.

Κι εξάλλου, τα επιχειρήματα αντικρούονται μ’ επιχειρήματα.

Ο Αντρέι ήταν στο απυρόβλητο, μετά απ’ τον «Ρουμπλιόφ». Όπως ο Theo, μετά απ’ τον «Θίασο». Κανείς δεν τόλμησε να τους πει ότι ΠΛΗΤΤΕΙ με τις ταινίες τους. Το κρατικό χρήμα έρεε άφθονο. Οι κριτικοί  ’σταζαν μέλι (και λοβιτούρα).

Ε, λοιπόν, για θυμηθείτε πώς άρχισαν και πώς έκλεισαν την καριέρα τους, αμφότεροι…

Ιδού πού σ’ οδηγεί το πελώριο Εγώ, όταν προηγείται του Έργου σου  (κι όταν έχει εκλείψει το «εξωτερικό» φρένο)!

Σε αντίθεση με τον Ταρκόφσκι, τον Bergman, τον Godard… που, μες στο μεγαλείο τους έφτασαν να μάς τυραννούν, μ’ απρόσιτες, επιδεικτικά κακές ταινίες,  ο Fellini - ο μεγαλύτερος όλων τους - επέμενε να μιλάει για τον άνθρωπο. ΣΤΟΝ άνθρωπο.

Δεν έκανε σινεμά για την πάρτη του.

Ακόμη και στον «απαίδευτο» θεατή, η οπτασία της Cardinale, στην ουρά για τον αγιασμό (;!) θα μείνει αξέχαστη. Το ίδιο και το χαρέμι. Κι η Saraghina… ΑΥΤΟ είναι το «8  1/2»: Ένα όνειρο!

Απ’ την άλλη, ο «Στάλκερ» σού ξυπνάει εικόνες, αλλά δεν είναι, εν γένει, απολαυστικός. Η «παγκόσμια κυριαρχία» που ονειρεύεται ο «συγγραφέας» (για το καλό της Ανθρωπότητας), δε λέει τίποτε μπρος στα μάτια μιας Cardinale. Ή μιας Μπέτυς Λιβανού.

Ο θεατής φεύγει γονατισμένος – σαν τις γριές στα σκαλοπάτια της Τήνου…

 

Το «8  1/2» ανατέμνει το Σινεμά και το δράμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, και τη γυναίκα, και τον άνδρα, και τα παιδικά τραύματα και το βάρος του καθολικισμού για την Ιταλία και…

Ο κινηματογράφος δεν είναι δοκίμιο, αλλά πράξη: Φτώχεια, αδιέξοδα, αστική ηδυπάθεια (ή αποχαύνωση), glamour, φαΐ, χορός, ομορφιά, απόγνωση, φάρσα. Αλλά, πρωτίστως, ΟΝΕΙΡΑ. Οι ιδέες δεν κυκλοφορούν αδέσποτες. Κι ο Fellini το ξέρει καλά.

[Το ίδιο και ο Ταρκόφσκι. Ο οποίος, όμως, αδιαφορεί. Αφήνεται στον καλλιτεχνικό του αυτισμό - δίχως να νοιάζεται για το θεατή. ]

Οι «Απέναντι» λένε τα πάντα για την Ελλάδα των 80’s , επιτυγχάνοντας, έτσι, το στόχο - Ή τον δεύτερο στόχο της ταινίας, μετά απ’ το μπανιστήρι του Άρη Ρέτσου στη Μπέτυ Λιβανού, που, από μόνος του, συνιστά ποίηση...

Και μην γελάτε καθόλου!

Όπως, επίσης, τα (ανάλαφρα, γκονταρικά) «Χρώματα της Ίριδος» ανατέμνουν την 7χρονη δικτατορία όσο κανένα «πολιτικό σινεμά». Παίζοντας με το ίδιο το μέσον!

[Τι είναι ο Σαββόπουλος, ως προς το θεατή; Ο «Διονύσης»; Ή μια, ομώνυμη, περσόνα, για τις ανάγκες της ταινίας;  Ή ένα cameo - διαφήμιση για τα τραγούδια του; Ή μήπως είναι τα ίδια τα τραγούδια του - και πέραν τούτων ουδέν;;]

Θ’ αραδιάσω, τέλος, μερικές σκέψεις για τις οποίες δεν πρόφτασα να συντάξω ξεχωριστό άρθρο – αν και θα το ’θελα:

Ένας μη-καλλιτέχνης, αλλά σπουδαίος σκηνοθέτης, που εκτιμώ είναι ο Martin Scorsese. Μην έχοντας πρόσβαση στο (προαναφερθέν) κρατικό χρήμα, κρινόμενος απευθείας απ’ το Κοινό, παράγει καλές ταινίες εδώ και μισό αιώνα.

Παρά τη βαθιά θεωρητική του κατάρτιση [δείτε τι έκανε εδώ], παραμένει χαλκέντερος. Και σεμνός. Ένας «σκαφτιάς» του χώρου, που ξέρει τα όριά του, τις αντοχές του Κοινού, καθώς και ν’ αναγνωρίζει τους «ανωτέρους» του – Κι ας υπολείπονται σε φήμη, ή πωλήσεις εισιτηρίων…

Την ίδια σεμνότητα επιδεικνύει και ο George Lucas. Το ξέρατε πως το «Kagemusha» δεν θα ’χε γίνει, δίχως αυτόν και τον Coppola;  [Ίσως, δε, να μην είχε συμβεί κι αυτό.]

Το ξέρατε πως ο Scorsese έκανε τον ηθοποιό για χάρη του Κουροσάβα; Πως θα πλήρωνε για την παραγωγή της τελευταίας ταινίας του Fellini (αν ο «maestro» δεν είχε πεθάνει);

Μπορεί να μην υπερέβη τις πρώτες δουλειές του, αλλά δύσκολα θα βρεις απολαυστικότερη ταινία απ’ το «Λύκο» - όπως δύσκολα θα βρεις αρτιότερη ταινία απ’ το «Raging Bull»…

Ο Martin Scorsese δεν είναι «μαέστρος». Είναι, όμως, μάστορας.

Ο καλύτερος παγκοσμίως -  μέχρι που εμφανίστηκε αυτός:  Έχοντας κάνει μια απίστευτη μικρού μήκους και, μεταξύ άλλων, το (προαναφερθέν) Sicario, μάς ετοιμάζει σημεία και τέρατα  στο εγγύς μέλλον. Google it…

Όσο για το Sicario: Είναι σαν να ’χει (συν)χωνέψει: «The Big Heat» και «Rififi», «Le Samurai» - «Le Cercle Rouge», μαζί με τo άλλο «Heat», του Michael Mann, και το «Ronin»:

Νουάρ, υπαρξιακό, καταιγιστικό, με ολοζώντανη δράση αλλά και βάθος στους χαρακτήρες.

Ο, δε, τρόπος απόδοσής τους, απ’ τον Villeneuve, είναι για σεμινάριο: Η «εκκαθάριση»  τριών αθώων, με τρεις σφαίρες, σε μισό (;) δευτερόλεπτο, με μία κίνηση του καρπού. Λες κι είναι μύγες… O πνιχτός ήχος του σιγαστήρα επιτείνει το Τίποτα.

Τι σπουδαίο σινεμά!

 

Προσοχή: Ο Denis Villeneuve ΔΕΝ είναι «auteur».

Θα προτιμούσα να μη σχολιάσω την εμπλοκή του με το σενάριο του –ευμενώς, έως διθυραμβικά κρινόμενου- «Incendies»  [Εγώ, πάντως, γέλαγα αντί να κλαίω/ Δεν ξέρω για τους κριτικούς…]

Ήταν κι η τελευταία φορά που εμφανίστηκε ως γραφιάς  (Ένδειξη του «γνώθι σαυτόν»;)!

Εν πάση περιπτώσει, ο Καναδός είναι ο νέος Scorsese . -

Μιας και ο τίτλος του, διαρκώς αναβαλλόμενου άρθρου μου, θα ’ταν: «Ο Denis, η καλύτερη ηθοποιός στον κόσμο και οι Ρουμάνοι» [πιασάρικο, ε;],  έχω καλύψει μόνο το 1/3:

Η καλύτερη ηθοποιός στον κόσμο λέγεται Sandra Huller. Google it…   (2/3)

Και οι Ρουμάνοι;

Συνεχίζουν να μας εκπλήσσουν!    (3/3)

Τόσο ο Mungiu, με την ήρεμη δύναμη της «Αποφοίτησης» [απλά και μόνο με τα χρειώδη, λιτή (μη) φωτογραφία και σκηνοθεσία, σπουδαία γραφή κι ερμηνείες, έκανε ΤΑΙΝΙΑΡΑ], όσο και ο φέρελπις Radu Jude με τη θεότρελη, ελληνόψυχη εξτραβαγκάντζα του, «Aferim!»:

Μια ταινία sui generis («βαλκανικό western»!), με μπόλικο ζουμί πίσω απ’ τον «ταρραντινισμό», και budget δυσανάλογα μικρό για το υπερθέαμα:

Μια ξύλινη ρόδα του λούνα παρκ στη μέση του πουθενά, άλογα, άμαξες, ιππείς, πέτρινα αρχοντικά και καλύβια, καταυλισμοί, σκηνογραφία - ενδυματολογία εποχής (1835).

Πρόκειται, αναντίρρητα, για μια ταινία με «guts».

Αν θέλετε να γνωρίσετε καλύτερα τον κ. Jude, δείτε κι αυτό: Εξαιρετική μικρού μήκους, απ’ το 2006.

Τέλος, επ’ αφορμή του άνωθεν όρου «sui generis», ας ρίξω -εν τάχει- και δυο ονόματα που τον προσωποποιούν: Ulrich Seidl, Roy Andersson  (Λιγότερο «δύσπεπτος», πιο προβεβλημένος ο δεύτερος - αν κι εξίσου «δυσήλατος» με τον πρώτο).

Δεν απευθύνονται στο μέσο θεατή. Δε βλέπονται εύκολα. Δεν είναι «διάφανοι» (βλ. Scorsese, Villeneuve), ούτε «εικαστικοί» (βλ. Wong Kar-Wai, Wim Wenders).

Κάνουν ταινίες απευθείας με το μυαλό τους - λες κι η εικόνα είναι «σύνεργο», κι όχι αυταξία! Δεν ξέρω αν λέγονται καλλιτέχνες. Θα προτιμούσα τον όρο «διανοητές».

[Επί του παρόντος, τούς πετάω σα φωτοβολίδα - μιας και τους «έλιωσα» το καλοκαίρι, αλλά δεν έγραψα σχετικά… Κι αυτό το άρθρο είναι για τον Ταρκόφσκι 🙂 ]

Ο Seidl κι ο Andersson μ’ έκαναν να αναθεωρήσω τη δύναμη του σταθερού πλάνου. Και της σιωπής.

Και τώρα, περνώντας από τη θεωρία στην πράξη, σιωπώ…

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Ρένος Μάρτης