Έμαθα πρόσφατα ότι το πολυχρησιμοποιημένο τελευταία YOLO είναι αρκτικόλεξο που σχηματίζεται από τις λέξεις you only live once. Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί η συνειδητοποίηση της θνητότητας δεν είναι καθόλου μικρό ζήτημα. Κι όμως, η συγκεκριμένη λέξη-σύνθημα χρησιμοποιείται μέσα στο πλαίσιο της σημερινής ασημαντότητας, σημαίνει ένα μεγάλο "και τι πειράζει", συνοδεύει μια glamour αισθητική, το lifestyle των περιοδικών, την αδιαφορία για όλα εκτός από τη στιγμιαία απόλαυση. Είναι το καινούριο carpe diem, αλλά το carpe diem με την έννοια της εποχής μας, το carpe diem που γίνεται τατουάζ και όνομα κακόγουστων club και που στο βάθος σημαίνει να αγοράζεις ακριβό αυτοκίνητο. Από την άλλη, πίστευα ότι το "άδραξε τη μέρα" είναι τρόπον τινά πιο επιδεκτικό σε προσωπικές θεωρήσεις και παρερμηνείες, ενώ όταν μπαίνει στη μέση ο θάνατος, φωτίζει τα πράγματα με το δικό του οριστικό φως. Tαρακουνήθηκα λοιπόν, γιατί το ζήτημα της επίγνωσης του ότι είμαστε θνητοί το είχα πάντα διαφορετικά μέσα στο μυαλό μου-και να γιατί:
Το τέταρτο πεζό ποίημα της φοβερής συλλογής του Ανδρέα Εμπειρίκου Οκτάνα ονομάζεται Εις την οδόν των Φιλελλήνων. Περιγράφει μια βόλτα του ποιητή στο κέντρο της Αθήνας, την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού και τελειώνει με την κραυγή του Εμπειριίκου: "Θεέ! Ο καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξει τέτοιο φως! Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνει μια δόξα κοινή, μια δοξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου".
Στη διάλεξη με τίτλο "η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για εμάς σήμερα" που έδωσε ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο Λεωνίδιο τον Αύγουστο του 1984 και που αγότερα κυκλοφόρησε απομαγνητοφωνημένη σε βιβλίο από τις εκδόσεις ύψιλον, ο φιλόσοφος τονίζει τον κεντρικότατο ρόλο που κατείχε στο φαντασιακό των αρχαίων ελλήνων η σημασία της θνητότητας και της αδυναμίας φυγής από αυτόν τον κόσμο. Για να θεμελιώσει τη θέση του φέρνει το κλασικό παράδειγμα της Νέκυιας από την Οδύσσεια, όπου ο Οδυσσέας συναντά στον κάτω κόσμο τον Αχιλλέα και τον χαιρετά με τον σεβασμό που αρμόζει σε έναν ένδοξο βασιλιά . Ο Αχιλλέας όμως, ο πιο περήφανος άνθρωπος, που για τη δική του ιδιοτροπία παραλίγο οι Έλληνες να χάσουν τον πόλεμο, απαντά στο χαιρετισμό λέγοντας πως θα προτιμούσε να είναι ζωντανός και δούλος ακτήμονα βοσκού, παρά βασιλιάς στον κάτω κόσμο. Τόσο κακή ιδέα έχουν λοιπόν οι αρχαίοι Έλληνες για τη μετά θάνατον ζωή, αν και όταν υποθέτουν ότι υπάρχει. Το κέντρο βάρους λοιπόν πέφτει στο εδώ και το τώρα, στο να εκμεταλλευτούμε τη μοναδική ζωή που έχουμε, στο να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας και να τη διαμορφώσουμε όσο γίνεται όπως εμείς θέλουμε. Για τον Καστοριάδη, αυτή η στάση απέναντι στη ζωή και τον θάνατο ήταν βασικότατη προϋπόθεση για τη δημιουργία της δημοκρατίας. Γι' αυτό τολμά να διορθώσει το παραπάνω ποίημα του Εμπειρίκου, λέγοντας ότι οι Έλληνες "έκαμαν οίστρο της ζωής τη γνώση του θανάτου". Δηλαδή ο φόβος του θανάτου υπάρχει πάντα, όμως αυτούς η επίγνωση της θνητότητάς δεν τους παρέλυσε, δεν τους οδήγησε να κρυφτούν πίσω από εσχατολογικές προσδοκίες, αλλά αντιθέτως έγινε το κεντρί που τους ώθησε να δημιουργήσουν. Επωμίστηκαν τον θάνατό τους και έκαναν ό,τι περισσότερο μπορούσαν με τη ζωή τους. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η φαντασιακή σημασία έχει περάσει και μέσα στην ελληνική γλώσσα, όπου η λέξη θνητός, η λέξη βροτός είναι συνώνυμο του ανθρώπου. Ακόμη και σήμερα λέμε αντιπαραθετικά οι θεοί και οι θνητοί.*
Για να καταλάβουμε τη σημασία της εν λόγω στάσης απέναντι στη θνητότητα, είναι χρήσιμο να την αντιπαραβάλουμε με τον τρόπο που αντιμετωπίζει το ίδιο ζήτημα η χριστιανική θρησκεία. Ο χριστιανισμός, με την υπόσχεση για μια μετά θάνατον κρίση και ζωή, μετατοπίζει το ενδιαφέρον από αυτόν τον κόσμο στον επόμενο. Η επίγεια ζωή, αν όχι ανεπιθύμητη, θεωρείται το πολύ ως μέσο πρόσβασης στην επόμενη. Το σημαντικό δεν είναι να ζήσουμε εδώ, αλλά να προετοιμαστούμε για το αλλού. Ο συντηρητικός χαρακτήρας αυτής της στάσης απέναντι στη ζωή φαίνεται ήδη μέσα από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Όταν ο Χριστός λέει ότι πρέπει να αποδίδει κανείς τα του Θεού τω Θεώ και τα του Καίσαρα τω Καίσαρι, εισάγει μια ριζική τομή μεταξύ της επίγειας και της μεταθανάτιας ζωής, δίνοντας σαφή προτεραιότητα στη δεύτερη. Δεν υπάρχει λόγος για ενασχόληση με την ανθρώπινη πολιτική, αφού αυτό που μετράει είναι η πολιτεία του θεού. Η ζωή με σάρκα και οστά, αυτό που για τους αρχαίους έλληνες είναι το μόνο που έχουμε, καθίσταται για τον χριστιανισμό απλώς μια παροδική φάση.
Η θέση που παίρνουμε λοιπόν απέναντι στο γεγονός ότι μια μέρα θα πεθάνουμε και ότι ο θάνατος είναι το μόνο σίγουρο πράγμα στη ζωή, σχετίζεται με μια ολόκληρη φιλοσοφία και μάλιστα, για να είμαστε πιο ακριβείς, κάθε φιλοσοφική παράδοση, όχι μόνο οι δύο στις οποίες προαναφερθήκαμε, αντιμετωπίζει με κάποιον τρόπο το ζήτημα του θανάτου- όπως το έθεσε ο Σωκράτης η φιλοσοφία είναι η μελέτη του θανάτου. Σήμερα όμως, η με ελαφριά καρδιά διακήρυξη της αποδοχής της θανάτου ίσως συγκαλύπτει κατά κάποιον τρόπο την ουσία του ζητήματος. Πώς άραγε περάσαμε από το "έκαμαν οίστρο της ζωής" στο yolo; Πώς περάσαμε από την υπέρβαση της υπαρξιακής αγωνίας μέσω της δημιουργίας μιας ζωής που αξίζει να τη ζήσεις στη λογική του "ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε"; Φυσικά, δεν μπορώ έτσι απλά να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα, όχι μόνο γιατί μια τέτοια γενεαλογία υπερβαίνει κατά πολύ την έκταση και τον σκοπό αυτού του κειμένου, αλλά και επειδή δεν έχω έτοιμη την απάντηση. Παραδέχομαι ότι εν πολλοίς βρίσκομαι σε αμηχανία και ότι το παρόν κείμενο θα μείνει, κατά κάποιον τρόπο, χωρίς επίλογο. Αυτό που μπορεί κανείς ενδεχομένως να πει είναι ότι μία και μόνη φαντασιακή σημασία, εν προκειμένω η συνειδητοποίηση της θνητότητας, δεν χτίζει από μόνη της πολιτισμούς ούτε αλλάζει τον κόσμο. Βλέπουμε πόσο διαφορετικές αντιλήψεις μπορούν να μοιράζονται μια κοινή φαντασιακή σημασία.**Επίσης, παρατηρούμε ότι το σημερινό κύμα της ασημαντότητας δεν αφήνει τίποτα στο πέρασμά του. Τα πιο βαθειά ερωτήματα στριμώχνονται μέσα στη χύτρα του καταναλωτισμού, εκτίθενται στη βιτρίνα του θεάματος, που φυλάει τον ύπνο της σημερινής κοινωνίας. Στο Χαλάνδρι ανοίγει μαγαζί με το όνομα Στάλιν, για να πίνουν τον καφέ τους άνθρωποι που φοράνε μπλούζες με ραμμένα στρασάκια που σχηματίζουν τη μορφή του Τσε Γκεβάρα. Σημασίες που παλιότερα ήταν επαναστατικές, σήμερα δεν έχουν την ίδια δυναμική και μάλλον μας χρειαζόμαστε καινούριες σημασίες για να δημιουργήσουμε κάτι καινούριο στη ζωή μας.
*Καθώς το ένα φέρνει το άλλο, δεν μπορώ εδώ να αντισταθώ και να μη σχολιάσω τις πραγματικά γραφικές απόψεις που υπερασπίζονται τα τελευταία χρόνια κάποιοι που, στο όνομα ενός δήθεν διεθνισμού, επιχειρούν να μειώσουν την αξία της ελληνικής γλώσσας και γενικότερα των εθνικών γλωσσών. Αυτοί οι άνθρωποι δείχνουν πραγματική αμορφωσιά, καθώς παραγνωρίζουν ότι η γλώσσα, ως θεσμός, ως ανθρώπινη δημιουργία, είναι φορέας όλων των φαντασιακών σημασιών ενός πολιτισμού. Το ότι βροτός σημαίνει άνθρωπος δεν είναι φυσικά το μόνο αξιοθαύμαστο παράδειγμα, που από μόνο του ισοδυναμεί με την ανάγνωση δέκα φιλοσοφικών πραγματειών. Στα γερμανικά ο παλιότερος τύπος για τον έρωτα, Vorliebt, σημαίνει αυτό που έρχεται πριν από την αγάπη. Στα γαλλικά η ετυμολογική προέλευση του statistique, της στατιστικής από το status, φανερώνει ότι η στατιστική είναι η επιστήμη του κράτους και συπυκνώνει όμορφα όλη τη σχετική θεωρία του Φουκώ. Όποιος λοιπόν θέλει να μειώσει τη γλώσσα σε έναν απλό κώδικα, σε ένα στεγνό εργαλείο επικοινωνίας, θα πρέπει να ανησυχήσει και για κάτι ακόμη, εκτός από τη μεγάλη του άγνοια. Θα πρέπει να σκεφτεί ότι αυτό ακριβώς θέλουν να κάνουν και οι τεχνοκράτες και ότι αυτό ακριβώς επιχειρούσε να κάνει το Κόμμα στην οργουελική δυστοπία του 1984, ακριβώς για να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να σκέφτονται.
**Αυτό το γεγονός, για να επιχειρήσουμε μια πολύ πρόχειρη και χοντροκομμένη αναγωγή, που όμως αν την προχωρήσει σε βάθος κανείς θα δει ότι ισχύει, δείχνει ότι οι αντιλήψεις των ανθρώπων για τη ζωή και τον κόσμο είναι αναγκαίες πλην όμως όχι ικανές συνθήκες για τις πολιτικές δημιουργίες. Οι Αθηναίοι δεν βρήκαν έτοιμες αυτές τις σημασίες, δεν τις πρόσθεσαν απλώς και πήραν το αποτέλεσμα, αλλά έβαλαν επιπλέον την προσπάθεια και τη φαντασία τους, δημιούργησαν κάτι καινούριο.