Βιβλίο

Η ζωή (και τα τέσσερα βιβλία) μετά τον Στόουνερ

Μερικές φορές στις ζωές των αναγνωστών έρχεται αυτό το σημείο που διαβάζουν ένα βιβλίο τόσο συγκλονιστικό, τόσο καταλυτικό για τη ζωή τους,  έτσι ώστε όλα τα άλλα βιβλία που έπονται αυτού φαίνονται λίγα μπροστά του – και μπορεί να αδικούνται. Ένα τέτοιο βιβλίο ήταν για μένα το Στόουνερ του Τζον Γουίλιαμς, ένα βιβλίο που δημοσιεύτηκε αρχικά το 1965, αλλά μεταφράστηκε για πρώτη φορά από την Αθηνά Δημητριάδου μόλις πέρυσι. Ευτυχώς, από αυτό το αναγνωστικό αδιέξοδο με έβγαλαν τα υπόλοιπα τέσσερα βιβλία (εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους σε είδος και περιεχόμενο, όλα όμως υπέροχα) που κατάφερα να διαβάσω μέσα στον προηγούμενο μήνα, και γι’ αυτό θέλω να γράψω κάποια πράγματα γι’ αυτά.

Ο Στόουνερ, John Williams, εκδόσεις Gutenberg

«Στην αιχμή της νεότητάς του, ο Στόουνερ είχε περάσει μια εποχή που πίστευε ότι ο έρωτας είναι μια απόλυτη κατάσταση της ύπαρξης, στην οποία πρόσβαση έχουν όσοι είναι τυχεροί· ωριμάζοντας είχε καταλήξει ότι είναι ο παράδεισος μιας απατηλής θρησκείας, που θα έπρεπε να αντιμετωπίζει κανείς με χιούμορ και δυσπιστία, με φιλική συγκατάβαση αλλά και με αμήχανη νοσταλγία. Τώρα, στη μέση ηλικία, μάθαινε πια ότι δεν ήταν ούτε θεία χάρη ούτε ψευδαίσθηση· τώρα τον έβλεπε σαν ένα γίγνεσθαι, μια κατάσταση που πλάθεται και μεταπλάθεται λεπτό το λεπτό, μέρα με τη μέρα, από τη βούληση και τον νου και την καρδιά.»

Αυτό το βιβλίο, αυτό το συγκλονιστικό μέσα από την απλότητά του αφήγημα, είναι ένα βιβλίο για τη βία της καθημερινής ζωής, για την τραγικότητα του έρωτα, για το αναπόφευκτο τέλος. Είναι ένα σπουδαίο βιβλίο γιατί καταφέρνει να αποδώσει την –κατά κάποιους– βαρετή ζωή ενός καθηγητή λογοτεχνίας και να την ανυψώσει σε αυτό που πραγματικά είναι. Κάθε σελίδα περιέχει τον πόνο της ύπαρξης, την αγωνία του να ζεις και να ζεις καλά, τη θέληση και την παραίτηση. Και κάθε σελίδα περιέχει μια βαθιά αγάπη για τη λογοτεχνία που θα ήταν φανερή ακόμα κι αν ο κεντρικός χαρακτήρας δεν δίδασκε αυτό το αντικείμενο. Στο πάρα πολύ ακριβές επίμετρό του ο Άρης Μπερλής παρομοιάζει μία σκηνή του βιβλίου με την έναρξη του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Κι ευτυχώς. Γιατί ο Γουίλιαμς είναι όντως ένας από τους τελευταίους μεγάλους συγγραφείς του 20ού αιώνα όπως διαβάζω παντού, και αυτό το βιβλίο δικαίως θεωρείται ΤΟ βιβλίο της περασμένης χρονιάς όπως επίσης διαβάζω παντού.  Ένα «απλό» και βαθιά συγκινητικό αριστούργημα.

«Ενόσω πάσχιζε να φέρει σε λογαριασμό το δωμάτιο, έτσι όπως το έβλεπε να παίρνει σιγά-σιγά μορφή, συνειδητοποίησε ότι από πολλά χρόνια, χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει από πότε, είχε σφαλίσει μέσα του μια εικόνα, σαν επαίσχυντο μυστικό, μια εικόνα που απεικόνιζε έναν χώρο αλλά που στην ουσία απεικόνιζε τον ίδιο. Άρα τον εαυτό που προσπαθούσε να προσδιορίσει καθώς έφτιαχνε το γραφείο του. Καθώς έτριβε με γυαλόχαρτο τις παλιές σανίδες για να φτιάξει βιβλιοθήκες κι έβλεπε τις τραχιές επιφάνειες να γίνονται λείες, το τεφρό σαράκιασμα να φεύγει νιφάδες-νιφάδες αποκαλύπτοντας το αρχικό ξύλο, που τελικά αποκτούσε ξανά την πλούσια καθαρότητα των νερών του και την αρχική του υφή – καθώς επιδιόρθωνε τα έπιπλά του και τα ταχτοποιούσε στο δωμάτιο, στον εαυτό του έδινε σιγά-σιγά μορφή, τον εαυτό του έβαζε σε τάξη, τον εαυτό του έκανε υπαρκτό.»

Call me by your name, Andre Aciman, Atlantic Books

«Ξεριζώσαμε τόσα πολλά από τους εαυτούς μας για να γιατρέψουμε τα πράγματα πιο γρήγορα απ’ ό,τι θα έπρεπε, που φτάνουμε να χρεωκοπούμε μέχρι την ηλικία των τριάντα και να έχουμε όλο και λιγότερα να δώσουμε κάθε φορά που ξεκινάμε με κάποιον καινούριο. Αλλά το να μην νιώθουμε τίποτα μόνο και μόνο για να μη νιώσουμε κάτι – τι ανοησία!»

Το γνωστό πια αυτό βιβλίο του Aciman μεταφέρθηκε πρόσφατα στον κινηματογράφο, και ήταν μεταξύ άλλων υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Βλέποντας πρώτα την ταινία –κι επειδή είναι τόσο υπέροχη– νομίζει ο θεατής ότι δεν έχει τίποτα άλλο να του δώσει το βιβλίο. Αν όμως τελικά το διαβάσει καταλαβαίνει ότι όντως ήταν μια άρτια μεταφορά, αλλά, όπως γίνεται με κάθε βιβλίο, ποτέ δεν μπορεί να μεταφερθεί ακριβώς το κλίμα του σε μια οθόνη, οι λεπτές του αποχρώσεις, οι εικόνες και τα συναισθήματα που δημιουργεί στο μυαλό του κάθε αναγνώστη. Η υπόθεση του βιβλίου για όσους δεν τη γνωρίζουν ακόμη είναι φαινομενικά απλή, ένα έφηβο αγόρι (ο Έλιο) ερωτεύεται τον φοιτητή που φιλοξενούν οι καθηγητές γονείς του στο εξοχικό τους στη Βόρεια Ιταλία, ένα καλοκαίρι κάπου τη δεκαετία του 80. Αλλά η ιστορία τους δεν είναι καθόλου απλή. Ο ενήλικας πλέον αφηγητής βιώνει την ιστορία ξανά από την αρχή και, χωρίς τα φίλτρα της απογοήτευσης της ενήλικης ζωής, προσπαθεί να ανακαλέσει την αθωότητα του πρώτου έρωτα, την αγωνία, την απογοήτευση, τη σεξουαλική αφύπνιση. Όποιος το διαβάζει νιώθει να ερωτεύεται μαζί με τον πρωταγωνιστή, νιώθει να επιστρέφει στα καλοκαίρια της εφηβείας του· η σημασία στη λεπτομέρεια είναι αυτή που κάνει όλη την ιστορία υπέροχα αληθινή. Ο Έλιο μοιάζει να διέρχεται όλα τα στάδια που περιγράφει ο Ρόλαν Μπαρτ στα Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου, με τη σωστή σειρά. Και γι’ αυτό τον λόγο το βιβλίο αυτό δεν είναι μόνο ένα σημαντικό βιβλίο για το τι σημαίνει να ανακαλύπτεις τη σεξουαλικότητά σου, αλλά και για το τι σημαίνει να ερωτεύεσαι, τι σημαίνει για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας η μνήμη και το παρελθόν, τι σημαίνει δίνεις στον άλλον την ευκαιρία να σε πληγώσει με την ελπίδα ότι αυτός δεν θα την εκμεταλλευτεί. 

Το βιβλίο αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Ιούνιο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση του Νίκου Μάντη.

Hoolifan, Μάρτιν Νάιτ & Μάρτιν Κινγκ, εκδόσεις Απρόβλεπτες

Οι Μάρτιν Νάιτ και Μάρτιν Κινγκ συνεργάζονται γι’ ακόμη μία φορά και προσπαθούν να καταγράψουν μέσα από τις προσωπικές τους κυρίως αναμνήσεις πώς γεννήθηκε η κουλτούρα του χουλιγκανισμού στα γήπεδα της Αγγλίας στο τέλος της δεκαετίας του 60. Το βιβλίο ακολουθεί περισσότερο την πορεία του Κινγκ απ΄ όταν ήταν παιδί και αποφάσισε ξαφνικά μετά από ένα απόγευμα στο γήπεδο ότι θα γίνει οπαδός της Τσελσι. Με μια αφήγηση που ταιριάζει περισσότερο σε μυθιστόρημα, παρά σε αυτοβιογραφία ή κοινωνιολογική ανάλυση, οι συγγραφείς παρασέρνουν οποιονδήποτε αναγνώστη σε ένα απίστευτα ενδιαφέρον ταξίδι στην ιστορία του ποδοσφαίρου και του οπαδισμού στην Αγγλία. Αν και σε κάθε τι αυτοβιογραφικό εμπλέκεται μοιραία η μνήμη και η νοσταλγία, εδώ δεν γίνεται καμία προσπάθεια εξωραϊσμού ή διαστρέβλωσης της αλήθειας. Οι δεκαετίες που περιγράφονται συνδέθηκαν με τη βία στα γήπεδα, με τους Boot boys, τους skinheads και το 2 Tone, με τις διάφορες ομάδες χούλιγκαν και τη σχέση τους με την πολιτική. Στο Hoolifan όλα αυτά εξετάζονται από βιωματική σκοπιά, γι’ αυτό και θα συναντήσουμε πολλή ωμή βία, αλλά και πολλή αγάπη για την εποχή και το ποδόσφαιρο. Οι συγγραφείς δεν αρέσκονται σε κοινωνιολογικές αποστειρωμένες προσεγγίσεις του φαινομένου του χουλιγκανισμού, πιστεύουν (όπως θα καταλήξει να πιστεύει ο αναγνώστης) ότι γι’ αυτό μπορεί να μιλήσει μόνο όποιος έχει την εμπειρία και το βίωμα, όποιος ταξίδευε από άκρη σε άκρη με τρένα και λεωφορεία σε όλη τη Βρετανία ακολουθώντας την ομάδα του, παίζοντας ξύλο, φορώντας τα ρούχα της κλίκας του. Καταλήγουν, έτσι, να δίνουν τη δική τους εξήγηση του φαινομένου και των αιτιών που το γέννησαν. Το βιβλίο αυτό δεν απευθύνεται μόνο σε οπαδούς ή φιλάθλους, είναι ένα βιβλίο καλογραμμένο, απολαυστικό, αστείο, που δεν θέλει κάποιο ειδικό κοινό, αλλά που μπορεί να μας κάνει να πιστέψουμε αυτό που έλεγε ο Μπιλ Σάνκλι «Κάποιοι άνθρωποι πιστεύουν πως το ποδόσφαιρο είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Είμαι απογοητευμένος με αυτή την άποψη. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως είναι κάτι πολύ σημαντικότερο από αυτό».

Αρχάγγελοι, Paco Ignacio Taibo II, εκδόσεις Έρμα

«Είναι, τελικά, πολύ δύσκολο να χειριστώ προσωπικότητες σαν αυτές που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο χωρίς να νιώσω τον βαθύ φόβο ότι η λογοτεχνία μπορεί να τις τραυματίσει, να τις αποδυναμώσει, να τις αμβλύνει εντός του μύθου. Έτσι, οι ιστορίες γράφτηκαν με την αφηγηματική συστολή του ιστορικού που κλονιζόταν συχνά από τη συντετριμμένη τόλμη του συγγραφέα. Θα υπάρχει χρόνος για μεταμέλεια.»

Έτσι ξεκινάει ο Τάιμπο αυτό το περίεργο και τρομερά ενδιαφέρον βιβλίο του που εκδίδεται για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Έρμα. Στα δώδεκα διακριτά κεφάλαιά του μιλάει για ισάριθμες διαφορετικές προσωπικότητες που επηρέασαν τα κινήματα του 20ού αιώνα ανά τον κόσμο, προσωπικότητες που μπορεί να μη γνωρίζουμε γιατί δεν ήταν πάντα στο προσκήνιο αλλά που η συνεισφορά τους και η αυτοθυσία τους ήταν καταλυτική για τις μικρές και μεγάλες επαναστάσεις του περασμένου αιώνα.

Αυτό το βιβλίο δεν είναι ξεκάθαρα λογοτεχνικό ή ιστορικό (ίσως το δεύτερο ενισχύεται λίγο και από τις εξαιρετικές σημειώσεις της μεταφράστριας). Με σεβασμό στην ιστορία οι βιογραφίες μεταπλάθονται και ξαναγράφονται από έναν ικανότατο συγγραφέα που δεν θέλει να είναι αντικειμενικός – κι ευτυχώς.

Τα κείμενα του βιβλίου έχουν γραφτεί σε διάρκεια δεκαπέντε χρόνων, πράγμα που δείχνει και την ενδελεχή ιστορική έρευνα που πραγματοποίησε ο Τάιμπο. Και οι δώδεκα προσωπικότητες (είτε πρόκειται για περιπτώσεις που εξετάζονται ατομικά είτε συλλογικά, όπως το συνδικάτο των ζωγράφων του Μεξικό) περιγράφονται με ένα διαφορετικό λογοτεχνικό ύφος, και μένουν για πάντα χαραγμένοι στη μνήμη, ενώ παράλληλα, ακόμη κι αν αποκλίνουμε πολιτικά από αυτούς, δεν μπορούμε να μη θαυμάσουμε τον ρόλο που έπαιξαν στην παγκόσμια πολιτική σκηνή με το προσωπικό κόστος που αυτό συνεπαγόταν.

DNA, Yrsa Sigurdadottir, εκδόσεις Μεταίχμιο

Τα τελευταία χρόνια το Μεταίχμιο έχει τα πρωτεία όσον αφορά τη μετάφραση καλής αστυνομικής λογοτεχνίας. Σύστησε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τεράστιους για το είδος τους συγγραφείς, όπως ο Jo Nesbo και ο Arne Dahl, και η τελευταία του προσφορά στο είδος είναι η Ισλανδή Yrsa Sigurdadottir. Πολλοί τη χαρακτήρισαν ως τον θηλυκό Nesbo. Διαβάζοντας το DNA τολμώ να πω ότι είναι καλύτερη και πιο πρωτότυπη από τον Νορβηγό συγγραφέα. Η ιστορία του βιβλίου –που είναι το πρώτο από μια σειρά βιβλίων με το ίδιο δίδυμο πρωταγωνιστών– ξεκινάει με τη δολοφονία μιας γυναίκας, στην οποία μοναδικός (κρυφός) μάρτυρας είναι η επτάχρονη κόρη της. Με την υπερέκθεση που υφιστάμεθα όλοι σε δολοφονίες και ειδεχθή εγκλήματα (μέσω άλλων βιβλίων, ταινιών, άπειρων σειρών του είδους και όχι μόνο) θα νόμιζε κανείς ότι δεν υπάρχει πια κανένας φόνος που να μπορεί να μας εκπλήξει. Κι εδώ είναι και η μεγαλύτερη επιτυχία του βιβλίου, η τρομερή πρωτοτυπία των εγκληματικών ενεργειών, η εμπλοκή της παιδοψυχολογίας και η εμμονή στη λεπτομέρεια. Τίποτα δεν είναι τυχαία τοποθετημένο στον κόσμο της Sigurdadottir. Οι τελευταίες, δε, εκατό σελίδες του βιβλίου κορυφώνουν τη δράση κι επιφυλάσσουν ανατροπές μη προβλέψιμες ακόμα και στου πιο φανατικούς του είδους. Η Sigurdadottir, ως γυναίκα συγγραφέας σε ένα καθαρά ανδροκρατούμενο είδος μυθιστορήματος, καθιερώνεται ως η νέα μεγάλη φωνή στον χώρο της – προερχόμενη μάλιστα από την Ισλανδία, τη χώρα με ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας παγκοσμίως.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Εύα Πλιάκου