Βιβλίο

Η αναρχική ενόρμηση

«Σε έναν συσχετισμό δυνάμεων χωρίς διέξοδο, μόνο μια αντίσταση γεννημένη από τις ίδιες της πηγές της ενόρμησης θανάτου μπορεί να αψηφήσει τον θανάσιμο κίνδυνο. Ονομάζω αυτό το ρεύμα της ενόρμησης θανάτου, το πιο ατομικιστικό, το πιο ελευθεριακό, αναρχική ενόρμηση»· αυτή η χαρακτηριστική φράση της Ναταλί Ζαλτζμάν (Nathalie Zaltzman, 1933-2009) προέρχεται από το βιβλίο της Η αναρχική ενόρμηση, δοκίμιο του 1979 που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2019 σε μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα και επιστημονική επιμέλεια του Γεράσιμου Στεφανάτου, στη σειρά «Ψυχαναλυτικά» που διευθύνει ο ίδιος στις εκδόσεις Βιβλοπωλείο της «Εστίας». Πρόκειται για ένα μικρό σε έκταση αλλά πολύ περιεκτικό βιβλίο που χωρίζεται σε τρία κεφάλαια, καθένα από τα οποία βοηθά να ξεδιπλωθεί η σκέψη της ψυχαναλύτριας σχετικά με τις ενορμήσεις θανάτου και ειδικότερα την αναρχική ενόρμηση.

Το πρώτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην ενόρμηση θανάτου, μια έννοια που οφείλει την ύπαρξή της στον Φρόυντ, και στους τρόπους ή αλλιώς στις μορφές με τις οποίες αυτή η ενόρμηση μπορεί να εκδηλωθεί. Μια μικρή αναδρομή είναι εδώ απαραίτητη: στο Πέρα από την αρχή της ηδονής, ο Φρόυντ αναφέρεται για πρώτη φορά στην ενόρμηση θανάτου αντιπαραθέτοντάς τη με την ενόρμηση της ζωής. Η μεν πρώτη έχει ως στόχο την αποσύνδεση, τη διάλυση, την ολοκληρωτική μείωση των εντάσεων και την επαναφορά του όντος σε μια ανόργανη κατάσταση, ενώ η ενόρμηση της ζωής έχει την τάση να ενώνει και να συγκροτεί μεγαλύτερες ενότητες, τις οποίες και διατηρεί, προάγοντας την αυτοσυντήρηση και την επιβίωση. Στο ίδιο πνεύμα, ο θεμελιωτής της ψυχανάλυσης τοποθέτησε –στη δεύτερη τοπική θεώρηση της ψυχής του 1920– την ενόρμηση της ζωής από την πλευρά του Έρωτα, ενώ την ενόρμηση του θανάτου από την πλευρά του Θανάτου, εισάγοντας έτσι το δίπολο Έρως-Θάνατος. Η ψυχαναλυτική ωστόσο έρευνα επικεντρώθηκε κυρίως στις σεξουαλικές ενορμήσεις, αναδεικνύοντας ότι έχουν «τον δικό τους τρόπο απεικονισιμότητας και την ιδιαίτερη λογική λειτουργία τους» (σελ. 49) κάτι που, όπως σημειώνει η Ναταλί Ζαλτζμάν, δεν είχε γίνει για τις ενορμήσεις θανάτου. Μέσα, όμως, από την ψυχαναλυτική πρακτική, αναδύθηκαν κι άλλα φαινόμενα που απαιτούσαν την εξήγησή τους, αλλά δεν μπορούσαν να ενταχθούν αποκλειστικά σε αυτό το δίπολο.

Με εφαλτήριο λοιπόν αυτή την παρατήρηση, η γαλλίδα ψυχαναλύτρια επιχειρεί στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της να αναδείξει ότι και «οι ενορμήσεις θανάτου έχουν όντως μιαν ασυνείδητη ιστορία, μια ψυχική ιστορία […] που έχει ποικίλα πεπρωμένα, τα οποία δεν ανάγονται αποκλειστικά σε μια νεκρωνική σκοπιμότητα, ενώ μάλιστα ορισμένες ψυχικές εξελίξεις των ενορμήσεων του θανάτου είναι εξαιρετικά χρήσιμες για τη ζωή» (σελ. 49). Σημείο αναφοράς για αυτή την προσπάθεια αποτελεί η ιστορία της Σοφί, μιας γυναίκας που όταν την επισκέπτεται για πρώτη φορά είναι 50 χρονών και θέλει να ξεκινήσει για δεύτερη φορά στη ζωή της μια ανάλυση με αφορμή ένα τραγικό συμβάν, τη σοβαρή ασθένεια του εικοσάχρονου γιου της. Ο γιος αυτός, που για χρόνια επιτελούσε για την ίδια μια ζωτική λειτουργία, αποφάσισε –ή έτσι το ερμήνευσε η Σοφί– πως για να γιατρευτεί από την ασθένειά του έπρεπε να χωριστεί από εκείνη. Η πραγματική απειλή του θανάτου τούς οδήγησε σε έναν χωρισμό που είχε ως στόχο τη διασφάλιση της ζωής. Η Ζαλτζμάν λοιπόν, μέσα από την εμπειρία της, διαπιστώνει το εξής παράδοξο: μερικές φορές οι ενορμήσεις θανάτου συνεισφέρουν στην επιβίωση. Υπάρχει μια ενόρμηση –η αναρχική ενόρμηση– που, ενώ τάσσεται από την πλευρά του Θανάτου, δρα «χωρίς θανατερά αποτελέσματα» (σελ. 55) και υπηρετεί τελικά τη ζωή.

Θα πρέπει εδώ να προλάβουμε μια πιθανή ένσταση: και ο ίδιος ο Φρόυντ υπογράμμιζε ότι η αντιδιαστολή των ενορμήσεων του έρωτα και του θανάτου δεν αποτελεί μια κάθετη διχοτόμηση· με άλλα λόγια, το περίφημο δίπολο δεν είναι τόσο απόλυτο, καθώς συχνά οι δύο ενορμήσεις διαπλέκονται μεταξύ τους και εργάζονται ταυτόχρονα. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Γεράσιμος Στεφανάτος στην κατατοπιστική εισαγωγή του, γνωρίζουμε σήμερα ότι «οι δυο μεγάλες ενορμητικές δυνάμεις, ο Έρως και ο Θάνατος, δρουν, διαπλέκονται, μειγνύονται και απομειγνύονται, συνδέονται και αποσυνδέονται, με τρόπους πιο σύνθετους απ’ ό,τι στο μοντέλο που μας κληροδότησε ο Φρόυντ» (σελ. 18-19).

Έχοντας λοιπόν αναδείξει στο πρώτο κεφάλαιο την ύπαρξη αυτής της ιδιαίτερης συνθήκης και συνεπώς την ανάγκη εννοιολόγησής της, στο δεύτερο κεφάλαιο η συγγραφέας προσπαθεί ακριβώς να επεξεργαστεί σε μεγαλύτερο βάθος τη νέα έννοια της αναρχικής ενόρμησης, που συνιστά μία από τις σημαντικές συνεισφορές της στον ψυχαναλυτικό χώρο. Τι είναι όμως η αναρχική ενόρμηση; Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, αν ο στόχος του Έρωτα είναι να φέρνει κοντά και να ενώνει, η αναρχική ενόρμηση τάσσεται από την αντίθετη πλευρά, αυτή του Θανάτου, και συνιστά δύναμη αποσύνδεσης· μιας αποσύνδεσης, όμως, που τελικά υπηρετεί τη ζωή. Πρόκειται για ένα ρεύμα ενόρμησης θανάτου που εργάζεται ενάντια στις κατεστημένες μορφές ζωής συμβάλλοντας ωστόσο στην ανανέωσή της. Ονομάζεται αναρχική, δανειζόμενη το όνομά της από το αναρχικό κίνημα, που «εμφανίζεται όταν κάθε δυνατή μορφή ζωής καταρρέει» (σελ. 92) και μάχεται για την υπεράσπιση της ζωής που την καταπιέζει ο θάνατος. Εύλογα έρχονται εδώ στο μυαλό του αναγνώστη οι θέσεις των κλασικών θεωρητικών του αναρχισμού, όπως για παράδειγμα του Μιχαήλ Μπακούνιν, για τον οποίο η καταστροφικότητα μπορεί να ταρακουνήσει τα πράγματα και να ξαναφέρει λίγη ζωή στα νερά μιας τελματωμένης κοινωνίας. Η Ζαλτζμάν, λοιπόν, η οποία εξάλλου αναφέρει στο βιβλίο της αναρχικούς στοχαστές σαν τον Πιοτρ Κροπότκιν, μεταφέρει αυτή την ιδέα στο επίπεδο της ψυχικής πραγματικότητας.

Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι η αναρχική ενόρμηση εμφανίζεται όταν ένα υποκείμενο εγκλωβίζεται σε μια οριακή εμπειρία, δηλαδή σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης που καθηλώνει το άτομο και το ωθεί στην αναγκαστική αντιμετώπισή της, η οποία όμως ενέχει μια θανάσιμη απειλή. Η οριακή εμπειρία μπορεί να είναι προϊόν μιας ατομικής ψυχικής σχέσης –όπως στην περίπτωση της Σοφί– ή να οφείλεται σε ακραίες καταστάσεις που αναπτύσονται μέσα στο φυσικό ή πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον. Ως παράδειγμα μιας οριακής εμπειρίας η Ναταλί Ζαλτζμάν φέρνει την ανορεξία. Η υπερβολική προσφορά τροφής-αγάπης από τον γονιό δεν επιτρέπει στο παιδί να αισθανθεί την οποιοδήποτε πείνα, κάτι που συν τω χρόνω θα του επέτρεπε να ρυθμίσει την επιβίωσή του με τα δικά του ψυχικά μέσα αυτοσυντήρησης. Η ανορεξία, τόσο με την αποστέρηση της τροφής όσο και με την αποδοχή και την επακόλουθη αποβολή της, λειτουργεί ως μια αντίσταση απέναντι σε μια οριακή κατάσταση στην οποία το υποκείμενο έχει εγκλωβιστεί και από την οποία παλεύει να απαλλαγεί με κίνδυνο της ζωής του. Με πιο απλά λόγια, στερούμενο το ανορεξικό υποκείμενο την τροφή, σε βαθμό που να φλερτάρει με τον θάνατο, αντιστέκεται απέναντι στην τροφή-αγάπη που το κατακλύζει. Έτσι, μέσα από τον θάνατο «διασώζει τους λόγους του να ζει» (σελ.96).

Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται μια απόπειρα να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη της αναρχικής ενόρμησης και σε άλλες οριακές καταστάσεις, πέρα από αυτές που εμφανίζονται συχνά στην ψυχαναλυτική πρακτική. Κατά τη συγγραφέα, συναντάμε μια τέτοια κατάσταση στη ζωή των Εσκιμώων. Οι Εσκιμώοι καλούνται να προσαρμόσουν τη ζωή τους στις ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες του τόπου τους προσπαθώντας να επιβιώσουν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, πολλές φορές επιλέγουν να ριχτούν στον θάνατο γιατί μόνο έτσι μπορούν να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Ένα παράδειγμα που επικαλείται η συγγραφέας αφορά τις δημογραφικές ρυθμίσεις στις οποίες προβαίνουν οι Ινουίτ προκειμένου να μπορέσουν ως φυλή να επιβιώσουν μέσα σε αυτές τις δύσκολες κλιματικές συνθήκες. Πιο συγκεκριμένα, ανάλογα με το αν οι κλιματικές προβλέψεις είναι ευνοϊκές ή δυσοίωνες, η κοινωνία υιοθετεί μια πολιτική που υποστηρίζει τη γεννητικότητα –στην πρώτη περίπτωση– ή μια πολιτική θανάτωσης των αδύναμων και ανεπιθύμητων μελών –στη δεύτερη– καθώς για αυτούς «ο προβλεπτικός φόνος είναι το κλειδί της επιβίωσης» (σελ. 107).

Μια άλλη οριακή εμπειρία που εξετάζεται είναι αυτή των στρατοπέδων συγκέντρωσης, όπου η διαρκής απειλή του θανάτου οδηγεί στην υιοθέτηση της αρχής της επιβίωσης ως του υπέρτατου νόμου. Μέσα στο στρατοπεδικό σύμπαν, που λειτουργεί με τους δικούς του θανατερούς κανόνες, ο μόνος τρόπος διαφυγής από τον θάνατο είναι η αποδοχή του. Παραθέτοντας μάλιστα τα λόγια της Ζαλτσμάν: «για να μπορείς να αντιστέκεσαι στον θάνατο, πρέπει κατ’ αρχάς ν’ αναγνωρίζεις την παρουσία του και να αρνείσαι τις υπεκφυγές» (σελ. 112). Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης η αναγνώριση του θανάσιμου κινδύνου έδινε την ώθηση για την αγκίστρωση στη ζωή, καθώς «η αντίσταση στον θάνατο μπορεί να γίνει λόγος για να ζεις όταν όλοι οι άλλοι λόγοι απουσιάζουν» (σελ. 114).

Κλείνοντας, θα ήταν φυσικά επιπόλαιο να θεωρήσουμε πως μια βιβλιοπαρουσίαση είναι αρκετή για να συμπυκνώσει όλη την προβληματική της Ναταλί Ζαλτζμάν σχετικά με την αναρχική ενόρμηση. Εξάλλου, κατά γενική ομολογία, η ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου της είναι ιδιαίτερα απαιτητική, ακόμη και για ανθρώπους εξοικειωμένους με την ψυχαναλυτική σκέψη. Ελπίζω όμως το παρόν κείμενο να μπόρεσε με κάποιον τρόπο να αναδείξει τη σημασία του έργου της και να κεντρίσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών για την κεντρική έννοια γύρω από την οποία περιστρέφεται ο προβληματισμός της Ζαλτζμάν· μια έννοια που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τη συμπεριφορά όλων εκείνων που «βρίσκουν στην απειλή του θανάτου τη δύναμη να αγωνίζονται» (σελ. 91).

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Μάρα Κτενά