Στις 23 Ιουνίου του 1997 ο μεταμοντέρνος φιλόσοφος Jacques Derrida πήρε συνέντευξη από τον πατέρα της free jazz, Ornette Coleman. Φαινομενικά, η προέλευση και το αντικείμενο των 2 είναι εντελώς διαφορετικά. Όμως έχουν περισσότερα κοινά από ότι φαντάζονται: είναι συνομίληκοι, βίωσαν τον ρατσισμό στο πετσί τους (ο ένας σαν Εβραίος μαθητής την περίοδο του Β' Παγκοσμίου πολέμου και ο άλλος μεγαλώνοντας σαν μαύρος στον συντηρητικό Αμερικάνικο Νότο). Αλλά κυρίως υπήρξαν πρωτοπόροι στους τομείς τους. Ο μεν ασκώντας κριτική στη ολότητα της Δυτικής Φιλοσοφίας και ο δε φτιάχνοντας τη δική του μέθοδο σύνθεσης, τα harmolodics. Φυσικά αυτό έχει 2 όψεις, καθώς αμφότεροι θεωρήθηκαν αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, διχάζοντας μελετητές και κριτικούς.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο Γαλλικό περιοδικό Les Inrockuptibles – το όνομα του οποίου είναι ένα λογοπαίγνιο με τις λέξεις incorruptibles και rock. Άλλωστε έτσι βάφτισε η φίλη του Derrida, Helene Cixous, το άτυπο κίνημα στην ηπειρωτική φιλοσοφία που εκπροσωπούσε ο ίδιος, ο Foucault, ο Baudrillard και ο Deleuze. Στοχαστές που, έχοντας επεξεργαστεί υπό κριτικό πρίσμα, θα 'λεγε κανείς, τις ιδέες από τον Hegel μέχρι τον Heidegger, κάνανε ένα ''reboot'' στη φιλοσοφία μακριά από τα λαϊκιστικά ήθη της pop εποχής (τραβώντας διαφορετικούς δρόμους ο καθένας). Ο Chomsky έχει δηλώσει πως δεν μπορεί να κατανοήσει τον Derrida και ότι αυτό το κίνημα αποτελεί μια ελίτ διανοούμενων. Με εφαλτήριο την αποδόμηση, δημιουργήθηκε το αντίστοιχο αρχιτεκτονικό ρεύμα (βλέπε ''το κτήριο που χορεύει'' του Gehry στην Πράγα) που αποκλείει την λειτουργικότητα του Bauhaus, αναδεικνύοντας τα κτήρια περισσότερο ως έργα τέχνης.
Οι λέξεις δεν αναπαριστούν από μόνες τους αντικείμενα ή ιδέες, αλλά παίρνουν νόημα μέσα από την αντιθετική τους σχέση με άλλες. Έχω μόνο μία γλώσσα, τα γαλλικά, αλλά αυτή η γλώσσα δεν είναι δική μου – λέει ο, γεννημένος στην Αλγερία, Derrida (ανάλογα ο απόγονος σκλάβων, Coleman, δεν μπορεί να γνωρίζει ποιά είναι η γλώσσα που μίλαγαν οι πρόγονοί του). Η αποικιοκρατία κατάφερε να εξαφανίσει πολλές γλώσσες για χάρη της παγκοσμιοποίησης. Γι΄ αυτό η αποδόμηση ταρακουνάει το θεμέλιο της Δυτικής ιδεολογικής ηγεμονίας – την κοινώς αποδεκτή ιστορία που καθρεφτίζεται σε θεσμούς και ιδρύματα. Αλλά και στην ίδια τη φιλοσοφία, που υποτίθεται πως αναρωτιέται για τα πάντα. Πριν τις σημαντικές οντολογικές ερωτήσεις τι υπήρχε; Σε ένα αρχαιότερο ρεύμα σκέψης ίσως επικρατούσε μια, τρόπον τινά, βεβαιότητα. Έτσι, για να βιώσει κανείς το παρόν πρέπει να υπάρξει ταύτιση με το παρελθόν ή το μέλλον του (οποιουδήποτε) Άλλου.
Αυτόν τον Άλλο προσπάθησε να αγγίξει και ο Ornette, αναζητώντας μια οικουμενική μουσική, βλέποντας τα προβλήματα που είχαν οι μειονότητες στο Texas – βέβαια άθελά του γέννησε αρκετές υποκατηγορίες, αποξενώνοντας ακόμα περισσότερο την jazz. Ο πρωτόγονος ήχος του κλαίοντος σαξοφώνου του (alto σαν τον Charlie Parker: και οι 2 ηχογράφησαν μόνο 1 δίσκο με τενόρο), σε συνδυασμό με την τεχνολογία που συχνά χρησιμοποιεί και τη συνήθη έλλειψη πιάνου (αρμονικής δομής) στα group του, αντιπροσωπεύουν κάτι πραγματικά διαφορετικό (ο πρώτος του δίσκος ονομάζεται Something Else). Αφότου κερδήθηκε η μάχη για τα φυλετικά δικαιώματα στην Αμερική, η ριζοσπαστική Αφροαμερικάνικη αισθητική αναζήτησε εναλλακτικές διεξόδους στην Δυτική κουλτούρα – σε πλήρη αναλογία με την αποδόμηση. Αν και αυτοδίδακτος, ο Coleman συμβαδίζει με το αλεατορικό πνεύμα της ''λόγιας'' μουσικής του 20ου αιώνα. Παρότι η ένδειξη ad libitum υπάρχει στη μουσική σημειογραφία (που ξεκινάει με το Γρηγοριανό Μέλος στη Δύση) από την baroque εποχή, το πραγματικά τυχαίο στοιχείο εντοπίζεται στην σειραική μουσική – 12 ισάξιες νοτούλες κατάφεραν να αψηφήσουν όλο τον Δυτικό ορθολογισμό στη σύνθεση. Η έλλειψη τονικού κέντρου (βλέπε ατονική μουσική, Debussy), ενώ θεωρήθηκε αρχικά αιρετική, αποκατέστησε ένα είδος ''δημοκρατίας'' στα πλαίσια της κλασικής αρμονίας. Η επανάσταση στη μουσική σημειογραφία κορυφώθηκε με τον ''δικό μας'' Ιάννη Ξενάκη που εισήγαγε την χρήση μαθηματικών μοντέλων στη μουσική και τον, θαυμαστή του Wittgenstein, Cornelius Cardew που έφτασε στο σημείο να αντικαταστήσει τις ίδιες τις νότες με αφηρημένα σύμβολα.
Η συζήτηση στρέφεται γρήγορα γύρω απ΄την σημειολογία και την σύνδεσή της με τον αυτοσχεδιασμό. Η παρτιτούρα (γραπτός λόγος) δεν είναι υποδεέστερη της ερμηνείας της (''προφορικός'' λόγος). Παρ΄όλα αυτά ο jazz μουσικός προτιμάει να καταστρέφει αυτό που γράφει ο συνθέτης. Ο ίδιος ο Coleman σαν συνθέτης αφήνει τους ερμηνευτές να στολίζουν τον σκελετό του έργου του με αμέτρητους ξένους φθόγγους αυτοσχεδιάζοντας έξω από την υπάρχουσα bebop παράδοση. Όταν περιγράφει την δημιουργία του πιο γνωστού του κομματιού (Lonely Woman), θυμάται ότι είδε σε μια γκαλερί τη ζωγραφιά μιας πάμπλουτης λευκής γυναίκας που, παρότι είχε τα πιο ονειρεμένα υλικά αγαθά, στην έκφρασή της φαινόταν η μεγαλύτερη μοναξιά που αντίκρισε ποτέ.
Το έργο του Derrida, 10 χρόνια μετά το θάνατό του, παραμένει επίκαιρο. Όπως και η μουσική του Coleman άλλωστε. Τα παραδείγματά τους μας δείχνουν πού μπορεί να φτάσει το ανθρώπινο πνεύμα όταν δουλεύει έξω από τη νόρμα – είτε αυτή ονομάζεται αναλυτική φιλοσοφία, είτε αποστειρωμένη jazz των κολεγίων.
*Ολόκληρη την συνέντευξη μπορείτε να την διαβάσετε εδώ.