Οι ερωτήσεις που ξεκινούν με τη φράση «Ποιο είναι το αγαπημένο σου...;» είτε αναφέρονται σε συγκρότημα, είτε σε είδος μουσικής, είτε σε ταινίες με έφερναν ανέκαθεν σε αμηχανία, γιατί στο άκουσμά τους άρχιζα ασυναίσθητα να κάνω μια υπερπροσπάθεια κατηγοριοποίησης και αφαίρεσης, η οποία σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια πάντα αποτύγχανε, με αποτέλεσμα ο συνομιλητής μου να μη λαμβάνει ποτέ μια σαφή απάντηση.
Η έκπληξη μου ήταν μεγάλη όταν προσφάτως σε αντίστοιχη ερώτηση σχετικά με το αγαπημένο μου βιβλίο, απάντησα χωρίς κανένα δισταγμό και χωρίς καμία καθυστέρηση. «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» του Primo Levi. Φυσικά, δεν είναι τυχαίο ότι ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα, ούτε ότι -όπως συνειδητοποιήσα χρόνια μετά- ήταν αυτό που έθεσε τις βάσεις για τη διαμόρφωση της μετέπειτα πολιτικής μου υπόστασης.
Ο Primo Levi, ιταλοεβραϊκής καταγωγής συνελήθφη το 1943 ως μέλος της αντιφασιστικής αντίστασης και στάλθηκε στο Άουσβιτς. Στο «εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» αποτυπώνει τη φρικτή εμπειρία του στρατοπέδου, από τον ήχο του πρωινού εγερτηρίου έως τη νεκρική σιωπή της νύχτας, από το στοίβαγμα στους κοιτώνες έως την εξαντλητική εργασία, από την καθημερινή επιλογή των «υγιών» από τους «αρρώστους» που θα στέλνονταν στο θάνατο έως τα κρεματόρια και τους θαλάμους αερίων. Το βιβλίο γεννήθηκε γιατί όπως μας λέει ο ίδιος: «Γράφω αυτό που δεν θα μπορούσα να πω σε κανέναν. Έγραψα το βιβλίο μόλις επέστρεψα, μέσα σε λίγους μήνες:γιατί οι αναμνήσεις με βασάνιζαν.»
Το εκπληκτικό με το εν λόγω βιβλίο είναι ότι ο Levi εξιστορεί τα όσα φρικιαστικά έζησε στο στρατόπεδο με μια αξιοθαύμαστη ψυχραιμία και αξιοπρέπεια, δίχως ίχνος υπερβολής ή μεμψιμοιρίας, δίχως καμία εκδήλωση μίσους προς τους βασανιστές του. Αποδέχεται τη βεβαιότητα του επικείμενου θανάτου, προσπαθώντας όμως στο βάθος βάθος να διατηρήσει όσα ψήγματα ανθρωπιάς μπορεί μέσα απ’ αυτόν τον ανείπωτο και διαρκή εξευτελισμό σώματος και πνεύματος.
«Ναι,είμαστε σκλάβοι, στερημένοι κάθε δικαίωμα, εκτεθειμένοι σε κάθε προσβολή,αντιμετωπίζουμε βέβαιο θάνατο, αλλά μας έχει απομείνει ένα δικαίωμα και πρέπει να το υπερασπιστούμε με σθένος γιατί είναι το τελευταίο: το δικαίωμα να αρνηθούμε τη συγκατάθεσή μας. Και γι’ αυτό πρέπει να πλένουμε το πρόσωπο, έστω και χωρίς σαπούνι και με βρώμικο νερό και να σκουπιζόμαστε με τη ζακέτα.Να βάζουμε γράσο στα παπούτσια, όχι επειδη το επιβάλλει ο κανονισμός, αλλά από αξιοπρέπεια και ευπρέπεια. Πρέπει να περπατάμε ευθείς, χωρίς να σέρνουμε τα πόδια μας, όχι χάριν της πρωσικής πειθαρχίας, αλλά για να μείνουμε ζωντανοί, για να μην πάρουμε το δρόμο που οδηγεί στο θάνατο.»
Στη διάρκεια αυτής της μαρτυρίας, μαθαίνουμε για τους άτυπους κανόνες επιβίωσης που ίσχυαν στο Λάγκερ μεταξύ των κρατουμένων, για τους «παλιούς» και «νέους» που αναγωρίζονταν από τον αριθμό στο χέρι, για το στοίβαγμα στους κοιτώνες και τις δυσκολίες της νύχτας, για συντρόφους χάρη στους οποίους η καθημερινότητα γινόταν ελάχιστα πιο υποφερτή, για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, για Πολωνούς και Ιταλούς, για τον ατέρμονο χειμώνα, για ανθρώπους που αν δεν επιλέγονταν για θανάτωση στους θαλάμους αερίων πέθαιναν από το κρύο, την πείνα και την εξάντληση, για το αναρρωτήριο και την εξευτελιστική διαδικασία εισαγωγής σε αυτό, για τους καθημερινούς βασανισμούς και ξυλοδαρμούς από τους «Κάπο», από επαγγελματίες εγκληματίες δηλαδή που ήλεγχαν τους στρατώνες και την εργασία.
«Και μιας και είμαστε όλοι χορτάτοι, για μερικές ώρες τουλάχιστον, δεν ξεσπούν καυγάδες, είμαστε φρόνιμοι, ο Κάπο δεν θα αναγκαστεί να μας δείρει και είμαστε ικανοί να σκεφτούμε τις μητέρες μας και τις γυναίκες μας, πράγμα που συμβαίνει σπάνια. Για λίγες ώρες, μπορούμε να είμαστε δυστυχισμένοι με τον τρόπο των ελεύθερων ανθρώπων.»
Κι όλα αυτά διατυπωμένα με μια αδιανόητη νηφαλιότητα, χωρίς συναισθηματισμούς και δράματα, παρά μόνο με αναφορές σε χωρία της «Κόλασης» του Δάντη, ως σαφής παραλληλισμός με την κόλαση εντός του στρατοπέδου.
«Αλλά εδώ στο Λάγκερ δεν υπάρχουν ούτε τρελοί ούτε εγκληματίες: εγκληματίες γιατί δεν υπάρχει ηθικός νόμος για να παραβείς, τρελοί γιατί η τύχη μας είναι καθορισμένη και κάθε μας πράξη η μόνη δυνατή σε τόπο και σε χρόνο.»
Κατάλαβα ότι το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» είχε ισχυρή επιρροή στο ασυνείδητό μου, χρόνια μετά, όταν επισκέφθηκα το Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Παρότι μετά το συγκεκριμένο βιβλίο είχα διαβάσει πολλά ακόμη για το ζήτημα του Ολοκαυτώματος και των στρατοπέδων συγκέντρωσης, τη στιγμή που περιπλανιόμουν ανάμεσα στα Blocks και στα άλλοτε θανατηφόρα συρματοπλέγματα, έρχονταν στο νου φράσεις και εικόνες από το βιβλίο του Primo Levi και η συγκίνηση γινόταν ακόμα πιο έντονη.
Αντί επιλόγου ή οποιασδήποτε σύγκρισης με το σήμερα, κλείνω με μια φράση του ίδιου του Levi που νομίζω ότι τα περιλαμβάνει όλα και εξηγεί ακριβώς γιατί αυτό το βιβλίο είναι απαραίτητο για τη συλλογική μνήμη:
«Συνέβη μία φορά. Γι’ αυτό μπορεί να ξανασυμβεί.»