Ανάλυση

Ο βαρύς χειμώνας μετά την Αραβική Άνοιξη (μέρος Α)

Οι θεωρίες εκδημοκρατισμού και η ιστορία τους

Η γενικευμένη εξέγερση που εκδηλώθηκε σε διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής κατά τους πρώτους μήνες του 2011 και συνοπτικά ονομάστηκε «Αραβική Άνοιξη», εκτός από το ότι κινητοποίησε το ενδιαφέρον μας για τη διερεύνηση των επιμέρους γεγονότων και την παρακολούθηση των εξελίξεων, μπορεί επιπλέον να αποτελέσει αφορμή για μία εκ νέου ανασκόπηση-ανάλυση των θεωριών εκδημοκρατισμού, υπό το πρίσμα της παρατεταμένης επιβίωσης αυταρχικών καθεστώτων στον αραβικό κόσμο. Στο παρόν πρώτο μέρος της ανάλυσης, θα παρουσιάσουμε τις βασικότερες από αυτές τις θεωρίες, ενώ στο δεύτερο μέρος, που θα ακολουθήσει σε ξεχωριστό κείμενο, θα αναφερθούμε πιο συγκεκριμένα στις περιπτώσεις των χωρών τις οποίες επηρέασε η εξέγερση.

Χάρη στα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης , είχαμε το πρωτοφανές για τις χώρες του αραβικού κόσμου φαινόμενο της απομάκρυνσης κάποιου ηγέτη κατόπιν των λαϊκών κινητοποιήσεων: αρχικά του Μπεν Άλι στην Τυνησία και μετέπειτα και σε άλλες χώρες. Παρά το σχεδόν κοσμογονικό για τον αραβικό κόσμο προαναφερθέν γεγονός, δεν υπάρχει κάποιο παράδειγμα χώρας η οποία να ολοκλήρωσε τη μετάβασή της σε δημοκρατικό καθεστώς. Πρόκειται για ένα στοιχείο το οποίο φανερώνει από μόνο του την δυσκολία του εγχειρήματος εκδημοκρατισμού της περιοχής και μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η Αραβική Άνοιξη απέτυχε όσον αφορά τον βασικό —ανάμεσα σε άλλους, μιάς και τα αιτήματα ανά χώρα είχαν διαφορές— της στόχο: τον εκδημοκρατισμό των χωρών αυτών, όπως θα διαπιστώσουμε από την ανά χώρα ανασκόπηση της περιόδου αυτής που θα ακολουθήσει.

Οι κινητοποιήσεις που ξέσπασαν το 2011 και οι εξελίξεις που προέκυψαν από αυτές έφεραν στο προσκήνιο μια μακροχρόνια και επεισοδιακή σχέση: αυτή ανάμεσα στις θεωρίες εκδημοκρατισμού και την πολιτική πραγματικότητα στα αραβικά καθεστώτα. Διαχρονικά, οι πολιτικοί επιστήμονες που ασχολήθηκαν με τις διαδικασίες εκδημοκρατισμού αυταρχικών καθεστώτων έχουν επισημάνει πως οι εν λόγω χώρες δεν συμμορφώθηκαν με τις θεωρητικές υποθέσεις τους. Χρήσιμο είναι, λοιπόν, πριν την ιστορική καταγραφή των γεγονότων της Αραβικής Άνοιξης να προηγηθεί μία συνοπτική αναφορά στις σημαντικότερες θεωρίες εκδημοκρατισμού και την ιστορία τους.

Οι θεωρίες εκδημοκρατισμού παρουσιάζουν ανάμεσα τους αρκετές διαφοροποιήσεις. Παρόλ' αυτά, οι πλέον κλασικές από αυτές, δηλαδή η θεωρία του εκσυγχρονισμού, οι αναλύσεις της ιστορικής κοινωνιολογίας και η προσέγγιση των κυμάτων, εστιάζουν σε κοινούς παράγοντες. Η εστίασή τους αφορά στα ανώτερα επίπεδα ανάλυσης, όπως η διεθνής διάσταση, η πολιτική κουλτούρα, το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και το εσωτερικό δομικό πλαίσιο. Σε αντίθεση με τις κλασικές μεταπολεμικές θεωρίες, εκείνες που αναπτύχθηκαν μετά τη δεκαετία του 1980 εστίασαν στους κοινωνικοπολιτικούς δρώντες. Οι νέες αυτές προσεγγίσεις εστιάζουν στα τελευταία επίπεδα ανάλυσης: τα συμφέροντα και τις επιλογές συγκεκριμένων υποκειμένων ή ηγετικών ομάδων, ενταγμένων πάντως στην πολιτική ελίτ (σύνηθες φαινόμενο στον αραβικό κόσμο).

Η πιο γνωστή από τις μεταπολεμικές θεωρίες, αυτή του εκσυγχρονισμού, έχει ως βασική της υπόθεση ότι οι ευρισκόμενες από κάποιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και πάνω κοινωνίες έχουν γίνει τόσο περίπλοκες και δυναμικές, ώστε πλέον να μην μπορούν να κυβερνηθούν αυταρχικά. Ο μηχανισμός, ο οποίος σύμφωνα με την εν λόγω θεωρία θα οδηγήσει στον εκδημοκρατισμό, αποτελείται από δύο στάδια: το πρώτο συνδέεται με την οικονομική ανάπτυξη και όσα αυτή επιφέρει —αστικοποίηση, διεύρυνση μεσαίας τάξης κ.α.—, ενώ στο δεύτερο η αυξημένη κοινωνική κινητικότητα μετατρέπεται σε πολιτικές διεκδικήσεις και μαζική συμμετοχή στα κοινά, οδηγώντας έτσι την εκάστοτε χώρα σε φάση εκδημοκρατισμού. Παρά την αναγνώριση που απολάμβανε αρχικά η θεωρία του εκσυγχρονισμού, από τη δεκαετία του 1970 και μετά δέχτηκε έντονη κριτική —κυρίως γιατί δεν επαληθεύτηκε η κεντρική της υπόθεση, δηλαδή τα δύο προαναφερθέντα στάδια σε χώρες με υψηλούς δείκτες ανάπτυξης— με αποτέλεσμα την σταδιακή της υποχώρηση.

Βασισμένη σε δομικούς παράγοντες, χωρίς ωστόσο να ακολουθεί το εξελικτικό σχήμα της θεωρίας του εκσυγχρονισμού, είναι και η παράδοση της ιστορικής κοινωνιολογίας. Η ουσιαστικότερη διαφορά των δύο θεωριών είναι πως αυτή εστιάζει στις σχέσεις μεταξύ κράτους και κοινωνικών τάξεων. Η εν λόγω μελέτη αναγνωρίζει πως οι διαφοροποιημένες πολιτικές εξελίξεις ανά χώρα πηγάζουν από το εάν έχουν ή δεν έχουν σχηματιστεί κοινωνικές συμμαχίες ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις όπως αυτές των αστών, των γαιοκτημόνων ή των αγροτών. Ο χαρακτήρας του κράτους-καθεστώτος εξαρτάται άμεσα από τις σχέσεις των παραπάνω κοινωνικών ομάδων-τάξεων.

Η πλέον γνωστή σήμερα μέθοδος καταγραφής είναι αυτή των «κυμάτων», θεμελιωτής της οποίας είναι ο Samuel Huntington. Η θεωρία αυτή δίνει έμφαση στον διεθνή αντίκτυπο που έχει η εκάστοτε προσπάθεια εκδημοκρατισμού. Ο Huntington προχωρά σε τριμερή διαχωρισμό των κυμάτων, ανάλογα με τη χρονική περίοδο εμφάνισης τους αλλά και τις αιτίες που τα δημιουργούν: κύρια αιτία του πρώτου κύματος είναι η καπιταλιστική ανάπτυξη και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, ενώ του δεύτερου η ήττα του φασισμού και η αυξανόμενη επιρροή των λεγόμενων δυτικών δημοκρατιών. Τέλος, το τρίτο και πιο πρόσφατο κύμα, έχει κατά τον Huntington άμεση σχέση με τους εξής πέντε παράγοντες: α) το πρόβλημα νομιμοποίησης των αυταρχικών καθεστώτων σε συνδυασμό με την οικονομική στασιμότητα τους, β) τις αυξανόμενες προσδοκίες που δημιουργήθηκαν από την οικονομική ανάπτυξη και την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου, γ) την φιλελευθεροποίηση της Καθολικής Εκκλησίας, δ) την αλλαγή της στάσης διεθνών οργανισμών (τόσο για παγκόσμιου ενδιαφέροντος θέματα όσο και για ποιο τοπικού) και ε) τα φαινόμενα-χιονοστιβάδα ως επακόλουθο της ανάπτυξης παγκόσμιου επικοινωνιακού δικτύου. Η κριτική που δέχτηκε ο Huntington ήταν έντονη και το κύριο στοιχείο της ήταν η σχεδόν καθολική επικέντρωση στους διεθνείς παράγοντες με την ταυτόχρονη υποβάθμιση των εσωτερικών παραγόντων. Πέραν τούτου, από το 1980 και μετά, οι κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες πραγματοποιούν στροφή προς το υποκείμενο, στροφή που θα επηρεάσει και τις θεωρίες εκδημοκρατισμού, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Σημαντικό αντίκτυπο είχε και η θεωρία της «μετάβασης στη δημοκρατία» [transition paradigm] ή, όπως μετονομάστηκε αργότερα, «μεταβασιολογία». Η κυριότερη διαφορά ανάμεσα στη θεωρία των κυμάτων και της μετάβασης είναι πως στην δεύτερη ο εκδημοκρατισμός ενός καθεστώτος είναι απόρροια της επιθυμίας ενός μικρού κύκλου ηγετών και δεν εξαρτάται από οικονομικοκοινωνικούς παράγοντες όπως ισχυρίστηκαν οι θεμελιωτές της πρώτης. Η διαδικασία εκδημοκρατισμού, κατά την μεταβασιολογική προσέγγιση, πραγματοποιείται δια μέσω σταδίων. Το αρχικό στάδιο έχει ονομαστεί άνοιγμα, μιας και σε αυτό πραγματοποιείται μία κάποια φιλελευθεροποίηση του αυταρχικού καθεστώτος. Εν συνεχεία ακολουθούν η ρήξη και η μετάβαση, δηλαδή η κατάρρευση του παλαιού καθεστώτος και η ανάδειξη μίας νέας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης για να φτάσει η διαδικασία στο τελικό της στάδιο: την εδραίωση, η οποία συνοπτικά μπορεί να προσδιοριστεί ως την ομαλή δημοκρατική λειτουργία του νέου καθεστώτος. Για το μεταβασιολογικό υπόδειγμα, εξέχοντα ρόλο στην διαδικασία εκδημοκρατισμού έχουν οι εκλογές, όμως τα παραδείγματα «ανοιγμάτων» σε χώρες της Β. Αφρικής και της Μ. Ανατολής στις οποίες πραγματοποιήθηκαν περιορισμένης εστίασης φιλελευθεροποιήσεις ταυτόχρονα με την διενέργεια εκλογών, απέδειξαν πως παρά την πραγμάτωση των παραπάνω, τα αυταρχικά καθεστώτα όχι μόνο δεν κατέρρευσαν, αλλά ενισχύθηκαν κιόλας.

Διαδήλωση στην Αλ Μπάιντα της Λιβύης (Ιούλιος 2011). Πηγή: wikipedia.

Η ανθεκτικότητα του αυταρχισμού οδήγησε τους νεότερους μελετητές στο να απορρίψουν την άποψη πως τα αραβικά κράτη βρίσκονται σε διαδικασία μετάβασης προς τη δημοκρατία. Σύντομα αναπτύχθηκαν νέες θεωρίες , οι οποίες εκκινούσαν από το παραπάνω ως δεδομένο ενώ ταυτόχρονα εισήγαγαν νέους παράγοντες που επηρέασαν τις αναλύσεις τους (θρησκεία, πολιτισμικά στοιχεία). Η πρώτη από τις δύο νέες θεωρίες εμπεριέχει παράγοντες των αραβικών κοινωνιών που δεν συμβαδίζουν με τις αξίες και τους θεσμούς των «δυτικού τύπου» δημοκρατιών. Ο βασικότερος λόγος παρεμπόδισης της διαδικασίας εκδημοκρατισμού σύμφωνα με αυτήν την πολιτισμική προσέγγιση είναι ο θρησκευτικός παράγοντας. Πολλές από τις προσεγγίσεις που εστιάζουν στο ρόλο του Ισλάμ άλλωστε διέκριναν θεμελιακές ασυμβατότητες ανάμεσα στα διδάγματα της μουσουλμανικής θρησκείας και των αξιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Για ορισμένους από τους θιασώτες της παραπάνω προσέγγισης, το θεοκρατικό ισλαμικό μοντέλο αποτελεί το μοναδικό επιθυμητό δομικό σύστημα για τον αραβικό κόσμο. Παραβλέπουν όμως ότι το Ισλάμ δεν μπορεί να ιδωθεί ως μία και αυστηρά ίδια θρησκεία, καθώς υπάρχουν αρκετές διαφορετικές εκφάνσεις του ανάλογα με το χρονικό και τοπικό πλαίσιο μελέτης του.

Η δεύτερη ομάδα αναλύσεων εστιάζει περισσότερο στην παράδοση-κληρονομιά του «φυλετισμού» [tribalism] βασισμένη —και— στη νομαδικότητα ορισμένων αραβικών κοινωνιών. Κυρίαρχη έννοια στις αναλύσεις αυτές είναι η asabiyya, δηλαδή η κουλτούρα της αφοσίωσης και ταύτισης με μικρές κοινωνικές ομάδες όπως οι φυλές ή οι φατρίες. Οι ομάδες αυτές συχνά χρησιμοποιούνται εργαλειακά από τους αυταρχικούς ηγέτες. Με αυτό ως δεδομένο, οι μελετητές της εν λόγω θεωρίας διαχωρίζουν τη θέση τους από την άποψη πως η αραβική κουλτούρα είναι εγγενώς ασύμβατη με τη δημοκρατία. Γι' αυτούς ο αραβικός κόσμος ή τουλάχιστον ένα σεβαστό ποσοστό του είναι ένας εύκολα χειραγωγίσιμος «πολιτισμικός πόρος», ο οποίος έγινε σε αρκετές περιπτώσεις αντικείμενο εκμετάλλευσης από την αυταρχική εξουσία.

Ο συνδυασμός παραδοσιακών και νεωτερικών στοιχείων ως κύριο χαρακτηριστικό της αραβικής πολιτικής κουλτούρας έχει επισημανθεί —με διαφοροποιήσεις— από πολλούς μελετητές, φιλοσόφους και πολιτικούς επιστήμονες διαχρονικά, ανάμεσα στους οποίους ο Weber, o Eisenstandt και άλλοι. Οι βασικότερες έννοιες τέτοιων θεωριών είναι ο νεοπατριμονιαλισμός και η νεοπατριαρχία, κοινό στοιχείο των οποίων είναι η υποτέλεια της μάζας ή μέρος αυτής στον εκάστοτε άρχοντα, ηγέτη ή εν γένει άρχουσα τάξη. Οι μελέτες τέτοιου τύπου παρουσιάζουν ωστόσο και αδυναμίες, με σημαντικότερη την υπερβολική εστίαση τους στο προσωποκεντρισμό των αυταρχικών καθεστώτων και την ταυτόχρονη περιθωριοποίηση σημαντικότατων θεσμών όπως ο στρατός σε Αίγυπτο και Τυνησία (στοιχείο που θα εξεταστεί αναλυτικότερα στις ανά χώρα αναφορές που ακολουθούν).

Η αποτυχία της διαδικασίας του εκδημοκρατισμού υπήρξε η αφορμή για τη δημιουργία και νέων εναλλακτικών θεωριών. Οι θεωρίες αυτές περιστρέφονται γύρω από την σφαίρα της οικονομίας και της πολιτικής και όχι γύρω από αυτήν του πολιτισμικού στοιχείου. Βάσει αυτών των θεωριών τα καθεστώτα που έχουν δημιουργηθεί στον αραβικό κόσμο είναι υβριδικού χαρακτήρα και άρα η τοποθέτηση τους στο δίπολο αυταρχισμός-δημοκρατία είναι δύσκολο να γίνει. Τα βασικά γνωρίσματα των εξεταζόμενων κοινωνιών, βάσει των προσεγγίσεων της ιστορικής κοινωνιολογίας και της πολιτικής οικονομίας, είναι σε πρώτο στάδιο η υπανάπτυξη που επέτρεψε τη διατήρηση πατριαρχικού προσανατολισμού κοινωνιών και σε δεύτερο στάδιο, λόγω της ανακάλυψης και εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου, η θεμελίωση «προσοδοθηρικών μοναρχιών», δηλαδή κρατικοδίαιτων οικονομιών οι οποίες λειτούργησαν και ως μοχλός ελέγχου της μάζας. Ιστορική εξέλιξη μερικών τέτοιων καθεστώτων θεωρήθηκαν οι λαϊκιστικοί αυταρχισμοί (Αίγυπτος, Τυνησία) στους οποίους παρά τις αναδιανεμητικές υπέρ των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων πολιτικές, ο χαρακτήρας τους παρέμεινε ίδιος. Πιο σύγχρονες μετεξελίξεις των αυταρχικών καθεστώτων, ειδικότερα μετά το τέλος της «δημοκρατίας του ψωμιού» (Αίγυπτος, τέλη της δεκαετίας του 1970), είναι οι μεταλαϊκιστικοί αυταρχισμοί κατά Hinebusch, οι εκλογικοί αυταρχισμοί κατά Schebler και οι νέοι αυταρχισμοί κατά King. Tα νεότερα αυταρχικά μοντέλα έχουν ως κοινό τους γνώρισμα την αντικατάσταση του λαϊκιστικού κοινωνικού συμβολαίου με την εκλογική νομιμοποίηση των καθεστώτων. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο μελετητές προερχόμενοι από την μεταβασιολογική θεωρία πίστεψαν πως τα καθεστώτα αυτά είχαν εισέλθει σε τροχιά εκδημοκρατισμού, χωρίς ωστόσο να επιβεβαιωθούν από τις εξελίξεις.

Διαδήλωση στην Υεμένη (Απρίλιος 2011). Πηγή: wikipedia.

Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό όχι μόνον την περιοχή αυτή αλλά ολόκληρο τον πλανήτη. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου η Δύση, με προεξέχουσα δύναμη τις ΗΠΑ, επιθυμούσε τη διασφάλιση της ειρήνης σε τοπικό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο, με αποτέλεσμα να παρέχει στήριξη σε ορισμένα αυταρχικά καθεστώτα πιστεύοντας πως κατ' αυτόν τον τρόπο θα πετύχει το στόχο της. Στην πραγματικότητα η στήριξη αυτή μετατράπηκε από τα καθεστώτα, σε διώξεις εναντίον των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων, σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συνολικά σε μεγαλύτερης κλίμακας αυταρχισμό. Σημαντικό, για το επίδικο θέμα, έτος είναι και το 2005 κατά το οποίο υπήρξαν μαζικές κινητοποιήσεις σε Αίγυπτο και Τυνησία ενώ ταυτόχρονα διεξήχθησαν εκλογές σε Ιράν, Σαουδική Αραβία και Παλαιστίνη. Οι ελπίδες που δημιουργήθηκαν από τις παραπάνω εξελίξεις, οι οποίες αργότερα θεωρήθηκαν προπομπός της Αραβικής Άνοιξης, εξανεμίστηκαν γρήγορα όπως άλλωστε και αυτές που δημιουργήθηκαν το 2011.

Η διαχρονική κατάσταση που παρατηρούμε στα αραβικά κράτη οδήγησε ορισμένους μελετητές στο να εκφράσουν την άποψη αλλαγής του ερευνητικού πλαισίου εν συνόλω, από την προσπάθεια έρευνας των «αποτυχημένων εκδημοκρατισμών» σε αυτό των «πετυχημένων αυταρχισμών».

Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν, ελπίζουμε ότι η στενή σχέση των θεωριών εκδημοκρατισμού με τις χώρες του αραβικού κόσμου μπορεί να γίνει αντιληπτή πριν ακόμα από την εξέταση των γεγονότων της Αραβικής Άνοιξης, που θα ακολουθήσει στο επόμενο μέρος της ανάλυσης. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη εξέταση των πρόσφατων ιστορικών παραδειγμάτων, θα επιχειρήσει να προσφέρει στις παραπάνω πραγματεύσεις εμπειρικό υπόβαθρο.

 

[Η κεντρική εικόνα του άρθρου είναι φωτογραφία από διαδήλωση στην πλατεία Ταχρίρ.]

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Θανάσης Δημάκας