Ανάλυση

Όταν ανέβηκε η σβάστικα στην Ακρόπολη: Η παράδοση της Αθήνας, 27 Απριλίου 1941

 

Η 27η Απριλίου ως μέρος της ελληνικής αυτοσυνειδησίας αποτελεί άλλη μία περίπτωση της κατηγορίας των “Μαύρων Επετείων”, των θλιβερών ημερομηνιών δηλαδή που έχουν συνδεθεί με τη συμμετοχή της χώρας στο “καμίνι” του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Eκείνη την ημέρα ολοκληρωνόταν η κατάρρευση της ελληνικής άμυνας απέναντι στην πολεμική μηχανή της Wermacht με την παράδοση της πρωτεύουσας Αθήνας. Μαζί της έληξε η τραγική αλληλουχία των γεγονότων, που οδήγησε την Ελλάδα στην ίδια μοίρα με την πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών, καθώς τον Απρίλιο του 1941 όλες οι ιστορικές πρωτεύουσες της ηπείρου είχαν γνωρίσει την ήττα και την υποταγή: Παρίσι, Βαρσοβία, Πράγα, Βελιγράδι, Άμστερνταμ, Βρυξέλλες. Τα μαύρα σύννεφα πάνω από την Ελλάδα είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται ήδη από τον Μάρτιο του 1941. Τότε, μπορεί η ελληνική Στρατιά Ηπείρου να κατόρθωσε να αποκρούσει την ιταλική “εαρινή επίθεση” στο μέτωπο της Αλβανίας (Επιχείρηση Primavera), παρόλα αυτά πολύ άσχημες εξελίξεις πραγματοποιούνταν στα βόρεια σύνορα της χώρας.

Οι άσχημες εξελίξεις αφορούσαν τον χώρο της Γιουγκοσλαβίας, η οποία ήταν η χώρα-κλειδί της γενικότερης περιοχής των Βαλκανίων. Εκεί, αρχικά η κυβέρνηση Τσβενκόβιτς είχε αποδεχτεί τη συμμετοχή της χώρας στο Τριμερές Σύμφωνο και επομένως τη συμμαχία με τη Γερμανία. Τυχόν συμμετοχή του Βελιγραδίου στο Σύμφωνο, λίγο μόνο καιρό μετά την επισημοποίηση της προσχώρησης της Σόφιας, θα σήμαινε την πλήρη επικράτηση των φιλοαξονικών δυνάμεων και επομένως τη στρατηγική περικύκλωση της Ελλάδας, η οποία παρατηρούσε με τρόμο το μέτωπο της Αλβανίας να οδηγείται σε φάση τελμάτωσης. Στις 25-27 Μαρτίου, όμως, ένα φιλοβρετανικό πραξικόπημα στο Βελιγράδι θα φέρει στην εξουσία την κυβέρνηση Σίμοβιτς, η οποία θα θελήσει να εντάξει τη Γιουγκοσλαβία στον πόλεμο κατά του Άξονα. Η εξέλιξη αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των αμυνόμενων και του βρετανικού παράγοντα, ο οποίος καιρό τώρα επιθυμούσε τη δημιουργία ενός μεγάλου αντιγερμανικού μετώπου στα Βαλκάνια. Μάλιστα, δεν έλειψαν και οι σκέψεις για συντονισμένη επιθετική ενέργεια ελληνικών και γιουγκοσλαβικών στρατευμάτων έναντι των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία. Αυτό, όμως, δεν ήταν παρά η ευφορία πριν την καταστροφή. Η επικράτηση των φιλοδυτικών στο Βελιγράδι επικαιροποίησε τους γερμανικούς φόβους για δημιουργία ενός βρετανικού ορμητηρίου στα Βαλκάνια μέσω των φιλικών τους χωρών της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας. Ο Χίτλερ, ενθυμούμενος την εμπειρία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, αποφάσισε να ενεργήσει προκειμένου να διαλύσει κάθε εστία αντίστασης στα Βαλκάνια παράλληλα με την αντίστοιχη προώθηση δυνάμεων στο Μέτωπο της Βορείου Αφρικής, όπου οι σύμμαχοί του Ιταλοί αντιμετώπιζαν επίσης προβλήματα. Στις 27 Μαρτίου 1941 το “Σχέδιο Μαρίτα”, που είχε αρχίσει να καταστρώνεται από τα τέλη του 1940, επικαιροποιήθηκε προκειμένου να περιλαμβάνει συντονισμένη επίθεση εναντίον της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας. Το βάρος της επίθεσης θα αναλάμβαναν τα γερμανικά στρατεύματα που στάθμευαν στη Βουλγαρία μετά την προσχώρηση της Σόφιας στο Τριμερές Σύμφωνο. Βουλγαρικές δυνάμεις δεν προβλεπόταν να συμμετέχουν επίσημα. Αυτές θα ενεργήσουν αργότερα, όταν θα θέσουν σε εφαρμογή τα εκπεφρασμένα από την εποχή του Μεσοπολέμου αναθεωρητικά τους σχέδια έναντι της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας και της ελληνικής Δυτικής Θράκης και Ανατολικής Μακεδονίας.

Η τελική έναρξη του δράματος προγραμματίστηκε για τις 6 Απριλίου 1941. Εκείνη την μέρα ξεκίνησε η γερμανική επίθεση  από την 12η Στρατιά υπό τον Στρατάρχη φον Λιστ. Όσον αφορά την Ελλάδα, το αρχικό μέτωπο έλαβε χώρα στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο, εκεί όπου βρισκόταν η οχυρωματική “Γραμμή Μεταξά”. Αυτό το πλέγμα οχυρωματικών θέσεων είχε κατασκευαστεί επί δικτατορίας Μεταξά, όταν το αναθεωρητικό πνεύμα που επικρατούσε στην Ευρώπη (ιδίως μετά τη διάσκεψη του Μονάχου, 1938) προεξοφλούσε την έναρξη μιας νέας πολεμικής αναμέτρησης. Το πνεύμα της, όμως, αφορούσε την απόκρουση βουλγαρικής επιθετικής ενέργειας, καθώς θυμίζουμε, ότι την περίοδο 1922-1939 η κυριότερη εξωτερική πολιτική της Σόφιας ήταν προσανατολισμένη στην αναθεώρηση της Συνθήκης του Νεϊγύ (1919). Ιδίως την περίοδο 1935-1939 μετά την επισημοποίηση του βουλγαρικού επανεξοπλισμού, οι εξελίξεις στις διμερείς επαφές Αθήνας-Σόφιας έμοιαζαν να παίρνουν τη μορφή ανοιχτής αναμενόμενης αναμέτρησης. Επίσης, η θωράκιση και ο χαρακτήρας των Οχυρών είχαν βραχύχρονη αποτρεπτική προοπτική, καθώς ήταν φανερό ότι οι αμυνόμενες δυνάμεις θα όφειλαν να αντέξουν μέχρι να έρθουν οι πρώτες μονάδες της επιστράτευσης. Επομένως, δεν θα μπορούσαν να καταβάλλουν την πίεση ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού στρατού, ο οποίος μέχρι τότε είχε συντρίψει όποια αμυντική θωράκιση είχε βρεθεί στο διάβα του. Σε αυτή λοιπόν τη “Γραμμή Μεταξά” θα γραφόταν η δραματική ελληνική άμυνα και ο τελευταίος επιτυχημένος Blietzkrieg της Wermacht. Πράγματι, το διάστημα 6-9 Απριλίου 1941 οι μονάδες της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου θα πετύχουν να συγκρατήσουν τις δυνάμεις των επιτιθέμενων, οι οποίοι στις επιχειρήσεις του Απριλίου έριξαν στη μάχη υπέρμετρο αριθμό μεραρχιών σε σχέση με τους αμυνόμενους. Η αντίσταση των Οχυρών, όμως, δεν μπόρεσε να αντέξει για πολύ, ιδίως από τη στιγμή που κατέρρευσε η Γιουγκοσλαβική άμυνα. Η τραγική διαπίστωση θα έρθει στις 9 Απριλίου. Τότε, γερμανικές δυνάμεις προωθούμενες από την περιοχή του Μοναστηρίου (Bitola) θα εισέλθουν στη Θεσσαλονίκη σηματοδοτώντας τη συνθηκολόγηση της Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας.

Aπό τις 9 Απριλίου και μετά οι εξελίξεις θα τρέχουν με ραγδαία ταχύτητα. Η αδυναμία επιτυχούς αμύνης στο μέτωπο της Κεντρικής Μακεδονίας (μετά την παράδοση της Θεσσαλονίκης) θα έχει ως αποτέλεσμα την προώθηση των γερμανικών δυνάμεων προς Νότο. Η πίεση στον κεντρικό χώρο άμυνας θα προκαλέσει το εφιαλτικό ενδεχόμενο περικύκλωσης για τη Στρατιά της Ηπείρου, η οποία πολεμούσε ακόμη στο μέτωπο της Αλβανίας. Εάν η Στρατιά Ηπείρου βρισκόταν μεταξύ ιταλικών και γερμανικών πυρών τότε ήταν πολύ πιθανή η σφαγή μεγάλου μέρους της δύναμής της και αιχμαλώτιση των υπολοίπων. Το άγχος της υποχώρησης και ο φόβος της επιβίωσης θα συνδυαστούν για πολλούς Έλληνες στρατιώτες με ένα αίσθημα προδοσίας από τους ανώτερους αξιωματικούς, για τους οποίους υπήρχε η αίσθηση ότι ήταν ανάξιοι να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.  Η αλήθεια είναι πως το Γενικό Επιτελείο (υπό την ηγεσία του Αλέξανδρου Παπάγου) στην Αθήνα, κάτω και από την πίεση των Βρετανών αρνείται να σκεφτεί την ιδέα μιας συνθηκολόγησης, μπροστά στο εφιαλτικό σενάριο της πλήρους κατάρρευσης του βαλκανικού μετώπου που θα έφερνε σε δυσχερή θέση τις συμμαχικές δυνάμεις στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής. Οι επόμενες μέρες θα κυλήσουν μέσα σε μια φριχτή, δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα, κατά την οποία όλοι απλά παρακολουθούν τη συνεχιζόμενη κάθοδο των Γερμανών, οι οποίοι σμπαραλιάζουν όλες τις θέσεις αμύνης Ελλήνων και Βρετανών. Η δραματική κατάσταση θα συμβολοποιηθεί στην αυτοκτονία του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή (18 Απριλίου), ο οποίος είχε αναλάβει τα καθήκοντά του μετά το θάνατο του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά σε μια προσπάθεια του Βασιλέα Γεωργίου Β' να συνεχίσει να ελέγχει τις πολιτικές εξελίξεις. Η αυτοκτονία του πρωθυπουργού εν μέσω κατάρρευσης του μετώπου θα προκαλέσει ένα κενό εξουσίας, το οποίο μόνο μερικώς θα αναπληρωθεί από τον ορισμό του Εμμανουήλ Τσουδερού (19-21 Απριλίου).

Το κενό εξουσίας και ο ελλιπής έλεγχος επί του μετώπου έδωσε την ευκαιρία σε αυτονομημένους αξιωματικούς του στρατεύματος να αναλάβουν πρωτοβουλίες. Ήδη, πολλοί κατώτεροι αξιωματικοί τάσσονται υπέρ της συνθηκολόγησης με τους Γερμανούς προκειμένου να αποφευχθεί η εκμηδένιση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος και μια ταπεινωτική αιχμαλώτιση. Αυτός που τελικά πήρε την πρωτοβουλία ήταν ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού, Γεώργιος Τσολάκογλου, ο οποίος είχε έρθει σε συνεννόηση με τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων, Σπυρίδωνα. Ο Τσολάκογλου θα έρθει σε διαπραγματεύσεις προκειμένου να υπογραφεί συνθήκη ανακωχής με τη Wermacht χωρίς την έγκριση του Γενικού Επιτελείου. Στις 20 Απριλίου οι διαπραγματεύσεις οδηγούν στη σύναψη ανακωχής ανάμεσα στον Τσολάκογλου και τον γερμανό υποστράτηγο Ντήτριχ. Η ιδιαιτερότητα αυτής της ανακωχής ήταν ότι λάμβανε χώρα μόνο ανάμεσα σε Έλληνες και Γερμανούς. Αντίθετα, δεν προβλεπόταν παράδοση της Ελλάδας και στους Ιταλούς, οι οποίοι ήταν μεν σύμμαχοι του Άξονα, την υποταγή της χώρας όμως την είχαν πετύχει κυρίως τα γερμανικά στρατεύματα. Οι ιταλικές, όμως, αντιδράσεις θα οδηγήσουν τη γερμανική πλευρά σε αναθεώρηση και τελικά στην υπογραφή νέας συνθήκης ανακωχής, η οποία να προβλέπει και τη συμμετοχή της Ιταλίας (21-23 Απριλίου). Μετά τις 20 Απριλίου σύντομα θα αρχίσουν να εισέρχονται στον ελληνικό χώρο βουλγαρικές δυνάμεις προκειμένου να προωθηθούν στις επαρχίες της Δυτικής Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας, οι οποίες μέχρι τις 14 Μαΐου θα περιέλθουν στη διοίκηση της Σόφιας. Μέσα στην ελληνική κατάρρευση η Βουλγαρία διείδε τη χρυσή ευκαιρία για αυτήν να πραγματώσει τις αναθεωρητικές της αξιώσεις με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες. Έτσι, στο άγος της κατάρρευσης και της παράδοσης θα προστεθεί και ο φόβος της μόνιμης απώλειας εθνικού εδάφους. Οι δραματικές εξελίξεις θα οδηγήσουν στη φυγή της κυβέρνησης Τσουδερού και του Βασιλιά Γεωργίου για την Κρήτη, η οποία ως φυσικός οχυρός χώρος ευνοούσε την ανάπτυξη αντίστασης.

Οι επόμενες μέρες θα κυλήσουν αργά για τον ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος αναμένει από στιγμή σε στιγμή τη λήξη του συλλογικού του δράματος. Η γερμανική στρατιά εισέρχεται στις 27 Απριλίου σε μία βουβή Αθήνα: «Πραγματικά φτάσαμε στο σημείο να ευχόμαστε να έρθουν μια ώρα αρχύτερα για να μας ελευθερώσουν από την αναμονή μας» (Γ. Θεοτοκάς). Ήταν Κυριακή του Θωμά, όταν γράφτηκε ο τραγικός επίλογος μιας περιπέτειας που είχε ξεκινήσει ως εποποιία για να καταλήξει στην κατάρρευση του Απριλίου. Από νωρίς το πρωί, οι Αθηναίοι είχαν κλειστεί στις κατοικίες τους υπακούοντας στις διαταγές του Ανώτερου Στρατιωτικού Διοικητή Αττικοβοιωτίας, υποστράτηγου Χρ. Καβράκου, που αποτελούσε και τη μοναδική νόμιμη κυβερνητική αρχή που απέμενε στην πρωτεύουσα μετά τη φυγή της κυβέρνησης και του Βασιλέα Γεωργίου. Στις 8 το πρωί, ενώ η θλιβερή πομπή των γερμανικών στρατευμάτων έσπευδε από την Ελευσίνα προς το Κέντρο της πόλης, οι Αθηναίοι άκουγαν τις τελευταίες στιγμές τον εκφωνητή του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, Κωνσταντίνο Σταυρόπουλο:
Προσοχή! Προσοχή! Η πρωτεύουσα περιέρχεται εις χείρας των κατακτητών. Επάνω εις τον Ιερόν Βράχον της Ακροπόλεως δεν κυματίζει πλέον υπερήφανη η γαλανόλευκος. Αντ' αυτής εστήθη το λάβαρον της βίας. Ο φρουρός της σημαίας μας, διαταχθείς να την υποστείλει διά να ανυψωθεί η γερμανική, ηυτοκτόνησε ριφθείς εις το κενόν από του σημείου όπου ευρίσκετο η γαλανόλευκος”. (Εδώ ο Σταυρόπουλος αναφέρεται στην ιστορία του εύζωνα  Κωνσταντίνου Κουκίδη, ο οποίος φέρεται να αυτοκτόνησε κατακρημνιζόμενος από την Ακρόπολη αγκαλιά με την ελληνική σημαία μόλις ανέβηκαν εκεί πάνω οι πρώτοι γερμανοί στρατιώτες. Παρότι η ιστορία αυτή γνώρισε μεγάλη διάδοση μέσα στο πνεύμα της Κατοχής, μεταπολεμικά ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε ουσιαστικά μέσα από επίσημα στοιχεία).
Μετά από λίγα λεπτά, ο Ραδιοφωνικός Σταθμός καταλήφθηκε από τις γερμανικές δυνάμεις, οι οποίες έσπευσαν να ανακοινώσουν σε ανοιχτή συχνότητα την κατάληψη της πόλης:
«Προς τον Φύρερ και Καγκελλάριον του Ράιχ, Βερολίνον. Φύρερ μου, την 27ην Απριλίου 1941 και ώραν 8.10 πρωινήν εφθάσαμεν εις Αθήνας ως πρώτα γερμανικά στρατεύματα και την 8.45 υψώσαμεν την γερμανικήν σημαίαν επί της Ακροπόλεως και του Δημαρχείου. Χάιλ μάιν Φύρερ. Ίλαρχος Γιακόμπι, του 10ου Συντάγματος του Βραδεμβούργου και υπολοχαγός Έλσνιτς της 6ης Ορεινής Μεραρχίας».
Σιγά-σιγά δημόσια κτίρια και οργανισμοί βρέθηκαν κάτω από τη διοίκηση των γερμανικών δυνάμεων, ενώ το κτίριο της γερμανικής πρεσβείας είχε από νωρίς σημαιοστολιστεί προκειμένου να υποδεχτεί τους νικητές. Μάλιστα, εντύπωση είχε προκαλέσει η έλευση ενός επισκέπτη, του καθηγητή Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου, ο οποίος έσπευσε να συγχαρεί το γερμανό πρέσβη για τη νίκη των συμπατριωτών του. Ο Λογοθετόπουλος αργότερα θα αποτελέσει το δεύτερο πρωθυπουργό των κατοχικών κυβερνήσεων δοσιλόγων και καταφανέστατα τον πλέον γερμανόφιλο από τους τρεις κατοχικούς πρωθυπουργούς. Το τυπικό σκέλος της παράδοσης της Αθήνας έλαβε χώρα σε ένα παραδοσιακό καφενείο της περιοχής των Αμπελοκήπων με το όνομα “Λούξ” ή “Παρθενών” κατά άλλους. Με εμφανή την απουσία των κυβερνητικών αρχών, το βάρος της παράδοσης έπεσε στους ώμους μιας τετραμελούς επιτροπής, η οποία αποτελείτο από τον Φρούραρχο Αθηνών, Χρ. Καβράκο, τον Νομάρχη Αττικοβοιωτίας, Κων. Πεζόπουλο, και τους δημάρχους Αθηναίων, Αμβρόσιο Πλυτά, και Πειραιώς, Μιχαήλ Μανούσκο. Στη σύνθεση της επιτροπής αρχικά είχε προβλεφθεί η συμμετοχή και του αρχιεπισκόπου Χρύσανθου, ο οποίος όμως τελικά αρνήθηκε να παρευρεθεί. Ο μαχητικός ιεράρχης θα προκαλέσει εντύπωση και αργότερα, όταν θα αρνηθεί να ορκίσει την πρώτη κυβέρνηση δοσιλόγων υπό τον Γεώργιο Τσολάκογλου, γεγονός που θα τον θέσει σε δυσμένεια. Η διαδικασία ήταν ολιγόχρονη και η υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης έληξε μέσα σε δεκαπέντε λεπτά. Μετά την υπογραφή της παράδοσης, ο γερμανός εκπρόσωπος, αντισυνταγματάρχης Φον Σέιμπεν δήλωσε στην ελληνική επιτροπή:
«Κύριοι, εξ ονόματος του Φύρερ σας δηλώ ότι ερχόμεθα ως φίλοι, οι δε κάτοικοι των Αθηνών ουδέν έχουν να φοβηθούν. Επιθυμώ όπως συνεχισθή ομαλώς ο ρυθμός της ζωής της πόλεως, κατ' εξουσιοδότησιν δε του Ανωτάτου Διοικητού στρατάρχου Λιστ αναθέτω την άσκησιν όλων των εξουσιών διά την πόλιν των Αθηνών εις τον δήμαρχον κ. Πλυτάν, διά δε την πόλιν του Πειραιώς εις τον δήμαρχον κ. Μανούσκον».
Στις 3 το μεσημέρι η γερμανική σβάστικα ανέρχεται στην Ακρόπολη, προκειμένου να συμβολίσει την πτώση της πόλης στην εξουσία του Γ' Ράιχ. Μέσα στο επόμενο διάστημα οι εξελίξεις θα οδηγήσουν στη συγκρότηση της πρώτης κυβέρνησης δοσιλόγων υπό τον Γεώργιο Τσολάκογλου. Οι 1.200 και πλέον νύχτες της Τριπλής Κατοχής μόλις άρχιζαν και μαζί τους η μεγαλύτερη ελληνική περιπέτεια από την Αυγή της Ανεξαρτησίας.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Σπύρος Λυγκούρης