Ab ovo (=από το αυγό) ο τίτλος της νουβέλας. Η ανάγκη για αναγέννηση πώς βρίσκει τρόπο να πραγματωθεί; Στην ιστορία σας ένα τραγικό γεγονός αποτελεί ένα τέτοιο εφαλτήριο για τους πρωταγωνιστές. Μπορεί όμως η απόφαση για αλλαγή να προκύψει διαφορετικά; Επίσης, την ανάγκη αυτή ποιοι άνθρωποι την αισθάνονται και πότε;
Δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω καθολικά για το πότε ή πώς πραγματώνεται μια «αναγέννηση». Αν μπορεί να συμβεί μόνο σε περιόδους κρίσης ή και σε περιόδους εφησυχασμού. Αν πρέπει να βασανίσεις τον εαυτό σου ή μπορείς σε κατάσταση ηρεμίας να ανακαλύψεις πράγματα για εσένα και να προσπαθήσεις να τα αλλάξεις. Νομίζω ότι εξαρτάται από τον τρόπο που βλέπει ή ορίζει το καθένας τον εαυτό του μέσα σε μια κοινωνία. Για παράδειγμα στο Ab Ovo, η Μαρία αισθάνεται αυτήν την ανάγκη μέσω ενός τραγικού γεγονότος, ενώ ο Παύλος πιστεύει πως αυτή μπορεί να επέλθει μόνο μέσω της αγάπης και ο Τάκης πως τα εξωτερικά ερεθίσματα παίζουν πρωταρχικό ρόλο. Από την άλλη, η πρωταγωνίστρια (μέσω της οποίας παρακολουθούμε την ιστορία να εξελίσσεται), θεωρεί πως αυτή η «αναγέννηση» θα πραγματωθεί μονάχα αν μπορέσει να βρει στους άλλους ένα κομμάτι δικό της, αν χωρέσει μέσα της όλους τους ανθρώπους του κόσμου. Γι' αυτό πολλές φορές οι χαρακτήρες στα δικά της μάτια γίνονται σχηματικοί. Προσπαθεί με τον δικό της τρόπο να μάθει αν κατά βάθος όλοι οι άνθρωποι έχουν τις ίδιες ανάγκες και τις ίδιες ανησυχίες. Για εκείνη, «αναγέννηση» σημαίνει κατανόηση. Έτσι, ο κάθε ήρωας αρπάζει μια ερμηνεία του τίτλου και κινείται επάνω σε αυτήν. Και ενώ κάποιος διαφοροποιείται μέσω ενός μη αναστρέψιμου αποτελέσματος, ένας άλλος βρίσκει τη λύση μέσα από την κατανόηση πως αυτό που τον καθοδηγεί δεν είναι μια σειρά τυχαίων γεγονότων, αλλά το αποτέλεσμα των επιλογών του. Ίσως εν τέλει η απάντηση να κρύβεται εκεί. Στο σημείο όπου κάποιος συνειδητοποιεί πως η αναγέννηση δεν έχει να κάνει με το ποιος αισθάνεται αυτή την ανάγκη ή πότε, αλλά με ποιον τρόπο αντιλαμβάνεται ότι μπορεί αυτή να συμβεί.
Αν και η πολυπόθητη αυτή αναγέννηση αφορά πρωτίστως τους ήρωες ατομικά, διαφαίνεται μέσα από τις σελίδες του Ab Ovo και μια κοινωνική διάσταση. Τελικά η λύση έρχεται ατομικά, συλλογικά ή τα δύο επίπεδα διαπλέκονται κατά κάποιον τρόπο;
Πιστεύω πως αυτά τα δύο κάποια στιγμή διαπλέκονται υποχρεωτικά αφού το ένα εξαρτάται από το άλλο, το ένα συμπληρώνει το άλλο, παρότι σε ένα σύνολο δύσκολα μπορεί να επέλθει κάποια αλλαγή, αν κάποιος δεν διαφοροποιηθεί πρώτα ως μονάδα. Πάρτε για παράδειγμα το πέρασμα ενός λαού από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Ναι, θα μπορούσε να συμβεί μόνο και μόνο εξαιτίας της ανάγκης για επανενεργοποίηση της ελευθερίας. Όμως αν οι κάτοικοι αυτής της χώρας δεν διαφοροποιηθούν από το παρελθόν, από όσα τους καθόριζαν μέχρι τότε, αν με την ατομικότητά τους δεν καθορίσουν το σύνολο, θα μιλάμε για μια δημοκρατία οργουελικού τύπου.
Οι προσωποποιήσεις, οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις σας εντείνουν την ποιητικότητα του ύφους· μια ποιητικότητα όμως ωμή, σκληρή, αναδεικνυόμενη μέσα από κοφτό λόγο και σύντομες προτάσεις. Εκ πρώτης όψεως κάτι τέτοιο μοιάζει αντιφατικό. Πώς προέκυψε αυτός ο συνδυασμός; Είναι μια δοκιμή στο ύφος ή μια επιλογή για να βιώσει ο αναγνώστης εντονότερα την ατμόσφαιρα της νουβέλας;
Αυτό το κατασκευαστικό κομμάτι έχει να κάνει με τον τρόπο που θέλω να βλέπω τα πράγματα: πως μέσα στον κυνισμό μπορεί να δημιουργηθεί χώρος και για κάτι ονειρικό. Οπότε αυτό που τόλμησα είναι να συνδυάσω αυτά τα δύο, να μην απομονώσω το ένα από το άλλο, αφού με τρομάζει η σκέψη ότι κάποια στιγμή θα μπορούσα να είμαι μόνο κυνικός ή μόνο ονειροπόλος. Θα ήταν σαν να έλεγα: μπορείς μόνο να μισείς ή να αγαπάς. Είναι μια απεχθής σύμβαση. Έτσι προσπάθησα να απεικονίσω τους ήρωες όπως ακριβώς θα ήθελα να είναι. Μπερδεμένοι, θύματα, λάγνοι αλλά παράλληλα με το βλέμμα τους στραμμένο σε ένα σημείο όπου οι συνέπειες όλων αυτών δεν έχουν ως αποτέλεσμα την ηθική τους καταρράκωση αλλά την αποκάλυψη της αληθινής τους φύσης. Δεν ξέρω αν αυτό μπορώ να το ορίσω ως ωμή ποιητικότητα στο ύφος ή κάπως αλλιώς. Πάντως μπορώ να πω ότι πρόκειται για έναν συνδυασμό, όσο αντιφατικός και αν φαίνεται, που αποσκοπεί στο να δημιουργήσω κάτι που δεν θα βλάψει εμένα τον ίδιο.
Συχνά επιχειρείτε στην αφήγησή σας μια ανάλυση του σωματικού συμπτώματος. Η σωματικότητα των συναισθημάτων των πρωταγωνιστών είναι η κοινή συνισταμένη που μειώνει τις αποστάσεις μεταξύ των ανθρώπων; Το κίνητρο για να αλλάξουν;
Στη λογοτεχνία, όπως άλλωστε και στη ζωή, μπορούμε να πλάσουμε με τις λέξεις τον κόσμο που θέλουμε, όπως τον θέλουμε, δίχως να αποσκοπούμε πάντα στην αλήθεια· έχουμε πλήρη έλεγχο επάνω σε αυτές, τις καθοδηγούμε. Όμως το σώμα μας πολλές φορές αντιδρά, δεν μας ακολουθεί, αυτονομείται, γίνεται το σημείο όπου εδρεύει η αλήθεια. Όπως συνέβη εξάλλου με τον Πιλάτο και τον Ιησού. Τι ήταν αυτό που ώθησε τον πρώτο να πιστέψει πως ο δεύτερος ήταν ακίνδυνος προς την αυτοκρατορία; Ο λόγος του; Μάλλον όχι, αυτός από μόνος του τον καθιστούσε εχθρό. Το σώμα του ήταν που αποκάλυψε τις πραγματικές του προθέσεις, που έδειξε στον εξουσιαστή ότι ο εξουσιαζόμενος έκρυβε μια αλήθεια ξένη προς τα λεγόμενά του. Το ίδιο συμβαίνει και στο Ab Ovo (όπως άλλωστε και στο πρώτο μου μυθιστόρημα, Η Σκιά Στο Δέντρο): η σωματοποίηση των συναισθημάτων αποσκοπεί στο να διαπιστώσει ο αναγνώστης τι από όσα έχουν ειπωθεί αντικατοπτρίζουν τα πραγματικά συναισθήματα των ηρώων.
Υπάρχει στο βιβλίο διάσπαρτος ο προβληματισμός για το τι είναι πράγματι δικό μας και τι όχι, πράγμα που γίνεται φανερό με τη συχνή και πρωτότυπη χρήση του ρήματος «ανήκω». Αυτό ως εκκίνηση της διαδικασίας ανακάλυψης του εαυτού δίνει στην αφήγηση και μια ψυχαναλυτική προσέγγιση. Ήταν πράγματι αυτή η αφετηρία σας για το συγκεκριμένο εύρημα ή έχουμε εδώ μια περίπτωση αυτονόμησης της αναγνωστικής ερμηνείας από το συγγραφικό έργο;
Η χρήση του ρήματος «ανήκω» έχει να κάνει με την προσπάθειά μου να δώσω στο βιβλίο την ευκαιρία να αναγνωστεί και με έναν δεύτερο τρόπο. Δηλαδή να μπορεί να σταθεί και ως η ιστορία ενός μόνο ανθρώπου. Και για να το επιτύχω αυτό στράφηκα στην πεποίθηση που είχαν οι φιλόσοφοι του μεσαίωνα πως το είδωλο δεν είναι μια ουσία αλλά ένας συμβεβηκός, που δεν βρίσκεται σε ένα κάτοπτρο όπως εντός ενός τόπου, αλλά όπως εντός ενός υποκειμένου, πως το Είναι κάθε ειδώλου είναι μια διηνεκής γέννηση. Έτσι κάθε φορά που η ηρωίδα στρέφει το βλέμμα της κάπου, πλάθει ένα είδωλο που ανεξαρτητοποιείται, φτιάχνοντας με τη σειρά του τις διαδρομές τις οποίες όφειλε να ακολουθήσει, αν κάθε φορά που έπρεπε να επιλέξει, επέλεγε κάτι διαφορετικό. Επομένως το ρήμα «ανήκω» ίσως να προσδίδει πράγματι στην ιστορία μια ψυχαναλυτική προσέγγιση, αφού αποσκοπεί στο να ανακαλύψει η ηρωίδα ποια από όλα αυτά τα κομμάτια είναι δικά της, ποια αποτελούν το δικό της πραγματικό Είναι, ποια από αυτά τα στοιχεία που συλλέγει θα την ωθήσουν στη δική της αναγέννηση.
Το κλίμα σήψης και κενού που αποπνέει η αφήγησή σας μεταμορφώνεται προς το τέλος σε ένα μήνυμα αισιοδοξίας, την επανεπένδυση της ζωής με νέο νόημα. Σημαίνει κάτι τέτοιο αυτόματα και την ανακάλυψη ουσιωδών πραγμάτων στη ζωή ή απλώς την επιλογή ενός άλλου τρόπου ως κινητήριας δύναμης για τη συνέχιση της πορείας;
Για τους ήρωες του Ab Ovo μπορώ να ισχυριστώ πως το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν ουσιώδες. Αλλά μη γελιόμαστε. Στα περισσότερα βιβλία, αν όχι σε όλα για να μην είμαι απόλυτος, δεν έχουμε να κάνουμε με το σύνολο ενός ανθρώπου αλλά με κομμάτια της προσωπικότητας κάθε χαρακτήρα με τα οποία ο ίδιος ο συγγραφέας επιλέγει να ασχοληθεί. Στην πραγματική ζωή, όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Εκεί ο άνθρωπος δεν θέτει όρια, ούτε αυτοχαλιναγωγείται με την ίδια ευκολία με την οποία συμβαίνει σε ένα μυθοπλαστικό έργο. Έτσι λέξεις όπως: βίωμα, παρελθόν, ιστορία, παρεμβάλλονται και καθορίζουν τα συναισθήματά του με έναν τρόπο πολλές φορές μη ελέγξιμο. Επομένως αυτό που είναι ουσιώδες για εμένα, μπορεί για κάποιον άλλον να είναι ασήμαντο ή να του δείχνει απλώς έναν άλλον δρόμο, αφού οι κανόνες που θέτει ο «πολιτισμός» στην πραγματική ζωή δεν βρίσκουν την ίδια εφαρμογή σε όλους. Φανταστείτε πως ακόμη και σε άτομα που μοιράζονται κοινό τόπο συμβαίνει αυτό. Δηλαδή θα είναι διαφορετική η επίδραση ενός αυταρχικού πατέρα στο ένα του παιδί από ότι στο άλλο. Είναι που ως άνθρωποι βρίσκουμε τρόπους για να προσαρμοστούμε στο περιβάλλον. Αν κατανοώντας αυτό, οδηγούμαστε ουσιαστικά κάπου δεν το ξέρω. Είναι συναρπαστικό όμως.
Συνέντευξη: Στεφανία Κωνσταντέλλου, Μάριος Κατρίτσης