ΣτΜ: Όταν τελείωσε το “American Sniper” ήμουν συγκινημένος και ταυτόχρονα οργισμένος. Συγκινημένος για την αδικία και το παράλογο του θανάτου. Οργισμένος με τον εαυτό μου γιατί ο λευκός Αμερικανός “νεκρός ήρωας”, ο θάνατος του οποίου με είχε συγκινήσει, είχει “καθαρίσει” στο 2ωρο της ταινίας εκατοντάδες μελαμψούς μουσουλμάνους Ιρακινούς, για τους οποίος καμία συγκίνηση δεν επετράπη. Ούτε στο θάνατο δεν έιμαστε ίσοι τελικά; Εκεί λοιπόν που -έστω προσωρινά- το συναίσθημα υπερνικά τον ορθό λόγο είναι όχι απλά χρήσιμο αλλά αναγκαίο να ενεργοποιουμε τον κριτικό αναστοχασμό.
Ειδικά για τη γενιά μας, που για πολλούς εξ ημών οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις ενάντια στις επεμβάσεις των ΗΠΑ σε Ιράκ & Αφγανιστάν ήταν οι πρωτόλειες εμπειρίες επαφής με το κίνημα, νομίζω είναι σημαντικό να συζητήσουμε πάνω σ' αυτή την ταινία -άλλωστε ο πόλεμος ερμηνείας των σημαινόντων της πρόσφατης ιστορίας είναι, όπως αποδεικνύει η ίδια η οπτική της ταινίας, σε πλήρη εξέλιξη.
Γι' αυτό και αποφάσισα να μεταφράσω την εξαιρετικά διεισδυτική κριτική του Rory Fanning, όπως δημσιεύτηκε στο Jacobin.
Μαθαίνοντας απ' τον “Ελεύθερο Σκοπευτή”, μία αντιπολεμική κριτική στο American Sniper
To “American Sniper” είναι μία ρατσιστική, μιλιταριστική ταινία. Αλλά έχει πολλά να μάς μάθει, αν θέλουμε να οικοδομήσουμε ένα αποτελεσματικό αντιπολεμικό κίνημα.
Η ταινία του Clint Eastwood “American Sniper” [/“Ελεύθερος Σκοπευτής”], μία ταινία για τον Chris Kyle, τον καταδρομέα των Ειδικών Δυνάμεων για τον οποίο μαρτυράται ότι έχει σκοτώσει πάνω από 250 ανθρώπους, έχει προταθεί για 6 Όσκαρ. Έχει σπάσει τα ρεκόρ εισπράξεων. H Warner Brothers αποκαλεί την ταινία ένα πολιτιστικό φαινόμενο.
Ως πολέμιος των πολέμων, ένιωσα ένα ένα είδος καθήκοντος να πάω και να δω την ταινία, ώστε να μπορώ να γράψω μία δηκτική κριτική. Περίμενα πως μόνο θα προσέθετα ακόμα ένα κείμενο στη σειρά των αντιπολεμικών κριτικών που έχουν καταλογίσει στο “American Sniper” παραποίηση του αληθινού χαρακτήρα του Chris Kyle, ότι αγνοεί την ιστορία, αναπαράγει στερεότυπα για τους μουσουλμάνους, αποκρύπτει το πλήρες εύρος των εμπειριών των Αμερικανών στρατιωτών που έχουν πολεμήσει στο Ιράκ και ότι ενέπνευσε σωρεία αντιδραστικών και ρατσιστικών αναδράσεων.
Και πράγματι το “American Sniper” αξίζει κάθε λέξη κριτικής που η Αριστερά έχει ασκήσει σ' αυτό. Αλλά ο ρατσισμός της ταινίας και η ενθουσιώδης υποστήριξη της αμερικανικής αυτοκρατορίας δε θα έπρεπε να μας εμποδίζουν να δούμε τα μαθήματα για τους κοινωνιολογικούς και ιδεολογικούς παράγοντες που έχουν επιτρέψει στις ΗΠΑ να συντηρήσουν έναν πόλεμο για 14 χρόνια, βασιζόμενες στην -τουλάχιστον μερική- υποστήριξη ενός καθαρά εθελοντικού στρατού.
Πολλές κριτικές αποτιμήσεις της ταινίας ισχυρίζονται ότι ο πραγματικός Kyle ήταν περισσότερο ψυχικά διαταραγμένος και παθολογικά ψεύτης απ' ότι εκείνος ο απεικονιζόμενος στην ταινία πεζοναύτης, που βρίσεκται σε εσωτερική σύγκρουση και υποφέρει από Σύνδρομο Μετατραυματικής Διαταραχής. Στο “American Sniper” παρόλα αυτά, ο Kyle είναι προϊόν ενός τυραννικού πατέρα όσο και του γεμάτου γενοκτονίες αμερικανικού παρελθόνοτος – όπως μάς υπενθυμίζει ο Eastwood με τις συχνές αναφορές του στους καουμπόυ και τα γουέστερν. Αλλά είναι επίσης ένας στοργικός πατέρας, σύζυγος και πρότυπο για τους λαβωμένους πεζοναύτες.
Αν απλά αποτιμούσαμε τον Kyle ως τέρας, θα ήταν σαν να αγνοούμε τους ανθρώπους, τους θεσμούς και την ιστορία που συνέβαλαν στο να τον δημιουργήσουν. Πράγματι, αν ο Eastwood απεικόνιζε τον Kyle ως ψυχοπαθή, οι Ειδικές Δυνάμεις θα ήταν λιγότερο ενδιαφέρουσες από πολιτική σκοπιά.
Ενώ λοιπόν στον χαρακτήρα του Kyle προσφέρεται και μία διαφορετική απόχρωση απ' αυτή στην οποία έχει επικεντρώσει η αριστερή κριτική, η σκηνοθετιτική ματιά δεν επιφυλάσσει την ίδια ευγενή μεταχείριση για τους Ιρακινούς. Ούτε ένας Ιρακινός που σκοτώνεται στο “American Sniper” δεν παρουσιάζεται ως αθώος. Και δεν υπάρχει καμία αναφορά στα ψέματα τα οποία έστειλαν τον Kyle στο Ιράκ σε πρώτο χρόνο, ούτε και στο γεγονός ότι το 70% όσων σκοτώθηκαν στον παράνομο αυτό πόλεμο της Αμερικής στο Ιράκ ήταν πολίτες.
Φυσικά θα ήταν ανακριβές αν η ταινία παρουσίαζε τα πράγματα αλλιώς: να ξοδέψει χρόνο για να ασχοληθεί με τη φρίκη των θανάτων απλών πολιτών ή να αναλογιστεί τα ψέματα που στήριξαν τον πόλεμο στο Ιράκ, ζητήματα που απ' όσο είμαστε σε θέση να ξέρουμε ούτε που περνούσαν απ το μυαλό του Kyle, στις σημειώσεις του οποίου διαβάζουμε: “Δε μου καιγόταν καρφί για τους Ιρακινούς” και “Όποιον δεις στο περίπου από 16 μέχρι 65 και είναι άντρας, σκότωσέ τον. Σκότωσε κάθε αρσενικό που βλέπεις”.
Ο Kyle που ενσαρκώνει ο Bradley Cooper είναι παρόμοιος με αυτόν που αναδείχνεται μέσα απ' τις σημειώσεις του πρώτου. Ο Cooper αναφέρεται καθ' όλη τη διάρκεια του φιλμ στους Ιρακινούς ως αγρίους, o Kyle βλέπει όλο τον ιρακινό πληθυσμό ως εχθρούς.
Είναι μία οπτική γωνία που έχει εγχαραχτεί στον Kyle από νεαρή ηλικία. Σε μια απ' τις πρώτες σκηνές της ταινίας ο πατέρας του Kyle νουθετεί εκείνον και τον μικρότερό του αδελφό -τον οποίο έχει μόλις δείρει στην αυλή- στο μεσημεριανό τραπέζι. Αξίζει να εξετάσουμε αυτή την κατήχηση του πατέρα, η οποία θα μπορούσε πολύ εύκολα να συνιστά ομιλία ενός απ' τους λοχίες του Kyle, γιατί είναι ένα “παραθυράκι” που μάς βοηθά να δούμε όχι μόνο τον ψυχισμό του Kyle, αλλά και την παθογενή νοοτροπία, που ευθύνεται εν μέρει για την εμπλοκή των ΗΠΑ σε έναν πόλεμο μίαμισης δεκαετίας με έναν καθολικά εθελοντικό στρατό:
“Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων σ' αυτόν τον κόσμο: πρόβατα, λύκοι και τσοπανόσκυλα. Κάποιοι προτιμούν να νομίζουν ότι το κακό δεν υπάρχει σ' αυτόν τον κόσμο. Αν όμως ποτέ το σκοτάδι χτυπήσει την πόρτα τους, δεν θα ξέρουν πώς να προστατευτούν. Αυτοί είναι τα πρόβατα.
Ύστερα υπαρχουν τα αρπακτικά που μεταχειρίζονται τη βία για να λυμαίνονται τους αδύναμους. Αυτοί είναι οι λύκοι. Και τέλος, υπάρχουν αυτοί που είναι ευλογημένοι με το δώρο της επιθετικότητας μαζί με μία ακατανίκητη ανάγκη να προστατεύουν το κοπάδι τους. Αυτοί οι άνθρωποι έιναι η σπάνια ράτσα που ζει για να τα βάζει με τους λύκους: είναι τα τσοπανόσκυλα.
Δεν ανατρέφουμε κανένα πρόβατο σ' αυτή την οικογένεια. (Ο πατέρας βγάζει τη ζώνη απ' το παντελόνι του, την πετάει πάνω στο τραπέζι και πλησιάζει τον μικρό Kyle και τον αδερφό του) Θα ουρλιάξετε όμως από πόνο αν γίνεται λύκοι”.
Για τον Kyle δεν υπάρχει επιλογή: πρέπει να γίνει ένα επιθετικό τσοπανόσκυλο, αν θέλει να διατηρήσει την πατρική αγάπη.
Όταν ο πατέρας βγάζει και πετάει τη ζώνη του στο τραπέζι, προοικονομείται μία σκηνή κοντά στο τέλος της ταινίας. Ο Kyle είναι σε άδεια ανάμεσα στην 3η και την 4η εκστρατεία. Βρίσκεται στην αυλή και βλέπει το σκυλί της οικογένειες να ψευτομαλώνει παιχνιδιάρικα με τον γιο του. Ο Kyle βγάζει τη δική του αυτή τη φορά ζώνη για να επιτεθεί στο σκυλί. Παρ' όλα αυτά, είναι στην πραγματικότητα το τσοπανόσκυλο -η συμβολική αναπαράσταση του εαυτού του- στο οποίο προσπαθεί να επιτεθεί με τη ζώνη, στην πίσω αυλή. Είναι το τσοπανόσκυλο που αποτελεί την πραγματική απειλή για την οικογένειά του. Μένουμε με την αίσθηση ότι ο Kyle είναι μπερδεμένος σχετικά με το ποιοι είναι τελικά οι καλοί και ποιοι οι κακοί. Και ότι κατά βάθος αμφισβητεί όσα έχει διδαχθεί απ' τον πατέρα του και τη στρατιωτική ιεραρχία.
Η δομή της ταινία ενισχύει την απεικόνιση του τύπου της προσωπικότητας του Kyle. O Eastwood μετακινείται διαρκώς ανάμεσα στις 4 εκστρατείες του Kyle και στις σκηνές με τη γυναίκα του ως ερωμένη και αργότερα ως σύζυγο, τα παιδιά και την οικογενειακή ζωή στις ΗΠΑ. Στη ζωή του Kyle δεν υπάρχει τίποτα άλλο από πόλεμο και οικογένεια, ζωή και θάνατο.
Το “American Sniper” επίσης αποδίδει εύγλωττα πώς ο ρατσισμός ενισχύεται στον πόλεμο. Οι σκηνές δολοφονιών και θανάτου βιώνονται ως επικίνδυνα αληθοφανείς, και δεν υπάρχει χώρος για ν' ανασάνει κανείς αναμεταξύ τους. Τα ειδικά εφέ και το σφιχτό σενάριο καταφέρνουν να προξενούν στο θεατή το έντονο εκείνο άγχος που βιώνουν οι στρατιώτες στη μάχη.
Ο Eastwood αποδίδει αριστουργηματικά το πώς η οπτική του στρατιώτη για τον κόσμο μπορεί να στενέψει τόσο, όσο το μέγεθος μία διόπτρας πυροβόλου όπλου, δέιχνοντάς μας πώς δομούνται οι δεσμοί μεταξύ των στρατιωτών: στη μάχη δίνεται η αίσθηση ότι οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν στον κόσμο είναι αυτοί που στέκονται δεξιά και αριστερά σου και σε κρατούν ζωντανό. Για κάποιον σαν τον Kyle, ό,τι βλέπει πέρα από συμπολεμιστές, είναι λύκοι. Μετά τη μάχη, ειδικά αν ένας στρατιώτης έχει χάσει κάποιον φίλο, ο ρατσισμός -με στόχο τον εχθρό- που χρησιμοποιείται ως δολοφονικό εργαλείο και εργαλείο επιβίωσης, γίνεται δύσκολο να απορριφθεί.
Προς το τέλος της ταινίας, η μητέρα ενός νεκρού πεζοναύτη, φίλου του Kyle, διαβάζει στην κηδεία του γιου της μία επιστολή που αυτός τής έγραψε πριν σκοτωθεί στο Ιράκ. Εκεί αμφισβητεί ανοιχτά τον πόλεμο και τη δόξα με την οποία τον περιβάλλουν. Η μητέρα κομπιάζει διαβάζοντας και διακόπτεται από πεζοναύτες που ξεκινούν να παίζουν ένα πένθιμο εμβατήριο.
Η στιγμή αυτή είναι πολύ εύκολο να παραβλεφθεί, αλλά προκαλεί μεγάλη ενόχληση σε όποιον αναζητά ένα ευρύτερο πολιτικό συγκείμενο. Οδηγώντας από την κηδεία προς το σπίτι μαζί με τη γυναίκα του, o Κyle ρίχνει την ευθύνη για το θάνατο του πεζοναύτη στο γράμμα που έγραψε. Ο Kyle μ΄αυτόν τον τρόπο μαρτυρά την αδυναμία του να δει τον εαυτό του στα λόγια ενός απ' τους στενότερους φίλους του. Αν το έκανε, θα έθετε σε κίνδυνο την ταυτότητά του. Θα σήμαινε ότι αμφισβητεί τις απλουστευτικές και ξύλινες αντιλήψεις του για τον κόσμο, που τον κρατούν πεινασμένο για περισσότερες δολοφονίες, ένα πραγματικό τσοπανόσκυλο στην υπεράσπιση των πολέμων της Αμερικής. Θα σήμαινε επίσης ότι καθίσταται ευάλωτος στο πεδίο της μάχης.
Η σκηνή επίσης μάς υπενθυμίζει ότι υπάρχουν στρατιώτες που επερωτούν τον πόλεμο, όπως και ότι δεν υπάρχουν αρκετές δίοδοι που επιτρέπουν μία πλήρη καταγραφή αυτής της αμφισβήτησης, ενώ οι ελάχιστες που υπάρχουν πολύ συχνά καταστέλλονται.
Όπως κι εγώ ο ίδιος έπραξα, πολλοί Αμερικανοί έφηβοι κατατάσσονται στο στρατό με τις καλύτερες των προθέσεων. Ελπίζουν ότι θα έιναι προστάτες ευγενών ιδανικών, όπως η ελευθερία και η δημοκρατία. Αναζητούν μία ζωή μεστή νοήματος. Λαχταρούν τον γενικευμένο θαυμασμό για το στρατό που συχνά εμφιλοχωρεί στα αεροδρόμια, τις συναυλίες ή τις αθλητικές εκδηλώσεις. Αυτοί οι έφηβοι θέλουν να δείξουν ότι είναι ικανοί όχι μόνο να υπηρετησουν τα στενά προσωπικά τους συμφέροντα αλλά την κοινότητα ως όλον.
Η πλειοψηφία όσων υποβάλλουν αίτηση για να υπηρετήσουν στο στρατό, επίσης, προέρχονται από αποξενωμένες οικογένειες της εργατικής τάξης που βιώνουν έντονα την εκμετάλλευση. Οικογένειες που νιώθουν το πιεστικό βάρος μιας ανισοκατανομής πλούτου χωρίς προηγούμενο και ενός πολιτικού συστήματος που υπερασπίζεται τα συμφέροντα των λίγων σε βάρος των πολλών.
Το άγχος της ζωής σε συνθήκες σκληρού καπιταλισμού συχνά προκαλεί διαλυτικές συνέπειες σ' αυτές τις οικογένειες, είτε εξαιτίας οικονομικών δυσχεριών είτε λόγω συγκεκριμένων τύπων σωματικής ή συναισθηματικής κακομεταχείρισης. Υπό αυτές τις περιστάσεις, γίνεται εύκολο να κατηγορήσει κανείς τους λάθος ανθρώπους για τέτοιες αντιξοότητες.
Και ο στρατός κεφαλαιοποιεί πάνω σ' αυτό. Η αυστηρά πειθαρχημένη δομή του μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο για αυτό που έλειπε απ' το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του στρατιώτη. Στο στρατό ο θυμός και η ματαίωση που χτίστηκαν στο σπίτι, μπορούν “νόμιμα” να απελευθερωθούν ενάντια στον “εχθρό”.
Ο Jeff Sparrow το συνοψίζει πετυχημένα σε ένα πρόσφατο άρθρο του στο CounterPunch για τις παρακινημένες από μανιώδη θυμό δολοφονίες μίσους:
“Ο πόλεμος παρουσιάζει τις παραδοσιακές αξίες της Αριστεράς, μολονότι σε μία ανεστραμμένη εκδοχή: Στη μάχη οι στρατιώτες βρίσκουν ενθουσιασμό, νόημα, σκοπό και συντροφικότητα -παράλληλα βέβαια με βαρβαρότητα, ιεραρχία, καταστροφή και βιαιότητα. Με άλλα λόγια, η γοητεία της βίας συνιστά μία καταγγελία της ειρηνικής τάξης πραγμάτων, μέσα στην οποία τόσοι πολλοί άνθρωποι αδυνατούν να βρουν λόγους ικανούς να καταξιώνουν τη ζωή τους”.
To “American Sniper” μπορεί να βοηθήσει τους ακτιβιστές που εναντιώνονται στο πόλεμο να αντιληφθούν τι συνεχίζει να έλκει αρκετούς Αμερικανούς εφήβους στον στρατό. Ναι, το “American Sniper” είναι ρατσιστικό. Ναι, προωθεί μία ιμπεριαλιστική ατζέντα. Και ναι, το να διανέμεις μία τέτοια ταινία σε μία χώρα με ετήσιο στρατιωτικό προϋπολογισμό 700 δισεκατομμύρια δολλάρια και μία ακλόνητη προσήλωση σ' έναν ατέλειωτο πόλεμο είναι απερίσκεπτο.
Αλλά είναι σημαντικό να πούμε κάτι πέρα απ' τα προφανή γι' αυτή την ταινία. Μπορούμε να αρχίσουμε διερωτώμενοι γιατί σημείωσε τόσο μεγάλη επιτυχία και γιατί γοητεύει τις μεγάλες ενώσεις των βετεράνων. Πράττοντας έτσι μπορεί και να μάθουμε πώς να επικοινωνούμε καλύτερα με πολλούς νέους που προτίθενται προσωπικά να θυσιάσουν τόσα πολλά γι' αυτό που πιστεύουν ότι θα είναι ένας καλύτερος κόσμος.
Όπως μάς έμαθε το Βιετνάμ, αν θέλουμε να οικοδομήσουμε ένα επιτυχημένο αντιπολεμικό κίνημα, πρέπει να εμπλέξουμε τους στρατιώτες που μετέχουν στους πολέμους. Το “American Sniper”, αν το πάρουμε στα σοβαρά, θα μπορούσε να μάς βοηθήσει να κάνουμε ακριβώς αυτό.
Rory Fanning @ Jacobin
*απόδοση στα ελληνικά: Αναστάσης Πετρολέκας, για το Kaboom
υγ.τΜ: Μία κινηματογραφική πρόταση με ενθουσιώδεις συστάσεις: στον αντίποδα του πολεμοχαρούς και πολιτικά αντιδραστικού“American Sniper”, μία άλλη ταινία, από τις υποψήφιες για Όσκαρ, το εσθονικό “Tangerines” [/”Mandariniid”], υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και πολυβραβευθέν στα κινηματογραφικά φεστιβάλ των Μπάρι, Χαϊδελβέργης, Βαρσοβίας και Ταλίν, εγγράφει το δραματικό πυρήνα του σε ένα μικρό χωριό, στο μέσον της σύγκρουσης Αμπχαζιανών-Γεωργιανών για τα κοινώς διεκδικούμενα καυκασιανά εδάφη, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Το “Tangerines” είναι ένας υψηλής αισθητικής αξίας ύμνος στην ανθρώπινη αλληλεγγύη, όπως αυτή μπορεί να επιβιώσει στην πιο ζοφερή στιγμή του πολέμου, ένας ύμνος στη ζωή, όπως αυτή θριαμβέυουσα συνεχίζει μέσα απ' τα ερείπια του θανάτου.