Όταν η ώρα ευθυγραμμίστηκε με την ψυχή του χειμώνα πήρα μερικά πραγματάκια, τα έβαλα όπως όπως σε μία βαλίτσα, έβγαλα φτερά και πέταξα για το Λονδινο, μία πόλη αρκετά mainstream θα έλεγα, αλλά γνωστή σε μένα μόνο από τη μεγάλη οθόνη. Αφού, λοιπόν, αντάμωσα με δύο ανθρώπους, που η παρέα τους τολμώ να πω πως μου είχε λείψει, αποφάσισα να παίξω, με μεγάλη επιτυχία θα έλεγα, το ρόλο της τουρίστριας, με τα απαραίτητα αξεσουάρ βεβαίως βεβαίως, ξέρεις τώρα κάμερα στο χέρι και ένα, χωρίς λόγο, χαμογελάκι στο πρόσωπο. Αυτό, όμως, που με περίμενε δεν ήξερα πως ακριβώς να το διαχειριστώ.
Σαν ένα μικρό και εύθυμο κοριτσάκι που μόλις τώρα ανακαλύπτει τι είναι ο κόσμος γύρω του, ξυπνούσα κάθε πρωί στις 8 έντρομη μήπως κάποιο στενάκι σηκωθεί να φύγει ή ο Τάμεσης εξανεμιστεί. Με την παράνοια που με διακατέχει, όμως, κάθε φορά που τριγυρνούσα οι σκέψεις μου ήταν κάπως περίεργες για τουρίστρια καθώς έλεγα ιστορίες για τύπους που δολοφονούσαν πόρνες, για γλυκές γιαγιάδες που υιοθετούσαν βρέφη, τα σκότωναν και τα πετούσαν στο ποτάμι, για πύργους που έμεναν διάφοροι Nosferatu και δόκτορες Caligari. Περιττό να σου πω πως όποτε έβλεπα κοράκι μπροστά μου, λες και δεν έχω δει ποτέ μαύρο ζώο με φτερά, γούρλωνα τα μάτια μου και επαναλάμβανα από μέσα μου:
«Κι είναι τα μάτια του απαράλλαχτα με μάτια ενός Δαίμονα, που σ’ όνειρο έχει γύρει, κι ως παιχνιδίζει απάνω του της λάμπας μου το φως, τον ίσκιο του στο πάτωμα ξαπλώνει, και η ψυχή μου από τον ίσκιο αυτόν που αργοσαλεύει στο πάτωμα.. shall be lifted- nevermore!»
Μία μέρα όμορφη, υγρή και μυστηριώδη, βρέθηκα μπροστά σε μία γέφυρα, διαφορετική από τις υπόλοιπες η οποία ένωνε τις δύο όχθες του Τάμεση. Για την ακρίβεια φαινόταν από μακριά σαν ένα σίδερο που ένωνε το παλιό, κόκκινο κτήριο του City of London School με ένα περίεργο κτήριο, όχι και τόσο παλιό, το οποίο κάπου στη μέση είχε μία, αρκετά, ψηλή και περίεργη καμινάδα. Όπως αντιλαμβάνεσαι για να πάω στην ψηλή καμινάδα έπρεπε να περπατήσω πάνω σε αυτό το “σίδερο”, το οποίο παρέλειψα να σου πω πως το αποκαλούν “Millennium Bridge”. Δεν θέλω να γίνω κακιά, ψυχρή και ανάποδη με αυτή την minimal γέφυρα- εξάλλου τρελαίνομαι για minimal δημιουργίες κάθε τύπου- αλλά να, ξέρεις μωρέ, οι αντιδράσεις μου εκεί πάνω ήταν κάπως περίεργες. Αν και, δε λέω, είμαι αρκετά δυναμική σαν γυναίκα και δεν φοβάμαι πλέον να κοιμηθώ με κλειστή τη λάμπα, όταν περπατούσα εκεί πάνω και έριχνα καμιά ματιά κάτω, τα χέρια μου έτρεμαν, τα πόδια μου μούδιαζαν, τα μάτια μου έριχναν κρυφά μικρά δάκρυα, τα οποία -θα το πω δεν θα ντραπώ- έχω μία μικρή υποψία ότι ήταν από τρόμο και, σα να μην έφταναν όλα αυτά, τα δάκρυα πάγωναν και από το κρύο.
Αφού κατόρθωσα με τα χίλια δυο να φτάσω απέναντι, συνειδητοποίησα κάπως αργά, πως η καμινάδα αυτή η πολυπόθητη χώριζε στα δύο σχεδόν, ένα τεράστιο κτήριο με όνομα “Tate Modern”. Δεν ξέρω αν σου άρεσε μικρός η Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων, αλλά μόλις ακούμπησα την πόρτα αισθανόμουν μικρή και μεγάλη ταυτόχρονα ενώ η περιέργειά μου και ο ενθουσιασμός μου είχαν φτάσει σε μία εξωγήινη διάσταση (ναι, ναι είμαι από αυτές τις υπερβολικές που ενθουσιάζονται χωρίς δεύτερη σκέψη). Για να πω την αλήθεια, όμως, μου είχαν δώσει μία μικρή γεύση, μικρή αλλά τόσο δυνατή που τα χείλη σου δεν την αντέχουν αλλά μετά την αναζητούν παντού, αναφορικά με το τι επρόκειτο να αντικρίσω εκεί μέσα. Μουσείο μοντέρνας τέχνης εκεί μέσα, που λες, με ένα στοιχείο λίγο σουρεάλ. Και επειδή δεν τρελαίνομαι τόσο για τη μοντέρνα τέχνη, αν και για να είμαι ειλικρινής, κάνω προσπάθειες να την αγαπήσω, άρχισα να ψάχνω αυτό το σουρεάλ στοιχείο.
Poetry and Dream. Αυτό ήταν γραμμένο πάνω από την είσοδο μίας αίθουσας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν κάτι το αναγεννησιακό, σε πρώτη φάση, και σε δεύτερη κάτι ανεξήγητο από πίνακα του Μονέ. Αλλά όχι δεν ήταν αυτό που νόμιζα. Εξάλλου το ceci n’ est pas une pipe έπρεπε να με είχε κάνει να ψυχανεμιστώ τι με περίμενε. Το πρώτο χρώμα που αντίκρισα ήταν το μπλε του Mirό. Μετά συστήθηκα στο Νάρκισσο του Νταλί ο οποίος μου γνώρισε κάτι περίεργο, απροσδιόριστης φύσεως, αλλά πάντως δημιούργημα του Man Ray. Αν είδα ρινόκερους; Ω ναι, είδα πολλούς να περνάνε από μπροστά μου. Mετά από ένα σημείο προχωρούσα, κοίταζα, έβλεπα, επεξεργαζόμουν και έλεγα «α να και ακόμη ένας Dali», κάτι απλό σα να λέμε. Η φαντασία μου άρχισε να οργιάζει καθώς σκεφτόμουν πως ζούσα το 1920 στο Παρίσι και ετοιμαζόμουν να παρευρεθώ σε δείπνο με τους Dali, Miro, Man Ray, Ernst και Tanning και σε λιγάκι θα περνούσε να με πάρει η φίλη μου η Kiki.
Βέβαια έκανα ένα μεγάλο λάθος για το οποίο ακόμη μετανιώνω. Το ένα από τα δύο άτομα που με συνόδευαν, δυστυχώς για μένα, απεχθάνεται την τέχνη του σουρεαλισμού, και έτσι δεν κατάφερα να μείνω εκεί μέσα για μερικές μέρες μέχρι να βεβαιωθώ πως με ξέχασαν τελείως, και έτσι με το που χάρηκα λιγάκι με την αίθουσα αυτή, μετά από λίγο την αποχωρίστηκα και αυτή και το μουσείο ολόκληρο.
Για να σου δώσω να καταλάβεις για τι πράγμα σου μιλάω τόση ώρα. Η Tate Modern, η μία από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας Tate, έχει δώσει αγάπη και θαλπωρή σε έργα μοντέρνας τέχνης, χρονολογημένα από το 1900 και μετά, από την καρδιά της belle époque δηλαδή, και δημιουργημένα από καλλιτέχνες που δεν θα περίμενες ποτέ πως θα γνωρίσεις. Όλα αυτά βρίσκονται τοποθετημένα με ακρίβεια, και βάσει του περιεχομένου τους, σε επτά ορόφους που το Ldn τους έχει αριθμήσει από το 0 έως το 6. Πέρα από τον σουρεαλισμό, φιλοξενεί και άλλα ρεύματα όπως τον ιμπρεσιονισμό, εξπρεσιονισμό, κυβισμό, φουτουρισμό και την pop- art με leader τον Andy Warhol.
Στον τελευταίο όροφο, πάλι μπορεί να γουρλώσεις τα μάτια σου αλλά ο καλλιτέχνης που θα σου προσφέρει το θέαμα δεν θα είναι άλλος από τον αρχιτέκτονα και όσους συνέβαλλαν στη δημιουργία αυτού του κτηρίου. Ο τελευταίος έκτος, παλιότερα έβδομος, όροφος είναι το café του μουσείου (ποιο μουσείο δεν έχει και το μπιστρουδάκι του εξάλλου;). Εσύ, δεν θα πας εκεί να πιείς το καφεδάκι σου και να ηρεμήσεις, καθώς έχουν φροντίσει το μπροστινό του μέρος να είναι ένα διάφανο τζάμι. Αν κοιτάξεις, λοιπόν, κάτω θα δεις την αγαπημένη μου Millennium και απέναντι το βαθύ κόκκινο City με το περίεργο οικόσημό του, το οποίο με την τοποθεσία που έχει με κάνει να αναρωτιέμαι για το αν πριν φτάσω στην ενασχόληση με τα μονοπάτια της ψυχής κάποιου έπρεπε να περάσω από την αγγλική εκπαίδευση, σε αντίθεση με την γαλλική. Βέβαια, ας είμαστε και λίγο ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, στο βάθος θα δεις και τον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου, επομένως θα σταματήσεις να ενδιαφέρεσαι για το αν θα έπρεπε ποτέ να περάσεις τις παιδικές καλές στιγμές σου στο City.
Και επειδή, όπως σου είπα, η μόνη αίθουσα που επισκέφτηκα, έως τώρα, ήταν η επονομαζόμενη “Poetry and Dream” θα σου μιλήσω, για τον σουρεαλισμό για να το βγάλω από μέσα μου. Ο σουρεαλισμός, λοιπόν, γεννήθηκε στην αγαπημένη μου εποχή του 1920. Η μητέρα του είναι το ρεύμα του ντανταϊσμού, ενώ το «Όνομα του Πατέρα» δεν είναι άλλο από αυτό του Andre Breton αναφέροντας το 1924 στο “Manifeste du Surrealisme” πως ο σουρεαλισμός είναι ένας «καθαρά ψυχικός αυτοματισμός». Σκοπός του συγκεκριμένου ρεύματος είναι να αναδείξει και να λύσει τις αντιφάσεις ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο. Πώς το πετυχαίνει; Με ποιήματα, κείμενα, φωτογραφίες, ταινίες και με πίνακες. Κυρίως στους πίνακες, οι δημιουργοί, χρησιμοποιώντας μία περίεργη τεχνική, ζωγραφίζουν αλλόκοτα πλάσματα ή παραμορφωμένα αντικείμενα παρμένα από την καθημερινότητα χωρίς αυτά να έχουν μία συνηθισμένη μορφή. Κάθε ένα σουρεαλιστικό έργο, οποιασδήποτε φύσης, θα μπορούσα να σου πω πως αποτελεί στην ουσία ένα σύμπτωμα, καθώς μέσω αυτού το ασυνείδητο του καλλιτέχνη, αλλά και το δικό σου ως δέκτης που θα γίνεις, αρχίζει και ξετυλίγεται σαν κουβάρι δίχως αρχή, μέση και τέλος. Έτσι λοιπόν, τα άλογα που θα δεις έχουν πολύ ψηλά πόδια και μικρά σώματα, τα μαλλιά μικρών κοριτσιών είναι κατάμαυρα και πέφτουν προς τα πάνω, οι φωτογραφίες που θα βρεθούν στα χέρια σου θα έχουν κορμιά γυναικών σε σχήμα βιολοντσέλου ενώ μπορεί να δεις και ταινίες με γυναίκες που κόβουν το μάτι τους στη μέση, κοτόπουλα ψημένα που κουνάνε τις φτερούγες τους και ανθρώπους που δεν μπορούν να βγουν από μία ανοιχτή αίθουσα. Μην τρομάξεις, απλά μην βάλεις εμπόδια στην σκέψη σου και πάνω απ’ όλα μην προσπαθήσεις να μπεις στο μυαλό ενός σουρεαλιστή. Γιατί δεν υπάρχει.
*Και γιατί μπλε;
Γιατί τόσοι σουρεαλιστές χρειάστηκαν να φωτίσουν το μικρό μου, σκοτεινό δωματιάκι.