Ο Μπομπ Ντίλαν από το ’67 ως το ’74 πέρασε τη γνωστή και ως «περίοδο της αμνησίας» του. Με πρόσχημα ένα μοτοσυκλετιστικό ατύχημα άφησε την ταχύτητα της ελεύθερης τέχνης του σαν κομματάκια από γυαλί στο δρόμο. Έκανε πολλά παιδιά και έκρυψε το πρόσωπο της γυναίκας του από τα μάτια εκείνων που είχε αναστατώσει με τα γραπτά του. Ψυχές που αποδρούσαν απ’ το σπίτι τους κι έψαχναν ένα σπίτι για να ζήσουν μ’ εκείνον. Ήταν 26 χρονών και αποφάσισε να εξαφανιστεί από τα ίδια του τα λόγια.
Το ’75 ξαναγύρισε με το «Blood on the Tracks» σε αυτό που λέμε καλλιτεχνική συνείδηση. 6-7 δίσκοι του (από τους πάνω από 50 που εξέδωσε από τότε) συνεχίζουν αυτήν την συνείδηση σαν ξαφνικές πυρκαγιές σε περιοχές που δείχνουν ακατοίκητες. Ο τελευταίος τέτοιος ήταν το «Modern Times» του 2006.
Και στα ενδιάμεσα; Ο Ντίλαν ζει τη ζωή του ως Τόνι Έρντμαν. Λούζει τα μαλλιά του με ουίσκι και πηγαίνει σε βραβεύσεις του παριστάνοντας τον μεθυσμένο, δέχεται να παίξει σε διαφημίσεις εσωρούχων της Victoria’s Secret, περνάει δυο χρόνια παριστάνοντας τον περιπλανώμενο ιεροκήρυκα, εμφανίζεται εξαφανιζόμενος σε ταινίες, τραγουδάει με γυρισμένη πλάτη στο κοινό, παρακολουθεί τα σπίτια του Νιλ Γιανγκ ή του Μπρους Σπρίνγκστιν (έξω απ’ το σπίτι του τελευταίου η αστυνομία τον συλλαμβάνει ως αλήτη), πηγαίνει μαζί με γκρουπ τουριστών στο σπίτι που γεννήθηκε ο Τζον Λένον, κάνει εκθέσεις ζωγραφικής, προσλαμβάνει σε δίσκο του ως σεσιονάδες τον Έλτον Τζον, τον Σλας και τον Στίβι Ρέι Βον, ντύνεται και φωτογραφίζεται σα μούμια.
Θα μπορούσε απλώς να βάζει μια μασέλα και μια περούκα, όπως ο επώνυμος ήρωας της Γερμανικής κωμωδίας της Μάρεν Άντε, που με τον Ντίλαν μοιράζεται ουκ ολίγα χαρακτηριστικά. Ο Ντίλαν, συμβολικός πατέρας μιας ολόκληρης γενιάς που έκανε τα πάντα για να την αποξενώσει για να παραμείνει ο εαυτός του, μα που όταν αποφάσισε να την ξαναβρεί, την είδε τόσο αλλοτριωμένη από τη μεταφυσική του χρήματος, που αποφάσισε για όσο ζει να την κάνει να νιώθει αμήχανα, να της ξυπνάει με την αφύσικη, ενοχλητική, δυσειδή παρουσία του τη γύμνια που εκείνη θέλει να ξεχάσει.
Δύο από τα πράγματα με τα οποία το Πνεύμα της εποχής θέλει να κοροϊδέψει εμάς τα μπάσταρδα παιδιά του είναι η μη απονομή του Χρυσού Φοίνικα στο «Τόνι Έρντμαν» και η απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Ντίλαν. Βρισκόμαστε αρκετά χρόνια μετά από την συνείδηση της απώλειας του νοήματος στη σύγχρονη ζωή. Και αρκετές νύχτες από την απελευθερωτική μελαγχολία που αυτή η απώλεια ενέπνεε στους Υπαρξιστές. Η ζωή είναι λευκή σαν νεκρή στην Ευρώπη και λυπημένη σα νοσοκομείο στις χώρες που δεν «ρυθμίστηκαν» ακόμη.
Το «Τόνι Έρντμαν» είναι μια ταινία συναρπαστική σαν βίντεο γκέιμ. Η κάμερα ακολουθεί τους αμήχανους –κι αυτούς που προκαλούν αμηχανία– μέσα σε κλαμπ και σε εταιρικά συνεδριακά γραφεία κι ύστερα μπαίνει απροειδοποίητα σ’ ένα λαϊκό σπίτι και πηγαίνει για κατούρημα στον κήπο. Κρατάει 162 λεπτά και –αν είσαι άνθρωπος με προσωπική αντίληψη του χρόνου– θα αισθανθείς ότι είναι μάλλον σύντομη και πιο εκκωφαντική από 100 εκρήξεις στον εμφύλιο πόλεμο του σύμπαντος της Μάρβελ.
Πολλά από τα τραγούδια του Ντίλαν αντιστοίχως κρατάνε πάνω από δέκα λεπτά, εναλλάσσοντας δυο ακόρντα, η φωνή ακούγεται σα βόμβος και η φυσαρμόνικα σαν αδερφός που ανασαίνει περίεργα στον ύπνο του. Και –αν είσαι άνθρωπος με προσωπική αντίληψη του χρόνου–, τα αισθάνεσαι σαν φούγκες που δε δίνουν εύκολα τη λύση τους, σαν πολύχρωμα λουλούδια του Ραβέλ.
Το Νόμπελ για τον Ντίλαν σημαίνει λίγο περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι σημαίνει για τον «Τόνι Έρντμαν» το ότι κάποιοι τον καλούν σε ένα σπίτι επειδή τους είπε ότι είναι ο Γερμανός Πρέσβης στο Βουκουρέστι. Όταν ο Πέκινπα του ζήτησε το ’73 να παίξει πρώτη φορά στο σινεμά, ζήτησε ο ήρωας που θα έπαιζε να λέγεται «Alias». Ζήτησε το ψευδώνυμο «Ντίλαν» να επικαλυφθεί από μια λέξη που σημαίνει «ψευδώνυμο». Κάτι τέτοιο κάνει κι ο πατέρας που τυπώνει κάρτα με το όνομα «Τόνι Έρντμαν».
Τι θέλει ένας οικείος μας που επανέρχεται με ψευδώνυμο στην νέα τάξη της ζωής μας; Νομίζω απλώς να ξαναδιατυπώσει το εξής ερώτημα:
Something is happening here
But you don't know what it is
Do you, Mister Jones?
Ας μεταφράσουμε λιγάκι:
Μπαίνεις μες στο δωμάτιο
Με το μολύβι σου στο χέρι σου
Βλέπεις κάποιον γυμνό
Και λες, «Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;»
Κάνεις σκληρή προσπάθεια
Μα δεν καταλαβαίνεις
Τι ακριβώς θα πεις
Όταν γυρίσεις σπίτι;
Because something is happening here
But you don't know what it is
Do you, Mister Jones?
Έβγαλες εισιτήριο
Να δεις κι εσύ το τέρας
Αυτό όμως αμέσως περπατάει προς το μέρος σου
Όταν σ’ ακούει να μιλάς
Και σε ρωτάει «Πώς είναι να
Είναι κανείς τέτοιο φρικιό;»
Κι εσύ λες, «Αδύνατον»
Καθώς σου δίνει ένα κόκκαλο
Because something is happening here
But you don't know what it is
Do you, Mister Jones?
Έχεις πολλές επαφές
Στον χώρο των ξυλοκόπων
Να σε γεμίζουν με πληροφορίες
Όταν κάποιος επιτίθεται στη φαντασία σου
Κανείς όμως δεν έχει σέβας
Έτσι κι αλλιώς μια επιταγή περιμένουν από σένα.
Ήσουν με τους καθηγητές
Και σ’ όλους άρεσαν οι απόψεις σου
Με σπουδαίους δικηγόρους
Κουβέντιασες για λεπρούς και λωποδύτες
Πέρασες απ’ όλα τα βιβλία του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ
Είσαι πολύ καλά διαβασμένος
Αυτό είναι τοις πάσι γνωστό
Όμως something is happening here
But you don't know what it is
Do you, Mister Jones?
Μπαίνεις λοιπόν στο δωμάτιο
Σαν καμήλα κι ύστερα συνοφρυώνεσαι
Βάζεις τα μάτια σου στην τσέπη
Και τη μύτη σου στο χώμα
Θα ’πρεπε να υπάρχει ένας νόμος
Που να σου απαγορεύει να πλησιάζεις
Θα ’πρεπε να είσαι φτιαγμένος
Να φοράς ακουστικά
Γιατί something is happening here
But you don't know what it is
Do you, Mister Jones?
Κι ας γυρίσουμε λίγο τον καθρέφτη προς το μέρος μας.
Κι ας δούμε λίγο τον εαυτό μας ως μέρος της Δύσης κι ας δούμε λίγο τον εαυτό μας ως εξοβελιστέο από τη Δύση. Ας δούμε λίγο πώς μας βλέπει ένας πρόσφυγας κι ας δούμε λίγο έναν άλλον ως πρόσφυγα. Ας πάμε σ’ ένα παιδικό πάρτι με την κόρη μας κι ας εισπράξουμε ένα δυνατό χαστούκι από ένα πιο δυνατό από μας παιδάκι.
Ας γίνουμε τέλος το μέλος μιας Ακαδημίας που θεωρεί «αγένεια και αλαζονεία» την περούκα και την μασέλα ενός γέρου που κάνει αμήχανα αστεία. Κι ας γίνουμε κι αυτός που τον βραβεύουν οι ειδικοί, ενώ αυτός έκανε τα πάντα για να μην ανήκει σε είδη, που περπάτησε τον κόσμο από την αρχαιότητα ως τώρα με την αιφνίδια βεβαιότητα πως τίποτα δεν αλλάζει από εποχή σε εποχή, ενώ οι ειδικοί δεν θα ήταν ποτέ ειδικοί αν δεν στηρίζονταν στην πεποίθηση πως τα πράγματα αλλάζουν.
Το πιο «Τόνι Έρντμαν» αστείο του Μπομπ Ντίλαν είναι το ότι έδωσε το «The Times They Are-A-Changin’» σε διαφήμιση εταιρείας ρολογιών. Και –όπως κάθε αστείο του Τόνι Έρντμαν– στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου αστείο.
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρώτο έντυπο τεύχος του περιοδικού kaboom, που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2016. Περισσότερα για τα περιεχόμενα και τα σημεία διανομής του περιοδικού μπορείτε να βρείτε εδώ.