Βιβλίο

Celan / Atemwende I.1. Du darfst mich getrost

(Το πρώτο κείμενο της υπεσχημένης σειράς για τη συλλογή του Celan Atemwende, που προσεγγίζει το πρώτο της ποίημα – ο ρυθμός δημοσίευσης θα είναι άτακτος.)

Du darfst mich getrost
mit Schnee bewirten:
sooft ich Schulter an Schulter
mit dem Maulbeerbaum schritt durch den Sommer,
schrie sein jüngstes
Blatt.
Εμένα μπορείς άφοβα
να με φιλέψεις χιόνι:
κάθε φορά που ώμο τον ώμο
με τη μουριά μαζί δρασκέλιζα το θέρος,
κραύγαζε το πιο χλωρό της
φύλλο.
(Καρδαμίτσης)
Μπορείς άφοβα
χιόνι να με φιλέψεις:
όσες φορές ώμο τον ώμο
με τη μουριά μαζί περπάτησα μέσα στο καλοκαίρι
το πιο χλωρό της κραύγαζε
φύλλο.
(Νούσια)
You may confidently
serve me snow:
as often as shoulder to shoulder
with the mulberry tree I strode through summer,
its youngest leaf
shrieked.
(Joris)

Το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής συνίσταται σε μία και μόνο πρόταση, μία και μοναδική ανάσα. Αναφέρεται ταυτόχρονα σε μια συνάντηση και σε μια μετάβαση: τη συνάντηση με ένα Εσύ, και τη μετάβαση από το καλοκαίρι στο κρύο, στον τόπο του χιονιού. Ήδη όμως κάποτε, πριν από τη μετάβαση, το φύλλο διαισθάνεται την παγωνιά που επελαύνει – κραυγάζει, ίσως με τρόμο, καθώς το Εγώ διασχίζει καλοκαίρια, φαινομενικά εκτός τόπου, ακόμη κι αν αυτή η γνώση ήρθε μόνο εκ των υστέρων. Με το κρύο αυξάνεται η διαύγεια· με τη διαύγεια αυξάνεται το κρύο: το πιο χλωρό φύλλο, η ίδια η νεότητα και η ελπίδα της ποτίζονται με θλίψη ή με αναλήθεια. Η μουριά είναι σύμβολο οικειότητας αλλά και ανθεκτικότητας, βλασταίνει γρήγορα και προς όλες τις κατευθύνσεις, κλαδεύεται σύρριζα για να περιοριστεί η αχαλίνωτη ανάπτυξή της. Οι γνώσεις βοτανικής του Τσέλαν ήταν παροιμιώδεις και η χρήση της μουριάς στο πρώτο ποίημα της συλλογής είναι χαρακτηριστική – θα μπορούσε να καταρτιστεί μια τυπολογία των βοτανικών συμβολισμών στο έργο του.

Σίγουρα σε ένα πρώτο, αφηρημένο επίπεδο διακρίνονται οι σχέσεις και οι εντάσεις μεταξύ ομοιομορφίας –κατεξοχήν αισθητική συνδήλωση του χιονιού– και ποικιλομορφίας – η μουριά ως σύμβολο της ζωής και της ασταμάτητης δημιουργικότητάς της. Όμως η ίδια η μουριά ως τέτοια, όπως και η κραυγή του χλωρού, του νεότερου [jüngstes] φύλλου παραπέμπουν επίσης σε μια άλλη ομοιομορφία, της ζωής ως ορμής που κατακλύζει τα πάντα και τα ωθεί να συνεχίζουν, της élan vital ως διασυνδετικής αρχής. Φτάνουμε για λίγο σε μια προτεραιότητα της ομοιομορφίας· όμως μόνο για λίγο, καθώς η ποικιλομορφία επανέρχεται, ως διαφορετικές μορφές ομοιομορφίας. Τα δύο δεν γίνονται ένα, δεν εξομοιώνονται, παράγουν περαιτέρω πολλαπλότητα, ποικιλία, αναδιπλασιασμούς που θα επαναλαμβάνονται σε όλο το μήκος του έργου. Αυτό αντανακλάται βέβαια και στις διάφορες πιθανές νοηματοδοτήσεις των λέξεων: για παράδειγμα το Blatt, εκτός από φύλλο δέντρου μπορεί να σημαίνει, όπως και στα ελληνικά, και το φύλλο χαρτιού ως υπόστρωμα της ποίησης, μα ακόμα και την ωμοπλάτη, ως σύντμηση του Schulterblatt – πράγμα που μας φέρνει πίσω στον ώμο (Schulter). Παράλληλα, η οικειότητα της μουριάς (Maulbeerbaum) ίσως να οφείλεται και στην ηχητικά παραπλήσια ξαδέρφη του Τσέλαν Selma Meerbaum-Eisinger, μια ταλαντούχα ποιήτρια που δολοφονήθηκε, όπως οι γονείς του, στην Ουκρανία το 1942 – μπορούμε να τους φανταστούμε να περνούν τα καλοκαίρια «ώμο τον ώμο», και το φύλλο λαμβάνει τότε ακόμη περισσότερες συνδηλώσεις. (Οι όποιες παρεμφερείς παρατηρήσεις γερμανομαθών θα ήταν πολύτιμες, σε αυτό και σε επόμενα κείμενα. Σε ζητήματα όπως η μονοπροτασιακότητα, οι μονολεκτικοί στίχοι, η σημασία της στίξης κ.ά., θα επανέλθουμε με διάφορες αφορμές.)

Μα η πρωτογενής αίσθηση που αποπνέει το ποίημα είναι μια γλυκόπικρη παραίτηση, δηλαδή μια προσέγγιση, και μια εισαγωγή, στη σχέση του Εγώ με το Εσύ και με τον θάνατο, θεματικές που θα αποδειχτούν παρακάτω αξεχώριστες: το κρύο σκοτώνει, η ζέστη ζωογονεί· το υποκείμενο (mich) είναι, ή έστω παρουσιάζεται, έτοιμο να αποσυρθεί στη γαλήνη του χιονιού, της ομοιομορφίας, της εντροπίας, όλα μετωνυμίες του θανάτου: ο θάνατος είναι η φαινομενολογική, υπαρξιακή, βιωματική, εντέλει ανθρωπολογική (με την έννοια του προβλήματος του ανθρώπου στην ολότητά του, όχι του ανθρώπου ως) ρίζα όλων αυτών των μεταφορών για την ανυπαρξία.

Το Εγώ μεταβαίνει, ή έχει πάντοτε ήδη μεταβεί, στο κρύο, όμως κάποιος θα το φιλέψει – θα το φιλοξενήσει. Ποιος; Γιατί; Εκεί δημιουργείται η ουσιαστική ένταση: καθώς το Εγώ μεταβαίνει, ήδη κάποιος βρίσκεται εκεί και περιμένει. (Έτσι το κρύο σημαίνει ότι το Εγώ ποτέ δεν θα μπορούσε να μείνει πραγματικά μόνο.) Όχι απλά περιμένει, μα υποδέχεται, φιλεύει, φιλοξενεί. Συναντάμε ξανά ταυτότητα, συνέχεια, ομοιομορφία: το καλοκαίρι μαζί με τη μουριά, και τώρα: μαζί με εσένα, “du” – η πρώτη λέξη μιας συλλογής που δεν θα πάψει να απευθύνεται σε ένα γενικό Εσύ με διάφορους τρόπους. Το πρώτο ποίημα συνοψίζει τις προβληματικές αυτές με τρόπο ταυτόχρονα ευθύ και κρυπτικό.

Κατανοούμε, συναισθανόμαστε τη γενική κατάσταση, θα συνεχίσουμε την ανάγνωση με την επίγνωση της παρουσίας μας σε έναν κρύο τόπο. Αναρωτιόμαστε σχετικά με την ταυτότητα αυτού του Εσύ που περιμένει και υποδέχεται, και πολλές απαντήσεις ανοίγονται μεμιάς: είναι το ίδιο το ich, ο εαυτός που θέτει το ερώτημα της παγερής μοναξιάς του· είναι κάποιο κοντινό πρόσωπο, ένα κυριολεκτικό Εσύ που το Εγώ γνωρίζει ότι ήταν και θα είναι εκεί· είναι το περιβάλλον κρύο και ό,τι αυτό συνεπάγεται· είναι η πραγματικότητα και η ιστορία ως τμήμα της – το καλοκαίρι, το χιόνι και ό,τι βρίσκεται ενδιάμεσα· είναι κάτι, ή κάποιος, από το/ν οποίο παραμένει ένα κομμάτι που διατηρείται αιώνια, εκτός διάρκειας: οι νεκροί, όπως η μητέρα και η ξαδέρφη M(aulb)eerbaum, που ανασύρονται από τη λήθη, ή η γλώσσα της μητέρας, η Muttersprache· είμαστε εμείς ως αναγνώστες, βρισκόμενοι απότομα αντιμέτωποι με αυτό το du darfst, συνεχίζοντας την ανάγνωση υπό την επήρεια του γεγονότος ότι ο ποιητής μάς απευθύνεται προσωπικά – και όχι ατομικά. Μα δεν είναι, δεν θα μπορούσε να είναι, ο Θεός – ο Θεός δεν φιλοξενεί, δεν φιλεύει, δεν διακρίνει, δεν περιμένει μόνο στο κρύο. Ή θα μπορούσε άραγε ο ποιητής να απευθυνθεί στον Θεό κατ’ αυτόν τον τρόπο;

Απομένει μονάχα ένα μικρό ερώτημα, προτού συνεχίσουμε: τώρα πια, που άφοβα προσφέρεται το χιόνι, υπονοείται μια αλλαγή ριζική; Το καλοκαίρι θα ξαναδιασχιστεί; – έχει ξαναβρεθεί εδώ το Εγώ; Πρόκειται για κυκλική ή για μη αναστρέψιμη διαδικασία; Η αίσθηση παραίτησης (μπορείς άφοβα, χωρίς φόβο αντίδρασης) οδηγεί προς τη δεύτερη ερμηνεία: η συλλογή ανοίγει με μια δήλωση αλλαγής, όχι απαραιτήτως χρονικής, μα ποιοτικής· με ένα ρήγμα: τώρα πια, μπορείς άφοβα να με χιονίσεις. Θα δούμε ότι ο τόπος του χιονιού, του χειμώνα και του κρύου είναι κεντρικός και διφορούμενος για το έργο. Δεν παύει να επανέρχεται σαν σύμπτωμα, από τα πρώτα ποιήματα του Celan (στο “Winter”: Es fällt nun, Mutter, Schnee in der Ukraine [1942-43]· ή στο “Schwarze Flocken” [1943]) μέχρι τη μεταθανάτια συλλογή Schneepart [Κομμάτι χιονιού] [1971]. Είναι βέβαιο πως τα τοπία της Ουκρανίας, όπου βρήκαν τον θάνατο οι γονείς –κυρίως η μητέρα του, με την οποία είχε πολύ στενή σχέση– δεν θα πάψουν να αντηχούν στα ποιητικά χιόνια, στα κρύα και τους χειμώνες. Παράλληλα, τα σημαίνοντα παραλληλίζονται καθαυτά με τη νέα ποιητική του Τσέλαν, με τα αραιά, σιωπηλά, ψυχρά ποιητικά τοπία που δημιουργεί. Τα όρια μεταξύ ζωής και έργου θολώνουν, όπως όμως θολώνουν και οι συνδηλώσεις του χιονιού, το οποίο συνδέεται με τον θάνατο όπως συνδέεται και με την καθαρότητα και εμμέσως, ίσως, και με τη μαρτυρία [Zeugnis]. Η μετάβαση στο κρύο είναι πλέον μια βεβαιότητα, όπως ο θάνατος. Το τσελανικό είναι ένα σύμπαν-προς-θάνατο, και στον βαθμό που ο θάνατος φέρει αυτά τα χαρακτηριστικά, συνιστά κι αυτός ένα κομβικό Εσύ, στο οποίο η απεύθυνση θα είναι πιο άμεση παρακάτω (το ακόλουθο, εξαιρετικά σύντομο ποίημα από την αμέσως επόμενη συλλογή Fadensonnen [1968] συμπυκνώνει αυτή την ένταση: “Du warst mein Tod: / dich konnte ich halten, / während mir alles entfiel.” = «Ήσουν ο θάνατός μου: / εσένα μπορούσα να κρατάω / ενώ όλα μού έπεφταν.»).

Κλείνοντας, ας σημειωθεί το εξής: ο τίτλος της συλλογής αφορά περισσότερο τη συνολική στροφή της ύστερης ποιητικής του Τσέλαν και όχι κάποιο συγκεκριμένο ποίημα. Άλλωστε, ο όρος είχε ήδη χρησιμοποιηθεί στον Μεσημβρινό: «Ποίηση: τούτο μπορεί να σημαίνει μια τροπή της ανάσας [Atemwende]» (μτφρ. Γ. Σαγκριώτη). Όμως η ανεπίλυτη ένταση μεταξύ θέρους και χιονιού, το κρυφό της παρελθόν και η εξίσου άγνωστη έκβασή της, δεν συνιστά κι αυτή μια Καμπή, μια Τροπή, μια Αναστροφή, μια Wende; Όχι στο επίπεδο της ανάλυσης, της ιδέας, ή έστω της ιστορίας και του μεμονωμένου βίου, μα του τρόπου με τον οποίο το Εγώ σχετίζεται με όλα αυτά, στο επίπεδο της μορφής-ζωής, του βιωμένου κόσμου, αυτού του πεδίου που παρέχει στα παραπάνω τη δυνατότητα να χρωματίζονται, να δι-αισθάνονται, να προσδιορίζονται, να νοηματοδοτούνται. Γι’ αυτό η καμπή αφορά την Πνοή, την Αναπνοή, την Ανάσα, την Atem· γι’ αυτό, σαν τη ζωή, είναι μ’ έναν τρόπο αμετάκλητη, ανεξάρτητα του τι θα συναντηθεί στη συνέχεια της διαδρομής.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Στέφανος Ρέγκας