Σημειωματάριο

Δ. Λιαντίνης: ένας παρεξηγημένος νεοέλληνας φιλόσοφος

Οι περισσότεροι φιλόσοφοι είναι απρόσιτοι στο ευρύ κοινό. Και αυτό συμβαίνει γιατί μιλάνε συχνά με ακαταλαβίστικες λέξεις. Ο μέσος αναγνώστης δεν διαβάζει φιλοσοφία και δεν ασχολείται με κάποια συστηματικότητα με αυτήν. Ίσως να πέσει στα χέρια του ένα φιλοσοφικό βιβλίο και να το ξεφυλλίσει με δυσπιστία. Σπάνια θα κάτσει να ακούσει τον ειδικό επί του θέματος, γιατί νοιώθει πως υπάρχει έλλειψη επικοινωνίας. Πέρα απ’ τους φιλοσόφους που χρησιμοποιούν ένα ακαδημαϊκό λεξιλόγιο υπάρχουν και οι αναγνώστες που θέλουν μεν να φιλοσοφούν κάπως, αλλά δεν κάνουν καμιά προσπάθεια για να μάθουν τα στοιχειώδη. Νομίζουν πως η φιλοσοφία ισοδυναμεί με την κριτική επί παντός επιστητού. Και κάπου εκεί τελειώνει άδοξα αυτή η “πολλά υποσχόμενη” σχέση.

Αν όμως έρθει κάποιος κοντά μας και αρχίζει να μας εξηγεί με σαφή και απλή γλώσσα ποιος είναι ο σκοπός της φιλοσοφίας, δεν θα εκτιμήσουμε τη θαρραλέα προσπάθεια που καταβάλει για να μας διαφωτίσει; Είναι δύσκολο να κεντρίσεις το ενδιαφέρον του άλλου για αφηρημένες έννοιες όπως η ελευθερία, η ομορφιά, ο έρωτας, ο θάνατος, η ευτυχία. Ο καθένας έχει τη δική του άποψη και προχωράει. Πολύ μιλάμε και λίγο ακούμε.

Κάποιοι ξέρουν τον Δημήτρη Λιαντίνη από την περίεργη πράξη της αυτοκτονίας του, που τράβηξε το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων το 1998· άλλοι τον ξέρουν από τα δημοφιλή βίντεο με διαλέξεις του που υπάρχουν στο Youtube. Κάποιοι άλλοι τον θυμούνται ως καθηγητή- δάσκαλο στη Φιλοσοφική Αθηνών, που δίδασκε επί σειρά ετών Φιλοσοφία και Παιδαγωγικά. Όσοι έχουν κάτσει και έχουν μπει στον κόπο να διαβάσουν τα βιβλία που είχε γράψει – ανάμεσά τους και ο γράφων- και να δουν τα βίντεο με τις διαλέξεις του θα αντικρίσουν πάλι από διαφορετική σκοπιά τον Λιαντίνη. Το σίγουρο είναι πως ήταν ένας απίστευτα μεταδοτικός ομιλητής και ένας αξιομνημόνευτος και πρωτότυπος φιλόσοφος. Ό,τι περιγράφω πιο πάνω για την “ακατανόητη” φιλοσοφία, είναι το άκρως αντίθετο με την συνήθεια του να προσπαθεί να μεταδώσει με απλότητα τη φιλοσοφία.

Είναι δύσκολο το έργο εκείνων που καλούνται να φτιάξουν μια γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα σε βαθυστόχαστα και περίπλοκα πράγματα αφενός και ενδιαφερόμενους ανθρώπους αφετέρου. Πολύ εύκολα μπορεί να εκλαϊκευτεί η εκτίμηση για τους Αρχαίους φιλοσόφους σε μία προγονολατρεία και εθελοτυφλία απέναντι στα αρνητικά χαρακτηριστικά τους. Πρέπει να γίνει με μέτρο και χάρη για να μπορεί να συμμετέχει και ο απλός ενδιαφερόμενος. Να γίνει μια μετάγγιση με προσεκτικότητα. Όσοι παρακολουθούσαν τον Λιαντίνη έχουν να πουν πως «οι διδασκαλίες του δεν είναι παραδόσεις μαθημάτων, αλλά παραστάσεις δρωμένων »(1). Ο ίδιος είχε μια θεατρικότητα στην ομιλία του που συνδυαζόταν με πάθος, γνώση και εκφραστικότητα. Οι θέσεις του πολλές φορές υπήρξαν ρηξικέλευθες, αφοπλιστικές, τεκμηριωμένες αλλά εξίσου προκλητικές, αφοριστικές και αμφισβητήσιμες. Δεν ήταν ο τυπικός ακαδημαϊκός που μιλάει με ηρεμία και περιορίζεται στην διδασκαλία του μαθήματος. Ως προς αυτό ο ίδιος έλεγε στο πρόλογο ενός βιβλίου του : « Μέσα στο χώρο της Φιλοσοφίας της Αγωγής το βιβλίο τούτο μοιάζει αιρετικό. Αν το παραβάλει κάποιος προς τον κλασσικό- που σημαίνει και συμβατικό αναπότρεπτα- τύπο των παρόμοιων μελετών, μόνο τον υπότιτλο θα ’βρισκε κοινό»(2)

Ο Λιαντίνης αποτελεί ταυτόχρονα ένα σκάνδαλο και ένα αίνιγμα. Σκανδαλώδης υπήρξε η διδασκαλία του, που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις τρέχουσες διδακτικές πρακτικές και ακόμη πιο σκανδαλώδης η ελευθεροστομία του και ο αντιακαδημαϊσμός του. Αινιγματικός ο θάνατός του, καθώς αποφάσισε να θέσει ο ίδιος τέρμα στη ζωή του με έναν περίεργο τρόπο, συγκεκριμένα να πάει να πεθάνει σε μια πλαγιά του Ταϋγέτου χωρίς κανείς να ξέρει πού είναι ακριβώς και χωρίς να αφήσει πτώμα. Μόνο ένα γράμμα γεμάτο γρίφους προς την κόρη του εξηγεί την απόφασή του, και ανάμεσα στα άλλα γράφει : «Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενιές που έρχονται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει». (3) Λέει κι άλλα αυτό το τόσο διαφωτιστικό για τον χαρακτήρα του γράμμα που δεν μπορούμε να παραθέσουμε ολόκληρο. Μπορεί αυτά να ακούγονται ως περίεργες φράσεις ενός απελπισμένου ανθρώπου. Μπορεί και να ήταν. Αλλά ό,τι κι αν έκανε στις τελευταίες του στιγμές δεν μπορεί να στιγματίσει την πληθωρική του προσωπικότητα και το χάρισμά του να μαγεύει τον ακροατή ή τον αναγνώστη με τον λόγο του.

Ασχολήθηκε συστηματικά με τις φιλοσοφικές επιρροές διαφόρων λογοτεχνών. Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο Σεφέρης, ο Σολωμός υπήρξαν γι’ αυτόν τα υποκείμενα που τον προβλημάτιζαν και τον ενέπνεαν περισσότερο. Μία άλλη του μεγάλη αγάπη υπήρξε ο Νίτσε. Ο ίδιος μετέφρασε το «Ίδε ο άνθρωπος» και σε κάποιο βαθμό είχε επηρεαστεί ακόμα και στον τρόπο γραφής του απ’ αυτόν. Χωρίς να αφήσει κανέναν μεγάλο συγγραφέα έξω από τον γνωστικό του ορίζοντα, ήξερε Σαίξπηρ, Γκαίτε, Δάντη, όλα τα μεγάλα έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και φυσικά τους κλασικούς Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς. Μα η μεγάλη του διαφορά σε σχέση με τους άλλους συναδέλφους του ήταν πως μπορούσε να δημιουργεί ενώσεις και ερμηνευτικές που συνειρμικά οδηγούσαν απ’ τον έναν συγγραφέα στον άλλο και που με μεγάλη απόλαυση και ευκολία έκανε προσιτά και οικεία στο ευρύ κοινό. Έξω από αυτά ασχολήθηκε με τη φιλοσοφική πορεία και απορία των Ελλήνων και των Ρωμαίων στα βιβλία του «Γκέμμα», «Τα Ελληνικά» και «Πολυχρόνιον: Στοά και Ρώμη». Πήρε το ‘Α Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών το 1978 για το βιβλίο του «Χάσμα Σεισμού: Οι φιλοσοφικές ιδέες στο έργο του Διονυσίου Σολωμού». Η σφαιρικότητα των γνώσεών του φαίνεται και σε μια διάλεξη που είχε δώσει στη Σπάρτη το 1998 με θέμα : «Δωριστί αρμονίες: Το πραγματικό πρόσωπο της Αρχαίας Σπάρτης», που εκθέτει και ερμηνεύει τους Λακεδαιμόνιους και την ιστορία τους  με κάποια υπερβολή βέβαια και μονομέρεια, αλλά παρ’ όλα αυτά με διεισδυτικότητα και  έμπνευση.

Σε μιαν άλλη ομιλία του με τίτλο «Η φιλοσοφική θεώρηση του Θανάτου» δίνει στους ακροατές του την ευκαιρία να συλλογιστούν περί του αναπότρεπτου αυτού γεγονότος που στέκεται ο φόβος όλων μας. Να μην τον θεωρούν ως το μεγαλύτερο κακό που βρίσκει τους ανθρώπους, αλλά να τον κατανοούν και να διώχνουν μακριά τη βαριά σκιά του. Σε αυτό ήταν βαθιά επικούρειος: «Ποιο πράγμα είναι τόσο γελοίο, όσο το να ζητάς τον θάνατο, αφού έκανες τη ζωή σου δυστυχισμένη φοβούμενος τον θάνατο;»(4). Και στο τέλος της δικής του ζωής στάθηκε το ίδιο αποφασιστικός.

Πολλοί λένε ότι ήταν τρελός, άλλοι τον λένε αναρχικό, άλλοι διορατικό και ιδιοφυή. Πολλά μπορούν να λεχθούν για τον περίεργο αυτόν φιλόσοφο. Νομίζω όμως πως δεν έχουμε καταλάβει ακόμα τι ήταν ο Λιαντίνης, το πόσο τυχεροί είμαστε που έχουμε πολλά βίντεο με διαλέξεις του και πως είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο της νεοελληνικής φιλοσοφίας. Μένουμε καθηλωμένοι και στεκόμαστε με απόσταση μακριά του κοροϊδεύοντας τον για την ατυχή του απόφαση να θέσει ο ίδιος τέρμα στη ζωή του, να αυτοκτονήσει. Έστω ότι ήταν μια κακή, βλακώδης απόφαση. Όντως, θα μπορούσε να δώσει πολλά περισσότερα αν συνέχιζε να ζει. Γιατί παραβλέπουμε την αξία του; Γιατί δεν διαβάζουμε λίγο, βγάζοντας από πάνω του τη ταμπέλα του γραφικού;

(1)     Δ. Αλικάκος, Λιαντίνης: Έζησα έρημος και ισχυρός.,εκδ. Λιβάνη Αθήνα 2006, σχόλιο στις φωτογραφίες στο τέλος του βιβλίου.

(2)     Δ. Λιαντίνης, Homo Educandus (Φιλοσοφία της Αγωγής), Αθήνα 2006, σελ.9

(3)     Δ.Αλικάκος, ό.π., σελ.25

(4) Επίκουρος, Ηθική – Η θεραπεία της ψυχής, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Γ. Ζωγραφίδης., εκδ. Το Βήμα Αθήνα 2015, σελ.355, απόσπασμα 27

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Π.Βρεττάκος