Δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι οι πρόσφατες ευρωεκλογές ήταν διαφορετικές. Στην πραγματικότητα ήταν οι πρώτες ευρωεκλογές που έδειξαν να έχουν κάποια σημασία, αν όχι στο θεσμικό, τουλάχιστον στο συμβολικό επίπεδο. Μάλιστα η σημασία τους φαινεται να ορίζεται ακριβώς από αυτή την αντινομική δυσαναλογία, τη διάσταση ανάμεσα στο πρακτικό αποτέλεσμα και τη συμβολική του βαρύτητα. Τρόπον τινά, το άμεσο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, η πραγματική σύνθεση του ευρωκοινοβουλίου όπως αυτή προέκυψε, φαίνεται να υπολείπεται όχι μόνο των προσδοκιών, αλλά και των πραγματικών πολιτικών συσχετισμών και σχέσεων που δρουν και επιδρουν στις κοινωνικές συνθήκες της εκάστοτε χώρας. Με μια πρώτη ματιά οι ευρωεκλογές μοιάζουν να επωάζουν ένα άλλο αποτέλεσμα, που θα αποκαλύψει μεσοπρόσθεσμα το συνολικό τους νόημα, ιδιαιτέρως αν τις συνδέσουμε, όπως είναι αναπόδραστο, με τις προεδρικές εκλογές στην ουκρανική στέππα, σαν προεικάσματα του άμεσου ευρωπαϊκού μέλλοντος.
Μέχρι να αποκαλυφθούν οι συνέπειες λοιπόν αυτής της κάλπης, μπορούμε απλώς να επισημάνουμε κάποια πρώτα επιφανειακά συμπεράσματα. Για την ιστορική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, αρκεί εδώ να τονίσουμε πως στον ευρωπαϊκό χώρο και για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες αυτή η νίκη υπήρξε πιο καθαρή και ίσως πιο σημαντική σαν παράδειγμα από ό,τι έγινε αντιληπτό στο εσωτερικό της χώρας. Πέραν από την συμβολική της βαρύτητα, που μόνη αρκεί για να δώσει ένα αντίβαρο στην άνοδο των ακροδεξιών, παρόλο που οι τελευταίοι πήραν πολύ περισσότερες ψήφους σε απόλυτους αριθμούς, κυρίως γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται στο εξωτερικό ως ριζοσπαστική αριστερά, ενώ στην εγχώρια σκηνή υπολείπεται ακόμη και της σοσιαλδημοκρατίας, ακόμη και σε επίπεδο συνθημάτων. Ο «διεθνής» ΣΥΡΙΖΑ όμως είναι ένα φαινόμενο ανάλογο του Ομπάμα, υπό την έννοια ότι εκφράζει αόριστες ελπίδες κοινωνικές αλλαγής, χωρίς βέβαια να έχει το ιστορικό βάρος του μαύρου προέδρου. Μοιάζει στην απόσταση μεταξύ πραγματικότητας και πρόσληψης, και στην διάσταση μεταξύ εγχώριας και διεθνούς εικόνας. Ο Τσίπρας που πήρε 4.5% στην Ιταλία έχει ήδη τύχει της διστακτικής αποδοχής των διεθνών οικονομικών και πολιτικών κέντρων και το ενδεχόμενο να κυβερνήσει την Ελλάδα προκαλεί πολύ λιγότερους τριγμούς από ό,τι παρουσιάζεται. Στην πραγματικότητα, μία εκλογή ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική κυβέρνηση για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες θα έμοιαζε με μία σοσιαλδημοκρατική ανανέωση, αλλά για τα ουσιαστικά κέντρα αποφάσεων απλώς θα σήμαινε έναν πιο ευαίσθητο συνομιλητή, εντός του εύρους των αποδεκτών διαπραγματεύσεων, ωστόσο.
Η άνοδος των ακροδεξιών είναι κάτι διαφορετικό. Αυτό εκφράζει αναμφίβολα μία βαθιά σημασιακή και ταυτοτική καθήλωση ενός μεγάλου ποσοστού του ευρωπαϊκού πληθυσμού, μία συντηρητική αντεπανάσταση στο σημασιακό επίπεδο, η οποία, οφείλουμε να προσέξουμε, δεν έρχεται σε καμία αντίθεση προς τις διαδικασίες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Αντιθέτως, καθώς το εθνοκράτος καταρρέει ως φορέας κυριαρχίας, οι σημασίες του εθνικισμού και οι φθαρμένες εθνικές ταυτότητες αποτελούν ένα πρώτης τάξεως εργαλείο για την χειραγώγηση των κοινωνιών. Καθώς και για την αποτροπή μίας άλλης κοινωνικής παγκοσμιότητας, από τα κάτω, της απελευθερωμένης ανθρωπότητας. Αναλογικά, η πριμοδότηση των ακροδεξιών από τους κρατικούς μηχανισμούς την ίδια στιγμή που αυτοί οι μηχανισμοί εξυπηρετούν τις επιτελέσεις του πολυεθνικού κεφαλαίου, μοιάζει με την στρατευμένη προώθηση του ρατσισμού από την κρατική προπαγάνδα στις Η.Π.Α. του 19ου αιώνα προκειμένου να αποτραπεί μία κοινή εξέγερση των λευκών και μαύρων καταπιεσμένων.
Το γεγονός ότι αυτές οι πολιτικές βρίσκουν απήχηση φυσικά λέει κάτι και για τις κοινωνίες, που δεν είναι αθώα νεογέννητα αλλά εκφράζουν κυριάρχα φαντασιακά πλέγματα όπου τα ρεύματα της ετερονομίας είναι τα κεντρικά, και υπάρχει ένας ρατσισμός από τα κάτω, ο οποίος εκφέρεται σε κάθε μορφή κοινωνικής συνεύρεσης σε διάφορες εντάσεις. Όταν αυτός φτάνει μέχρι την επιφάνεια, με την πολιτική του έκφρασή και μάλιστα στο κεντρικό πεδίο, αυτό υποδηλώνει την βαθιά σημασιακή κρίση που έχει ξεσπάσει παγκόσμια. Δεν είναι το γεγονός ότι η Λεπέν βγήκε πρώτη στη Γαλλία, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πατέρας της είχε βγει ακόμη και στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, αλλά ότι αυτή η πολιτική συναρμόζεται άψογα με κεντρικές στρατηγικές του εθνοκράτους που δεν είναι στρατηγικές επιβίωσης, αλλά αναπροσαρμογής. Ο εθνικισμός εξάλλου εκφράζεται ως τέτοιος σε ιστορικές περιόδους με έντονη διεθνή κινητικότητα και επικοινωνία και ο σύγχρονος κόσμος επιταχύνει διαρκώς. Δεν υπάρχουν εθνικές ομάδες αν δεν υπάρχει και Μουντιάλ.
Φυσικά, οι ευρωεκλογές, οι πρώτες με κάποια σημασία, έδειξαν ταυτόχρονα και το πόσο περιορισμένη είναι η Ε.Ε. Περιορισμένη σε βάθος, αφού οι αντιευρωπαϊκές τάσεις που έλαβαν μέρος στις ευρωπαϊκές εκλογές (και αναρωτιόμαστε πόσο αντιευρωπαϊκές είναι πραγματικά) ενισχύθηκαν, καθώς λίγοι άνθρωποι που δεν μοιράζονται κάποια συλλογική αποικιοκρατική ιστορία, αυτοαποκαλούνται Ευρωπαίοι. Περιορισμένη σε πλάτος, αφού η αποχή πήρε την αυτοδυναμία ξανά.
Όμως έδειξε ακόμη πως αντιευρωπαϊκά κόμματα δεν υπάρχουν. Υπάρχουν εθνικιστικά και διεθνιστικά. Όλα εκπροσωπούν τις φαύλες αξίες του εθνοκράτους. Κανείς δεν έχει καταφέρει να εκφράσει τον κόσμο που γεννιέται στα χαμηλά στρώματα του κοινωνικού μάγματος, όπου άλλα δίκτυα σχηματίζονται, μίας παγκόσμιας αλληλεγγύης. Ένα τεράστιο ποσοστό της αποχής ανήκει σε αυτό τον κόσμο της πράξης, όχι της ανάθεσης.
Για μία ακόμη φορά η αποχή υπήρξε πολιτική επιλογή, πιστεύω και πολιτική πράξη. Όσο για το πολιτικό όνειρο των ολιγαρχών για μία πολιτικά και οικονομικά ενοποιημένη ευρωπαϊκή κοινότητα, αυτή έχει ήδη ιστορικά προκύψει και ονομάζεται Η.Π.Α.