Βιβλίο

Φιλοσοφία και λογοτεχνία: προς μια επαναπροσέγγιση των σχέσεων τους

Πολλά έχουν ειπωθεί για τη νομιμοποίηση της διάκρισης φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Πράγματι, τα επιχειρήματα εναντίον της νομιμοποίησης αυτής είναι πολλαπλής κατεύθυνσης. Είτε προέρχονται από τη σκοπιά της ανάδυσης της ιστορικής συνθήκης εντός της οποίας η διάκριση των δύο πεδίων κατέστη τελικά δυνατήείτε από εκείνη της γλωσσικής ή της υφολογικής αποτίμησης των φιλοσοφικών πραγματειών και των λογοτεχνικών ειδών, συχνά με ερμηνευτική συνέπεια τη μεταξύ τους αμοιβαία επιμειξία. Παράλληλα,μπορεί να προέρχονται είτε από την ιστορία της φιλοσοφίας, ως μιας ιστορίας συγκρότησης συστημάτων εννοιών που προϋποθέτουν μία κάποια αποκρυστάλλωση ρευστών μεταφορών, εικόνων και μύθων, είτε από την ιστορία της λογοτεχνίας, ως ιστορίας μερικών εκ των συνθετότερων στοχαστικών κειμένων. Θα έλεγε κανείς ότι το δράμα της οριστικής ταξινόμησης των πεδίων του λόγου φαίνεται να μην έχει τέλος.

Το θέμα γύρω από την απολυτότητα ή σχετικότητα στη διάκριση του λογοτεχνικού από το φιλοσοφικό πεδίο έχει απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό τη σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία. Ανατρέχοντας στο πόνημα του Philippe Sabot μας δίνεται η ευκαιρία να αναστοχαστούμε αφενός, το ιστορικό σημείο της ανάδυσης του απόλυτου διαχωρισμού των πεδίων, το οποίο είναι μάλλον αρκετά πρόσφατο και αφετέρου, τη στοχαστική διάσταση ορισμένων, κατά τον εν λόγω μελετητή, μυθιστορηματικών έργων. Μελετώντας, όπως ρητά δηλώνει, τη σχέση των δύο πεδίων από τη σκοπιά της φιλοσοφίας, ο Sabot –αφήνοντας ανοιχτή τη δυνατότητα μια αντίθετης κίνησης, δηλαδή της αποτίμησης της λογοτεχνικότητας των φιλοσοφικών κειμένων– θα γράψει: «φαίνεται, […] σε ποιον βαθμό η συγκρότηση χωριστών σωμάτων κειμένων έχει ως σύστοιχό της μια ορισμένη επάλειψη της εργασίας των ίδιων των κειμένων, όπως η εργασία αυτή διαφαίνεται στην πολύπλοκη συναρμολόγησή τους, όπου μπορούν να αναμειγνύονται, σύμφωνα με πολυποίκιλες και κάθε φορά ενικές τροπικότητες, μια ορισμένη φιλοσοφική “διάσταση” και μια ορισμένη λογοτεχνική “διάσταση”».[1]

Οι παραχαράξεις συνεπώς της διάκρισης είναι συνεχείς, ανεξάρτητα από το αν προέρχονται από ετερόκλητες, συχνά αντιμαχόμενες, παραδόσεις. Το βιβλίο του Sabot επιχειρεί να σκιαγραφήσει το θεωρησιακό υπόβαθρο ενός τέτοιου αναστοχασμού γύρω από τις σχέσεις φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Αν και η, έστω περιληπτική, αναπαραγωγή μερικών εκ των βασικών θέσεων και αναλύσεων του μελετητή δεν δύναται να εξαντλήσει το πεδίο, θα προβούμε σε μια εν παρόδω παρουσίαση των αξόνων, στην τροχιά των οποίων μπορούν να τεθούν μερικά γόνιμα ερωτήματα.

Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του, που φέρει τον τίτλο Φιλοσοφικές χρήσεις της λογοτεχνίας, δεν απαντά κανείς παρά μια ανακατασκευή της ίδιας της ιστορίας της φιλοσοφίας, υπό το πρίσμα των τρόπων που αυτή αξιοποιεί εικόνες, μύθους και μεταφορές για τη συγκρότηση των φιλοσοφικών εννοιών. Πρώτο παράδειγμα εκείνο του πλατωνικού παραδόξου. Καθώς, αν και ο Πλάτωνας στο 10ο βιβλίο της Πολιτείας εξορίζει τους ποιητές, ο ίδιος δεν αξιοποιεί μονάχα εικονολογικά σχήματα, όπως θα περιγράψει ο Sabot, αλλά –όπως θα προσέθετε κανείς– χτίζει μια σύνθετη σκηνοθεσία, μέσω του διαλόγου, εφάμιλλη του έργου όσων έχουν καταδικαστεί να ζουν στην αναλήθεια. Ο Sabot, επιστρέφοντας στην εγελιανή παραδοχή (όπως την ανιχνεύει στις παραδόσεις για την Αισθητική και απαντά την αναμνημόνευσή της στο Glas του Derrida), σύμφωνα με την οποία οι έννοιες έχουν μια μεταφορική καταγωγή, θα γράψει: «[υ]πό αυτές τις συνθήκες, είναι αυτονόητο ότι η αντίθεση ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία υπάγεται και η ίδια σε αυτή τη διεργασία δια της οποίας η φιλοσοφία αυτοθεσπίζεται λησμονώντας αυτούς τους τρόπους [tropes] και αυτά τα λογοτεχνικά σχήματα που στοιχειώνουν ωστόσο τον λόγο της και αποτελούν την απόκρυφη καταγωγή των εννοιών της».[2]

Η στάση του Sabot, ρητά επηρεασμένη από τους σχετικούς νιτσεϊκούς στοχασμούς, καθώς και την επεξεργασία τους στη ντερριντιανή Λευκή μυθολογία, θα στρέψει την ερωτηματοθεσία του προς την κατεύθυνση του είδους των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας ή, διατυπωμένο λίγο διαφορετικά, του είδους της φιλοσοφίας που οφείλουμε να αναζητήσουμε στη λογοτεχνία. Έτσι, θα διακρίνει δύο μοντέλα αλληλοσύμπλεξής τους: εκείνο των μεταξύ τους εξωτερικών σχέσεων κι εκείνο των εσωτερικών. Αν οι εξωτερικές προσιδιάζουν σε μια «φιλοσοφική ερμηνεία του [λογοτεχνικού λόγου που] καταλήγει να τον ανάγει σε μια σκέψη που παραμένει εξωτερική σ’αυτόν», τότε οι εσωτερικές μοιάζουν περισσότερο με «νοητικό πείραμα».[3] Ακολούθως, με αναφορά στα δύο μοντέλα, θα παρουσιάσει,στα τρία κεφάλαια του βιβλίου που ακολουθούν,τρία ήδη δοκιμασμένα σχήματα προσέγγισης της λογοτεχνίας από τη φιλοσοφία: το διδακτικό (Kant, Deleuze), το ερμηνευτικό (Ricoeur) και το παραγωγικό (Descombes), αφήνοντας για το κλείσιμο του πονήματός του μια σύντομη ανάπτυξη για ένα πιθανόν τέταρτο σχήμα, το πειραματικό, όπως μπορεί αυτό να το εξερευνούν οι εργασίες του, εκείνες του Macherey κι επιπλέον, του Badiou και του Foucault. Στο τελευταίο αυτό «σχήμα» οι σχέσεις φιλοσοφίας και λογοτεχνίας τείνουν να προσεγγιστούν ως κριτικό εγχείρημα.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως το «διδακτικό σχήμα», όπως δηλώνει και ο υπότιτλος του σχετικού κεφαλαίου κοιτάζει τη λογοτεχνία «υπό τον όρο της φιλοσοφίας». Αφορά, δηλαδή, στις δυνατές φιλοσοφικές αναγνώσεις των λογοτεχνικών κειμένων, σε μια αποτίμηση των τελευταίων αποκλειστικά με φιλοσοφικά κριτήρια. Κατά την άποψη του Sabot, στο σχήμα αυτό επιβιώνει η ιεραρχική αντίθεσή τους, έτσι που ο λογοτεχνικός λόγος να στερείται καθαυτός τη θεωρησιακότητα. Αναφορικά με το «ερμηνευτικό σχήμα», θα παρατηρούσε κανείς μια σημαντική παρατήρηση του συγγραφέα, σύμφωνα με την οποία ακόμη κι όταν απαντά κανείς από μέρους των φιλοσόφων μια αποδοχή της ύπαρξης αληθείας εντός ενός λογοτεχνικού κείμενου, αυτή ανάγεται στην τάξη της έννοιας. Με άλλα λόγια, μεταφράζεται η λογοτεχνική αλήθεια στον προσίδιο τρόπο εκδήλωσης της φιλοσοφικής γλώσσας, προκειμένου να διασαφηνιστεί. Στο σχήμα αυτό επιβιώνει μια άλλη διάκριση που έμελλε να επικριθεί συστηματικά από διαφορετικούς στοχαστές: της μορφής από το περιεχόμενο. Φτάνουμε έτσι στην περίπτωση του «παραγωγικού σχήματος», εντός του οποίου εξερευνάται τελικά τι μπορεί να σημαίνει πως η λογοτεχνία συνιστά τόσο τόπο θεωρησιακής μεταμόρφωσης, όσο και θεωρησιακής παραγωγής. Όμως, ένα από τα τελευταία και εξαιρετικά γόνιμα ερωτήματα που εκκρεμεί για να τεθεί, θα έρθει να ενταχθεί με τρόπο ανοιχτό στους κόλπους του «πειραματικού σχήματος». Πρόκειται για την εκκρεμή διερώτηση γύρω από το «σκέπτεσθαι υπό τον όρο της λογοτεχνίας». Με τα λόγια του συγγραφέα, «δεν είναι […] εδώ η τεχνητή σύνθεση δύο ετερογενών μορφών του λόγου τις οποίες θα ήταν δυνατό να χωρίσουμε και αποκαταστήσουμε στη συστατική καθαρότητά τους […] αλλά όντως η διεργασία των ίδιων των λογοτεχνικών κειμένων, καθόσον προσκαλούν να προβληματοποιήσουμε ό,τι γνωρίζουμε ή ό,τι πιστεύουμε πως γνωρίζουμε».[4]

Η πρόσφατη μετάφραση του έργου του Philippe Sabot από τον Γιάννη Πρελορέντζο, συνεισφέροντας με την ευρεία έννοια σε μια μάλλον περιθωριακή συζήτηση για τα ελληνικά ακαδημαϊκά δεδομένα, διαδραματίζει ειδικότερα έναν σημαντικό ρόλο και ως καθ’εαυτό μεταφραστικό εγχείρημα. Συζητώντας τη δυναμική σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και λογοτεχνίας, διερωτάται (κι αυτό συνιστά ένα οιονεί μεταφραστικό μέλημα) για τις προοπτικές μιας ανοιχτής φιλοσοφικής γλώσσας, που πάντα θα εκκρεμεί.

Σημειώσεις

[1] Βλέπε περισσότερα στην εισαγωγή του μεταφραστή, καθώς και στην εισαγωγή του συγγραφέα στο Philippe Sabot, Φιλοσοφία και Λογοτεχνία. Προσεγγίσεις και διακυβεύματα ενός ζητήματος., μτφρ. Γιάννης Πρελορέντζος (Αθήνα: Gutenberg, 2017).

[2] Ό.π., σ. 130.

[3] Ό.π., σσ. 144-145.

[4].'Ο.π., σσ. 275-276.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Μαριλένα Καρρά