Ανάλυση

Μεγάλη Ιδεα - Μητέρα Πατρίδα: Ο εθνικός μας μύθος ως οικογενειακό δραμα

Η μαθηματικοποίηση: Έθνος = Κράτος = Λαός

Ήδη από το 1830, ο λόγος της εξουσίας αρχίζει να ενσωματώνει την έννοια του έθνους. Εκείνη την περίοδο διατυπώνεται η ρητορεία σχετικά με την «αρχή των εθνοτήτων». Συγκροτούνται δύο διαφορετικές απόψεις για το έθνος. Από τη μία εμφανίζεται η επαναστατική - δημοκρατική που έθετε στο επίκεντρό της τον «κυρίαρχο πολίτη», που δημιουργούσε το κυρίαρχο κράτος, που σε σχέση με την υπόλοιπη ανθρώπινη ράτσα συνιστούσε ένα έθνος. Από την άλλη πλευρά, βρίσκεται η εθνικιστική αντίληψη η οποία στηρίζονταν στην ύπαρξη κοινότητας που διέκρινε τον εαυτό της από τους ξένους. Οι απόψεις αυτές τελικά συναντώνται στην εξίσωση κράτος = έθνος = λαός. Σχεδόν ταυτόχρονα προκύπτει ως βασική αναγκαιότητα για τα κράτη, να υπολογίζουν τους υπηκόους μιας και πλέον δυσκολεύονταν να τους ελέγξουν. Εμφανίζεται έτσι, στην ρητορική της εξουσίας, η έννοια του πληθυσμού.

Η εμφάνιση του φιλελευθερισμού, του ελεύθερου εμπορίου και του έθνους αποτελούν, θα λέγαμε, μια αλυσίδα αλληλεξαρτώμενων διαδικασιών. Απόδειξη, το γεγονός πως το μεσουράνημα αστικού φιλελευθερισμού συμπίπτει χρονολογικά με την εποχή κατά την οποία εμφανίζεται η ρητορεία σχετικά με την «αρχή των εθνοτήτων». Ο ίδιος ο φιλελευθερισμός στην προσπάθειά του να αναλύσει την κοινωνική κατάσταση της περιόδου, δημιουργεί έναν ταξινομητικό λόγο μέσω του οποίου αποδίδονταν η ιδιότητα του έθνους, σύμφωνα με τις αξίες και την ιδεολογία των εκπροσώπων του. Βασικός στόχος του λόγου αυτού φαίνεται να είναι η σύμπλευση της λειτουργίας του έθνους κράτους με την πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού.

Βασική αφετηρία της φιλελεύθερης ρητορείας για το έθνος αποτελεί το γεγονός πως η ύπαρξη κρατών με οικονομική πολιτική (νομισματικό μονοπώλιο και δημόσια έξοδα), πρωτοεμφανίζεται ως φαινόμενο τον 19ο αιώνα. Έτσι το έθνος ταυτίζεται με το εδαφικό κράτος και οι έννοιες κοινότητα, κοινωνία, έθνος, κράτος και λαός εμφανίζονται άκρως συγκεχυμένες και σχεδόν ταυτόσημες. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους του λόγου αυτού η ανάπτυξη της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας συνδέεται ολοκληρωτικά με τις εθνικές οικονομίες ενός αριθμού ανεπτυγμένων εδαφικών κρατών. Κυρίαρχη άποψη αποτελεί ότι «ο διαχωρισμός της ανθρωπότητας σε αυτόνομα έθνη είναι ουσιαστικά οικονομικός» και πως «κανένα έθνος δεν απέκτησε πλούτο χωρίς τη λειτουργία μιας κυβέρνησης».

Ενώ λοιπόν παρατηρείται μια σύνδεση μεταξύ των εννοιών «έθνος» και «κράτος» με εκείνη της «οικονομίας», έρχεται στο προσκήνιο η θεωρία του για τα οφέλη των κρατών μεγάλης κλίμακας , όπως και η άποψη ότι το μέλλον της ανθρωπότητας θα λάβει την μορφή της δημιουργίας μεγάλων κρατών. Οι παραπάνω προσεγγίσεις συναντούν τη θεωρία της «αρχής των εθνοτήτων», η οποία αφορούσε κράτη μεγάλης εδαφικής έκτασης και μαζί διαμορφώνουν την κυρίαρχη φιλελεύθερη αντίληψη πως σε έθνη μπορούσαν να αναχθούν μόνο εθνικότητες κάποιου μεγέθους.

Ταυτόχρονα στον ίδιο λόγο ενσωματώνονται λέξεις όπως kleinstaaterei (σύστημα μικροσκοπικών κρατών) και βαλκανιοποίηση, λέξεις με μειωτικό χαρακτήρα, που χρησιμοποιούνται ως πολιτικές προσβολές, εφόσον χαρακτήριζαν έθνη μη βιώσιμα οικονομικά και πολιτισμικά, έθνη που ήταν «ανάξια» να θεωρούνται έθνη. Δημιουργείται έτσι ένα νέο ενδο-ομαδικό και διομαδικό πλαίσιο λόγου, που λειτουργεί με άξονα το στερεότυπο, που αποδίδεται στα «μικροσκοπικά κράτη» για να δικαιολογήσει την σχέση κυριαρχίας μεταξύ αναπτυγμένων και υποανάπτυκτων περιοχών. Έτσι, ο Άλλος δεν είναι απλά διαφορετικός, αλλά και κατώτερος, και η ανωτερότητα των βιομηχανικών περιοχών δεν είναι δυνατή παρά μόνο σε σχέση με την κατωτερότητα των υπανάπτυκτων. Με δύο λόγια από αυτό το σημείο ο φιλελεύθερος λόγος δημιουργεί μια σχέση ιεραρχικής αλληλεξάρτησης που απαιτεί μια αναπαραστασιακή σχέση, η οποία προσφέρει μια νομιμοποίηση όσον αφορά στις ανισότητες και μια σταθερότητα όσον αφορά στο σύστημα.

Ο αστικός φιλελευθερισμός 1830-1880, διατύπωσε τρία κριτήρια, τα οποία επέτρεπαν σε έναν λαό να ταξινομηθεί ως έθνος, με προϋπόθεση να είναι αρκετά μεγάλος ώστε να είναι βιώσιμος. Το πρώτο είχε να κάνει με την ιστορική σχέση με ένα με ένα σημερινό κράτος που να έχει μακροχρόνιο ιστορικό παρελθόν. Το δεύτερο με την ύπαρξη πολιτικής ελίτ που να διαθέτει τη δικιά της εθνική λόγια και διοικητική καθομιλούμενη γλώσσα. Τέλος να διαθέτει αποδειγμένη ικανότητα για κατακτήσεις, έτσι ώστε ο λαός να έχει συνείδηση της συλλογικότητας – συλλογικής ταυτότητα. Με βάση τη φιλελεύθερη ρητορική, ένα έθνος για να είναι ανεξάρτητο και άρα κυρίαρχο θα έπρεπε να είναι μεγάλο και άρα βιώσιμο, επομένως μερικά μικρά έθνη ήταν καταδικασμένα να εξαφανιστούν. Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να πούμε, χωρίς υπερβολή, πως για τους φιλελεύθερους είναι το μέγεθος που μετράει και όχι η συλλογική συνείδηση, τουλάχιστον όσον αφορά τα έθνη.

Ελληνισμός και άλλα αρσενικά ουσιαστικά σε -ισμός

Από τις αρχές του 19ου αιώνα παρατηρείται η σταδιακή παράλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η σταδιακή διεκδίκηση της ανεξαρτησίας από τις πάμπολλες εθνικές μειονότητες που την συγκροτούσαν. Ήδη από το 1820 είναι πρόδηλος ο κλονισμός της νομιμότητας της απόλυτης μοναρχίας ενώ ξεσπούν εθνικού τύπου επαναστάσεις σε κάθε γωνία της Ευρώπης. Σχεδόν ταυτόχρονα στο Δυτικό Λόγο εμφανίζεται ο όρος Ανατολικό Ζήτημα, για να περιγράψει την αποχώρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τις περιοχές των Βαλκανίων και του Εύξεινου Πόντου και τη προώθηση της Ρωσίας προς τις κτίσεις αυτές καθώς και τα οικονομικά και γεωπολιτικά ζητήματα που προκύπτουν από αυτή τη στρατηγικού διοικητικού τύπου μεταβολή. Περισσότερο Δυτικό Κομπρεμί, παρά Ανατολικό Ζήτημα, αν θέλουμε να κυριολεκτούμε. Σχεδόν ταυτόχρονα εμφανίζεται ένα κίνημα φιλελληνισμού περισσότερο ως έκφραση του γενικότερου φαινομένου του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού παρά ως έκφραση σεβασμού για τη πολιτισμική παρακαταθήκη της Ελλάδας. Οι έννοιες «σεβασμός» και «φιλελευθερισμός» δύσκολα ακολουθούν η μία την άλλη χωρίς τη διαμεσολάβηση μιας τρίτης λέξης με μια ιδεολογικά ουδέτερη φόρτιση και με σκοπό τη συγκάλυψη κάποιου κινήτρου. Στη δική μας περίπτωση η επιθυμία, που πλέον ήταν πρόδηλη, για την προστασία της Ελλάδας ως πολιτισμικής γενέτειρας της Ευρώπης συγκαλύπτει, εν είδη διπλωματικής δικαιολογίας, την πρόθεση για γεωπολιτικό και οικονομικό έλεγχο μιας περιοχής με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία.

Αυτοί οι τρείς παράγοντες είναι που διαμορφώνουν τον δημόσιο λόγο και την δημόσια γνώμη, τη διεθνή πολιτική και τη κοινωνική κατάσταση, που σηματοδοτούν τα εθνικά μας βαφτίσια, τη σχέση μας με τους Άλλους και τη συλλογική μας συνείδηση και ταυτότητα. Αρχικά ο κλονισμός της νομιμότητας της απόλυτης μοναρχίας, που ακριβώς επειδή ήταν απόλυτη δεν θα υπερβάλλουμε αν χαρακτηρίσουμε τον κλονισμό της ως νευρικό, κρίνοντας βέβαια από τα αποτελέσματά του στην εθνική μας συνείδηση και ταυτότητα. Στη συνέχεια το Ανατολικό Ζήτημα και η Δυτική του επίλυση, και τέλος, η εμφάνιση του κινήματος του φιλελληνισμού. Ο φιλελληνισμός, όπως τα περισσότερα αρσενικά ουσιαστικά σε –ισμός, δηλώνει καταρχάς ένα σύστημα ιδεών σχετικών με «κάτι» και σε δεύτερη ανάλυση μια τάση ή συμπεριφορά σχετική με «κάτι». Αυτό το «κάτι» του φιλελληνισμού έχει περισσότερο να κάνει με τον φιλελευθερισμό παρά με τον ελληνισμό, καθώς εκφράστηκε από μία συγκεκριμένη τάξη, αφορούσε συγκεκριμένα γεω-πολιτικά συμφέροντα και ταύτιζε τη Ελλάδα με κάποιου τύπου γη της επαγγελίας η οποία θα ανέβαζε το πολιτισμικό γόητρο της Ευρώπης, εικόνα που δεν είχε καμία σχέση με την εξαθλίωση και την κοινωνική ρευστότητα που χαρακτήριζε τον τόπο.

Μόνο λίγο καιρό διχασμένοι: ετερόχθονες αυτόχθονες, δυτικοί χθόνιοι δαίμονες.

Η διαδικασία συγκρότησης εθνικής ταυτότητας ξεκινά επισήμως από το 1830, με την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Τα στοιχεία που συντέλεσαν στη γένεση του ελληνικού κράτους είναι από την μια το πνεύμα του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, που χαρακτήριζαν εν γένει όλο τον 19ο αι και από την άλλη η αναζήτηση νομιμοποίησης των επαναστατημένων. Φορείς δημιουργίας του, «παραδόξως», δεν υπήρξαν οι άνθρωποι που σήκωσαν τα όπλα για την υπεράσπιση του ατομικού και συλλογικού εαυτού, αλλά οι πολιτισμένοι δυτικόφρονες, οι οποίοι κατείχαν ήδη την εμπειρία του ορθού τρόπου οικοδόμησης ενός έθνους. Πράγμα που δεν θα πρέπει να μας φαίνεται παράλογο αν αναλογιστούμε πως για να ιδωθείς ως αφέντης κάποιου άλλου θα πρέπει να λογίζεσαι και ως αυθέντης και η αλήθεια είναι πως οι Δυτικοί μας «νονοί», κατείχαν μια κάποια αυθεντία ως πως το πώς ανακαλύπτεται ένα κράτος (στη περίπτωση μας ένα φυλετικά «καθαρό» έθνος- κράτος) πως βαφτίζεται (στην περίπτωση μας «Ελλάδα») και πως αποικιο-κρατείται (στη περίπτωσή μας με μνημόνια - έγγραφα καταγραφής γεγονότων για την επαναφορά μιας συλλογικής μνήμης διχασμένης εξ αρχής, με την πένθιμη λειτουργία της επαναφοράς μιας μνήμης απωθημένης που φαντάζει περισσότερο προβολικό προϊόν παρά απόρροια συλλογικής εμπειρίας). Σκοπός της δυτικής εμπλοκής στα ελληνικά πράγματα ήταν η εδραίωση της κεντρικής εξουσίας , η κατοχύρωση ατομικών ελευθεριών (γιατί ήταν πολύ της μόδας τα ατομικά δικαιώματα τα όποια φορέθηκαν για πολλές συνεχόμενες σεζόν μέχρι να αντικατασταθούν με κάτι πιο ανοιχτόχρωμο και μοντέρνο όπως τα πολιτικά δικαιωματα ) , η ένταξη της Ελλάδας στο πεδίο επιρροής του φιλελευθερισμού και ο περιορισμός της τοπικής αυθαιρεσίας.

Ο αντιφατικός χαρακτήρας του ελληνικού κράτους φανερώνεται ήδη από τις διαφορετικές προσδοκίες που υπήρχαν γι’ αυτό και που εκφράστηκαν μέσα από δύο αντικρουόμενα στρατόπεδα της κυρίαρχης τάξης. Από την μια οι διαφωτιστές και οι λόγιοι που επιθυμούσαν ένα κράτος με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Απ’ την άλλη, οι προύχοντες και στρατιωτικοί, που αποζητούσαν την διατήρηση και ει δυνατόν τη διεύρυνση προσωπικών τους προνομίων. Στο μάκρο-πλάνο βέβαια υπήρχε και ένα τρίτο μέτωπο εκείνο του λαού, που ζητούσε να αποδοθεί δικαιοσύνη όσον αφορά στον ηρωικό του αγώνα, και να αποκτήσει τα απαραίτητα μέσα για την επιβίωση του. Τα συμφέροντα του λαού ήταν μάλλον ήσσονος σημασίας στα μάτια των Μεγάλων Δυνάμεων, μιας και δεν του δόθηκε λόγος όσον αφορά τη διαμόρφωση του συλλογικού μέλλοντος, της συλλογικής ταυτότητας.

Ταυτόχρονα ξεκινά ένας διχασμός σε κοινωνικό επίπεδο, όπου διαμορφώνονται δύο απόψεις για το περιεχόμενο της εθνικής ταυτότητας. Η μία έχει να κάνει με τη διευρυμένη γεωγραφικά έννοια του ελληνισμού και εκπροσωπείται από τους ετερόχθονες. Η άλλη, θεωρεί την Ελλάδα κληρονόμο του κλασικού αρχαίου κόσμου και με αυτόν τον τρόπο ταυτίζεται η έκταση του οθωνικού κράτους με εκείνη της αρχαίας Ελλάδας του 5ου π.Χ. αι και εκπροσωπείται από τους αυτόχθονες. Κοινό στοιχείο μεταξύ των δύο απόψεων είναι η αντίληψη τους για το Βυζάντιο, το οποίο θεωρείται νεκρή ζώνη μεταξύ αρχαίας ελληνικής εποχής και νεοελληνικής περιόδου.

Οι δύο αυτές απόψεις αντανακλούν σε δύο είδη πολιτισμικών ταυτοτήτων με διαφορετικές βάσεις η κάθε μία. Κατά παράδοξο τρόπο αυτές οι δύο ταυτότητες συγχωνεύτηκαν δημιουργώντας δύο κατευθύνσεις-άξονες για τη δημιουργία της κοινής ελληνικής ταυτότητας. Ο διχασμός που παρατηρήθηκε στο κοινωνικό επίπεδο όσον αφορά τη νοηματοδότηση της εθνικής ταυτότητας δεν ξεπεράστηκε άλλα ενσωματώθηκε στην ίδια την ταυτότητά μας. Το γεγονός ότι οι δύο άξονες συνδύαζαν το ανατολίτικο και το αρχαιοελληνικό, όπως το αντιλαμβάνονταν οι Δυτικοί, στοιχείο, είναι που δημιουργούσε μια σύγχυση στο μυαλό των Ελλήνων όσο αναφορά τη καταγωγή, τις επιδιώξεις και πάνω απ’ όλα τον τρόπο με τον οποίο καλούταν να δομήσουν την ταυτότητά τους, την εικόνα που θα είχε γι’ αυτούς ο κόσμος. Αυτή η σύγχυση είχε ως αιτία της τον διχασμό (εγγενές χαρακτηριστικό) των Ελλήνων, ο οποίος εντοπίζεται ήδη, πριν τη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους τους, και που είχε ως αποτέλεσμα μια κοινωνικού τύπου νεύρωση, ένα φαινόμενο που χαρακτήριζε εν γένει την ελληνική κοινωνία. Μόνος κοινός τόπος μεταξύ των δύο απόψεων, η έννοια του «ηρωισμού», που κατά τη βυζαντινή περίοδο μεταγράφεται ως «αγιοσύνη» και αποτελεί μια πρώτη βάση για τη δόμηση ταυτότητας. Φορέας αυτού του «ηρωισμού» και άρα φορέας μιας κάποιας διαχρονίας της ελληνικής εθνικής ταυτότητας είναι η εικόνα της μάνας, η όποια μεταφέρεται αλώβητη από την αρχαϊκή μητέρα της αρχαίας τραγωδίας στην τραγικότερη φιγούρα της χριστιανοσύνης, εκείνη της Παναγίας, συνθέτοντας με τρόπο παράδοξο και καθαρά γυναικείο το αιρετικό με το ορθόδοξο που χαρακτηρίζουν τη συλλογική ταυτότητα. Με το ζήτημα αυτό θα ασχοληθούμε σε επόμενο κομμάτι της παρούσας εργασίας.

Πλέον οι δύο βασικοί άξονες δόμησης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας φαίνεται να συγκρούονται βίαια μεταξύ τους και το ιστορικό κενό, το κενό στη πλοκή της αφήγησης της εθνικής μας ιστορίας, το κενό μεταξύ αρχαιότητας και Βυζαντίου μετατρέπεται σε πολιτισμικό και πολιτικό χάσμα για την ελληνική κοινωνία. Η ανθρωπιστική αρχαιότητα με την ισορροπημένη αλληλεξάρτηση της απρόσωπης πόλης και πολίτη έρχεται σε αντίθεση με την υποταγή του ατόμου στην προσωπική βούληση του μονάρχη όπως παρατηρείται κατά την περίοδο των βυζαντινών χρόνων. Απ’ τη μια η έλξη για το αρχαίο ελληνικό παρελθόν μοιάζει να συνδέει τους Έλληνες περισσότερο με τους δυτικοευρωπαίους μιας και αυτό το παρελθόν αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την πολιτισμική πρόοδο που προσέφερε η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός, αυτό το παρελθόν λειτούργησε ως ακρογωνιαίος λίθος για τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό. Απ’ την άλλη η ορθοδοξία φαίνεται να συνδέει τους Έλληνες περισσότερο με τους ομόδοξους ανατολικούς παρά με τους ετερόδοξους δυτικούς. Το ορθόδοξο δόγμα μάλιστα επηρεάζει τόσο βαθιά την ελληνική κουλτούρα ώστε συναντάται ακόμα και στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, που τόσο είχε συνηθίσει το δυαρχικό Βυζάντιο και τη μοιρασιά της εξουσίας μεταξύ Αυτοκράτορα και Πατριάρχη και που τώρα φαίνεται να δυσανασχετεί και να δυσκολεύεται να διαχειριστεί τα νέα πολιτικά δεδομένα της ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας- πόσο μάλλον να συγκροτήσει εθνική ταυτότητα σ αυτή τη βάση. Η δυσκολία συγχρονισμού με τη συγκυρία φαίνεται να ξεκινά από το συγκεχυμένο των όρων «θρησκεία», «πολιτισμός», «πολιτική».

Το κενό αυτό καλύπτει τελικά ο Κ. Παπαρηγόπουλος, ο οποίος κατοχυρώνει τη διαχρονία της εθνικής ταυτότητας μέσα από την θεώρηση του Βυζαντίου ως αναπόσπαστου κομματιού της ελληνικής ιστορίας, υπογραμμίζοντας τη συνεχή παρουσία πολιτισμικών στοιχείων του Βυζαντίου στη καθημερινή ζωή των Ελλήνων του 19ου αι. Θεμελιώνεται με αυτόν τον τρόπο η ενότητα του Ελληνισμού στον χρόνο, για να θεμελιωθεί αργότερα και η ενότητά του στον χώρο λίγο αργότερα μέσα από την Μεγάλη Ιδέα, τον μεγάλο εθνικό μας μύθο.

Η Μεγάλη Ιδέα, ο Μεγάλος Μύθος ενός μικρού λαού

Το παράδοξο ξεκινά με την επιλογή των «δομικών υλικών» για το νεοελληνικό οικοδόμημα. Ενώ τα υπόλοιπα έθνη κράτη της Ευρώπης δομήθηκαν στον άξονα ενός συγκεκριμένου κρατικού μηχανισμού και στη συνέχεια επιχείρησαν την εθνική τους συνοχή μέσα από μια ισχυρή εθνική ιδεολογία - πέρασαν σα να λέμε από δυο κατασκευαστικά στάδια με πρώτο αυτό που έχει να κάνει με την οργάνωση του κράτους - και δεύτερο αυτό που αφορά στην ιδεολογική συγκρότηση του έθνους, η κατασκευή του ελληνικού κράτους και γενικότερα των βαλκανικών κρατών φαίνεται να βασίζεται σε μια πλήρως αντεστραμμένη διαδικασία. Με δύο λόγια, ενώ είναι κοινώς αποδεκτό ότι το κομμάτι της οθωμανικής αυτοκρατορίας που περιλαμβάνει τα βαλκάνια είναι πολυφυλετικό, κατοικείται δηλαδή από ποικίλες εθνότητες και ότι η «κατασκευαστική διαδικασία» ενός έθνους κράτους περιλαμβάνει δύο συγκριμένα επίπεδα με συγκεκριμένη χρονική σειρά, επιχειρείται η συγκρότηση των αυτών των κρατών με άξονα την εθνική καθαρότητα, χωρίς να υπάρχει κρατικός μηχανισμός προς λειτουργία και χωρίς φυσικά να υπάρχει φυλετική καθαρότητα σε αυτή την γεωγραφική έκταση. Σε δεύτερο επίπεδο επιχειρήθηκε η συγκρότηση του κρατικού μηχανισμού σε καθένα από αυτά κράτη.

Σημαντικό στοιχείο για την δόμηση του ελληνικού έθνους κράτους και τη συγκρότηση του συλλογικού εαυτού αποτέλεσε η λεγόμενη «Μεγάλη Ιδέα», την οποία, παρότι ήταν πολύ της μόδας στους κύκλους των διανοουμένων της εποχής, την πρωτοχρησιμοποίησε δημόσια ο Ιωάννης Κωλλέτης (δηλαδή ο λιγότερο διανοούμενος πολιτικός μας) , σε μια προσπάθεια ξεπεράσματος των αντιθέσεων μεταξύ αυτοχθόνων  και ετεροχθόνων καθώς και του φαινομένου του ψυχο-κοινωνικού διχασμού που χαρακτήριζε την κοινωνία λόγω αυτής της αντίθεσης. Η Μεγάλη Ιδέα και το αλυτρωτικό ιδεώδες που τη συνόδευε χαρακτήριζε την ελληνική κρατική πολιτική και την εθνικιστική ιδεολογία για πολλά χρόνια.

Παρόλα αυτά όμως , «Μεγάλες ιδέες» συναντώνται εκείνη την περίοδο σε όλα τα βαλκανικά κράτη ακριβώς επειδή, ο μύθος είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίσει κανείς μια κατάσταση αδύνατη (οικοδόμηση ενός έθνους κράτους με άξονα την εθνική καθαρότητα σε μια πολυεθνική περιοχή χωρίς την ύπαρξη υποδομών για κρατικό μηχανισμό) μέσω του συμβολικού. Ο μύθος συμβολοποιεί την ιστορία και τον ψυχικό βίο εντός του ανθρώπου ή φανερώνει το συλλογικό η ατομικό υποσυνείδητο, ή ακόμη μπορεί ακόμα να αποτελεί ένα συλλογικό μεταβατικό αντικείμενο. Ακριβώς έτσι λειτούργησε η Μεγάλη Ιδέα όσον αφορά στη δόμηση του ελληνικού έθνους- κράτους καθώς και αυτή του συλλογικού ασυνειδήτου. Χρησίμευσε δηλαδή ως συλλογικός μύθος, ως τρόπος αφήγησης μιας εθνικής ιστορίας, ενός μικρού λαού που επιθυμεί να αναγνωριστεί το πολιτιστικό του μεγαλείο, ως αναπαράσταση ενός ιδανικού συλλογικού βίου , ως συλλογικό μεταβατικό αντικείμενο.

Έτσι η Μεγάλη Ιδέα μπορεί να ερμηνευθεί συμβολικά ως μια προσπάθεια για αναζήτηση της νέας ελληνικής ταυτότητας στο αρχαίο ελληνικό παρελθόν, ως μια στροφή του εθνικού βλέμματος στο παρελθόν, ως μια αναπαράσταση της αρχαϊκής μητέρας στο σώμα μιας σύγχρονης πατρίδας. Το μεγαλείο της Μεγάλης Ιδέας δεν έγκειται μόνο στο τι συμβολίζει, στο κατά πόσο χαρακτηρίζει την κρατική πολιτική ή στο κατά πόσο αποτελεί βαλκανικό φαινόμενο, αλλά και στο ότι συντέλεσε στη διάσπαση της κυρίαρχης τάξης σε δύο αντικρουόμενα στρατόπεδα με βασική αιτία τον διαφορετικό τρόπο αναπαράστασης της Μεγάλης Ιδέας. Απ’ την μια οι διαφωτιστές και οι έμποροι και από την άλλη οι κοτζαμπάσηδες και οι προεστοί. Οι Έλληνες βρίσκονται διχασμένοι ξανά!

Κάπου εδώ βλέπουμε το δεύτερο ελληνικό παράδοξο που προκύπτει από τα πορίσματα που βγάλαμε παραπάνω. Προκύπτει όχι μόνο από το γεγονός ότι η Μεγάλη Ιδέα αποτελεί έναν εθνικό Μύθο, ο οποίος είχε γίνει παντιέρα της κατά τα αλλά διχασμένης και νευρωτικής ελληνικής κοινωνίας, αλλά συντελούσε και στην αναπαράσταση της εθνικής μας εικόνας στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής, μας χαρακτήριζε δηλαδή ως λαό στα μάτια των Σημαντικών Δυτικών Άλλων, ήμασταν σαν να λέμε «εκείνοι που έκαναν σημαία το φαντασιακό τους, τον μύθο τους». Το παράδοξο γίνεται πρωτάκουστο όταν συνειδητοποιήσουμε πως η ίδια η «Μεγάλη Ιδέα» ως παντιέρα και μύθος ή καλύτερα ο τρόπος της αναπαράστασής της, είναι που κατάφεραν να διασπάσουν τους Έλληνες για άλλη μια φορά. Αν τώρα επεκτείνουμε το συλλογισμό μας στο σήμερα θα δούμε, πως όχι μόνο το ψυχο-κοινωνικό φαινόμενο της Μεγάλης Ιδέας συνεχίζει να αποτελεί βασικό σύμπτωμα της Βαλκάνιας παθολογίας (φάκελος: «Μακεδονικό») αλλά και πως έχει εσωτερικευθεί σε τέτοιο βαθμό από τους Έλληνες ώστε δεν μας ενοχλεί που βλέπουμε την δικιά μας προβληματική στο σώμα του γείτονα, αλλά το γεγονός πως τολμά και εκείνος να έχει Μεγάλη Ιδέα για τον εαυτό του και μάλιστα πως ένα κομμάτι της απαντά στη δικιά μας Μεγάλη Ιδέα.

Η Μητέρα Πατρίδα , η Μητέρα Παναγία και οι απαρχές της οικογενειακής μας ιστορίας

Είδαμε μέχρι στιγμής πως τα αντιθετικά στοιχεία τα οποία παραδόξως συγκροτούν την ελληνική εθνική ταυτότητα, είναι από την μία η έλξη για το αρχαίο ελληνικό παρελθόν και από την άλλη η συνεχής παρουσία του βυζαντινού στοιχείου στην ελληνική καθημερινότητα. Είδαμε επίσης ότι μόνος κοινός τόπος μεταξύ των δύο αξόνων της ελληνικής ταυτότητας είναι η έννοια του «ηρωισμού», η οποία μετεγγράφεται στην βυζαντινή εποχή με έναν χαρακτήρα «αγιοσύνης». Ως φορείς «ηρωισμού», αιώνιοι φύλακες της μνήμης, της ζωής, του θανάτου, των παιδιών και του κόσμου γενικά λογίζονται οι μητέρες και οι ήρωες κι αυτό γιατί νοσούν, θεραπεύουν, δολοφονούν και σώζουν, συμπυκνώνουν τα χαρακτηριστικά του αποδιοπομπαίου τράγου, της σοφίας και της υπεράνθρωπης ισχύος, κατέχουν ταυτόχρονα την πειθώ και την σαγήνη του λόγου, εμπνέουν θαυμασμό και φόβο. Οι μορφές αυτές ακροβατούν μεταξύ οικείου και ανοίκειου, μεταξύ του πραγματικού και του φαντασιακού, ανθρώπινου και απάνθρωπου, φυσικού και μεταφυσικού και αναλαμβάνουν την διαπαιδαγώγηση (σύνθεση του εαυτού) των υπόλοιπων μεταδίδοντας τους το ιδιαίτερο βλέμμα τους.

Όταν το «τώρα» γίνεται εφιάλτης, το «παρόν» δίδεται στην ανάμνηση. Με αυτόν τον τρόπο το παρόν ενός ολόκληρου λαού «δίνεται» στην ανάμνηση. Η αναζήτηση στο παρελθόν αποτελεί μια πένθιμη λειτουργία. Η ανάμνηση προκαλεί οργή και αρνητικά συναισθήματα για τη συλλογική μοίρα και τη θεώρηση της.

Η μνήμη, το βιωμένο παρελθόν αντανακλάται στο λόγο, στις αφηγήσεις. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο των ελληνικών προφορικών αφηγήσεων είναι ότι τα πάθη της κοινότητας αντανακλούν στα οικογενειακά πάθη και αντιστρόφως. Το στοιχείο αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στις αρχαίες τραγωδίες όπου κυριαρχεί η μητρική μορφή ή αλλιώς η μορφή της αρχαϊκής μητέρας. Μορφές όπως, η Μήδεια, η Κλυταιμνήστρα, η Ιοκάστη, η Εκάβη, η Αγαύη, η Γαία. Μητέρες που γεννούν και θάβουν τα παιδιά τους αιωνίως. Ο αρχετυπικός μύθος και το μητρικό πένθος που τον συνοδεύει χρησιμοποιούνται στο αρχαίο δράμα ως μέσα «για να θίγονται ζητήματα πολιτικής αντίληψης και ηθικής τάξης.» Το παρόν μετατρέπεται σε φρικτό σκηνικό εξαιτίας της διάψευσης των σχεδίων για μια καλύτερη ζωή και της ματαίωσης της υποσχόμενης ευτυχίας και οι μητρικές μορφές μετατρέπονται σε τραγικές φιγούρες που τις χαρακτηρίζει η εσωτερική ετερότητα. Η ανάκτηση του παρελθόντος καταργεί τον χρόνο.

Θα μπορούσαμε ακόμα να ισχυριστούμε ότι η αναπαράσταση της πατρίδας και της γυναίκας βρίσκουν κοινό τόπο στη μορφή της αρχαϊκής μάνας. Η αρχαϊκή μητέρα λειτουργεί ως μήτρα μνήμης της κοινότητας και του οίκου, η συμβολή της στη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας είναι σημαντική ακριβώς επειδή η ελληνική ταυτότητα δομείται με άξονα το αρχαίο ελληνικό παρελθόν. Κρίνεται άρα αναγκαία για τη δόμηση της εθνικής ταυτότητας η επαναφορά της μνήμης. Έτσι η μνήμη είναι φορέας πολιτισμού και η μορφή της αρχαϊκής μητέρας λειτουργεί ως διαμεσολαβητής για την ενσωμάτωση της μνήμης στη σύγχρονη αναπαράσταση του συλλογικού «Εγώ». Οι μητέρες αυτές αναπαριστούν με έναν τρόπο τη πατρίδα. Η διαχρονία του προτύπου τους επιβεβαιώνει το γεγονός πως η τραγική μας ιστορία όντως επαναλαμβάνεται, δυστυχώς χωρίς ποτέ να μας γίνεται αντιληπτή. Το χαρακτηριστικό της μητρότητας αποδίδεται στο σώμα της πατρίδας. Η Ελλάδα γίνεται αντιληπτή ως μάνα καταδικασμένη να γεννά και να θάβει τα κατά- διχασμένα παιδία της. Γίνεται αντιληπτή ως μάνα που γεννά και επανδρώνει το σώμα της πόλης, μιας πόλης χωρισμένης σε δύο στρατόπεδα, αποτελούμενα από δύο γιούς που πάντα ξεχνούν το γεγονός πως είναι αδέρφια προκειμένου για να κατακτήσουν το σώμα της μάνας τους όπως δε κατάφερε πότε να το κάνει ο μπαμπάς. Αυτού του τύπου η κατάκτηση είναι που αποτελεί βασικό κριτήριο για την απόδοση της ιδιότητας του έθνους κατά τον φιλελεύθερο λόγο.

Η διαχρονία της εθνικής μας ταυτότητας θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως κατά ένα μέρος οφείλεται στην μεταφορά των χαρακτηριστικών της «αρχαϊκής μητέρας», στη Βυζαντινή μητρική μορφή της Παναγίας. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η σύνθεση του αρχαίου μας παρελθόντος με τη Βυζαντινή παράδοση, η οποία σημαδεύει το εθνικό παρόν. Ο λαϊκός πρώτο- εθνικισμός συναντάται στην Ελλάδα την στιγμή που μέσω της Μεγάλης Ιδέας, αποδίδεται στον λαό μια νέα αποστολή με στόχο τον εξελληνισμό, δηλαδή τον εκπολιτισμό της Ανατολής. Είναι η ίδια η Εκκλησία που μετατρέπει την εικόνα της Παναγίας σε ιερή εικόνα συμβολοποιώντας την, και καταφέρνει με αυτόν τον τρόπο να προσδώσει στο έθνος, στο κράτος και στις επιδιώξεις τους έναν χαρακτήρα αγιοσύνης και να ενισχύσει το αίσθημα του ηρωισμού στον λαϊκό παράγοντα.

Η θρησκεία είναι μια αρχαία και καλο-δοκιμασμένη μέθοδος για την καθιέρωση της επικοινωνίας μέσω της κοινής λατρείας και ενός είδους αδελφότητας μεταξύ ανθρώπων που διαφορετικά δεν έχουν πολλά κοινά. Έτσι η ταυτότητα των Ελλήνων ως χωρικών – χριστιανών που μάχονται για την ανεξαρτησία του τόπου τους αποκτά άλλο νόημα, όταν ο τόπος που καλούνται να απελευθερώσουν έχει χαρακτήρα άγιου τόπου και οι φυλετικές – εθνικές – πολιτισμικές διαφορές του πληθυσμού που κατοικεί στη περιοχή παραμερίζονται, μας και όλοι θεωρούνται παιδία της ίδιας μάνας. Οι πιο ικανοποιητικές εικόνες από άποψη πρωτό-εθνική είναι προφανώς εκείνες που σχετίζονται με ένα κράτος δηλαδή με την πρώτο-εθνική φάση, με έναν θεϊκό ή χρησμένο από θεό βασιλιά ή αυτοκράτορα , το βασίλειο του οποίου τυγχάνει να συμπίπτει με ένα μελλοντικό έθνος

Η Ελλάδα μαζί με τις περιοχές που καλούταν να κατακτήσει προκειμένου να διευρυνθεί απέκτησε τον χαρακτήρα άγιου τόπου ακριβώς επειδή κατάφερε να ενσωματώσει ιερές εικόνες όπως εκείνη της Παναγίας, της Κλασσικής Ελλάδας και του Βασιλιά. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να συγχωνεύσει και τις έννοιες του κράτους του έθνους και της κοινωνίας. Η απόσχιση της εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης κατάφερε να ενισχύσει την λειτουργία των ιερών εικόνων και να διευκολύνει την ταύτιση της Εκκλησίας με το κράτος μέσα από την έννοια της Αγιοσύνης.

Βέβαια από αυτή τη διαδικασία της επανανοηματοδότησης, του τόπου, του χώρου, του χρόνου και του πληθυσμού, από τη διαδικασία δηλαδή της επανανοηματοδότησης της συλλογικής ταυτότητας απουσιάζουν δύο βασικά στοιχεία που τα συναντάμε στην περιγραφή του έθνους. Η έννοια της εθνότητας και η λειτουργία της γλώσσας. Ειδικά το δεύτερο αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα όσον αφορά τη δημιουργία του έθνους.

Βιβλιογραφία

  • E. J. Hobsbawm- Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα (Πρόγραμμα, Μύθος, Πραγματικότητα ) , Σελ. 110 – Εκδ. Καρδαμίτσα (1994), Αθήνα
  • Michel Foucault- Η ιστορία της Σεξουαλικότητας (Η Δίψα για Γνώση) , Σελ. 37- Εκδ.Ράππα, (2003), Αθήνα.
  • Β. Ραφαηλίδης – Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Κράτους (1830- 1974) , Σελ. 15- Εκδ. 21ου Αι (2010) , Αθήνα.
  • Δήμητρα Αναστασιάδου – Αρχαϊκές Μητέρες (Η Διαχρονία του Αρχαίου δράματος στο Έργο του Α. Παπαδιαμάντη και του Γ. Βιζυηνού) , σελ 80 – Εκδ. Εκκρεμές (2016) Αθήνα.
  • Θάνος Βερέμης, Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Ιωάννης Κολιόπουλος, Ευάγγελος Κωφός, Αλέξανδρος Κιτροέφ- Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Ελλάδα, σελ 58 – Εκδ. Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης (1997) , Αθήνα.
  • Νίκος Γ. Σβορώνος- Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας (Ιστορική Βιβλιοθήκη) , Σελ. 155 – Εκδ. Θεμέλιο (1982), Αθήνα.

*Πίνακας εξωφύλλου: Cesare dell'Acqua – Ελληνίδα Μάνα (1860)

**Μια προγενέστερη μορφή του άρθρου δημοσιεύτηκε στο Social Policy.gr

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Χριστίνα Μαργιώτη