Στην μπροσούρα για ένα γαλλόφωνο σεμινάριο εισαγωγής στη θεωρία του Squiggle Game («το παιχνίδι της καλικαντζούρας», θεραπευτικό παίγνιο επινοημένο από τον βρετανό ψυχαναλυτή D. W. Winnicott) υπάρχει η υποσημείωση: «symboliser = être capable d’évoquer un objet en son absence». Συμβολοποιώ, λοιπόν, σημαίνει ότι είμαι ικανός να αναπαραστήσω στο μυαλό μου ένα αντικείμενο κατά την απουσία του. Αυτή τη λειτουργία μαθαίνουμε να την αναπτύσσουμε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, όταν είμαστε ακόμα μικροί, πολύ μικροί. Από την εποχή του θηλασμού δηλαδή. Και πιο συγκεκριμένα, μαθαίνουμε να το κάνουμε σ’εκείνες τις στιγμές που η μαμά απουσιάζει και εμείς μένουμε μόνοι και λειψοί. Αυτό πάει να πει ότι αν η μαμά μας είναι συνέχεια πάνω από το κεφάλι μας, άρα δεν μας λείπει ποτέ, τότε, όταν μεγαλώσουμε, θα δυσκολευτούμε σοβαρά να εκτιμήσουμε αυτήν τη μαγική ιδιότητα του λόγου που είναι η παρηγοριά των λέξεων.
Έτσι λοιπόν είναι άλλοι που ξέρουν να πενθούν και άλλοι που, σαν να μην κρατιούνται, γλιστρούν στη μελαγχολία. Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου δεν έχει αυτόν ακριβώς τον χαρακτήρα; Κάτι μεταξύ πένθους και μελαγχολίας. Για ένα χαμένο αντικείμενο, για ένα χαμένο εγώ. Από το «Σήμερα, συναντηθήκαμε εδώ για να κηδέψουμε μία κυρία...» του Bukowski μέχρι του Λοϊζου το « ...και πάνω σου κολλάω, σαν φανελάκι καλοκαιρινό», οι ασυνείδητες αποστάσεις μεταξύ ερωτευθέντος αντικειμένου και ερωτευμένου εγώ μικραίνουν, μεγαλώνουν, βρίσκονται και χάνονται, αφήνοντας μια σειρά απο ευκαιρίες για συγχύσεις και ταυτίσεις. Ίσως να μοιάζει μ’αυτό που αισθάνθηκε ο Αδάμ όταν ονειρεύτηκε ότι κάτι λείπει από το πλευρό του. Ή ίσως να είναι πιο κοντά σ’εκείνο το νοσταλγικό συναίσθημα για την Καλυψώ στο νησί όμως της Πηνελόπης.
Οι έρωτες του μικρού θέρους μπορεί να είναι απλά σαν όταν οδηγούμε και είμαστε μόνοι στο αυτοκίνητο και ξαφνικά αρχίζουμε να τραγουδάμε ένα τραγούδι, που δεν είχαμε ξανατραγουδήσει ποτέ, και το λέμε ξανά και ξανά μέχρι τη στιγμή που φτάνουμε στο τέλος της διαδρομής. Και βγαίνοντας από το αυτοκίνητο το ξεχνάμε τελείως, ενώ είναι σαν μην το τραγουδήσαμε ποτέ. Ίσως πάλι, οι ίδιοι έρωτες να επιμένουν, ενώ ύστερα από το τέλος να επιστρέφουν σαν ριτουρνέλ από τραγούδι του Brassens: «στις 4 γωνιές της ανέμελης ζωής μου / σκόρπισες τη φλόγα των 20 ετών σου / για μένα, για τις γάτες μου, για τις γλάστρες και τα ποιήματά μου / ήσουν εσύ η βροχή και η καλοκαιριά».
Μαζί με τα πάθη του θερινού Βέρθερου και μ’ένα ακόμη καλοκαίρι που «μες τα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει», παίζουμε αυτήν τη φορά ένα squiggle με τραγούδια, ποιήματα, κουβέντες, ατάκες και άλλα σχήματα λόγου για το ωμέγα της Καλυψώς. Στείλτε τα μας επωνύμως, ψευδωνύμως, ανωνύμως, απλά και μόνο για να φτιάξουμε ένα squiggle game.