Δημιουργία

Για έναν άνθρωπο μικρό

Κάπου ανάμεσα στα βλέμματα που πνίγουν οι πόλεις κρύβεται η βαθιά ανθρώπινη ρωγμή. Κάπου ανάμεσα στα καθημερινά ξεφτιλίκια αξιοπρεπών ανθρώπωνκρύβεται η ανθρωπιά.

Κάπου ανάμεσα στα ψηλά και σκοτεινά κτίρια φωλιάζει η συντροφικότητα. Κάπου ανάμεσα στη βρωμιά και την τραχύτητα των οδοστρωμάτων βαδίζει ο αγώνας. Κι εσύ γελάς σαχλά κάπου ανάμεσα στις εναλλασσόμενες εικόνες ενός πολέμου, παίζεις φασαριόζικα κάπου ανάμεσα στην ιστορία που σου μαθαίνουν και στα θρησκευτικά που σου επιβάλλουν, κλαις εμμονικά κάπου ανάμεσα στο πεντικιούρ της μάνας και το πολυάσχολο κουστούμι του πατέρα. Όλα γύρω σου τρέχουν γρηγορότερα από σένα κι εσύ σα να πας κόντρα στο χρόνο, κόντρα στη φορά της εκτεταμένης τους ταχύτητας καθυστερείς πιο πολύ απ’ όσο μπορείς από φόβο μην τα προλάβεις ή μην σαστισμένος όπως είσαι σε προλάβουν αυτά. Δε μιλάς πολύ και στον δρόμο αποφεύγεις τις ανούσιες χαιρετούρες.

Μεγαλώνεις στην πόλη της σιωπής τους και παραμένεις πάντα παιδί μπροστά στην ευτυχία σου. Ζητάς πίστη σε ιδανικά αργά τη νύχτα από απελπισμένους φίλους και κοιμάσαι με μια λεπίδα από ένα παλιό ξυραφάκι bic της μαμάς κάτω απ’ το μαξιλάρι. Μαθαίνεις να φοβάσαι πριν μάθεις να μιλάς και να σιωπάς πριν μάθεις να φοβάσαι. Νοιάζεσαι μονάχα για την πάρτη σου και φωνάζεις και κλαις σαν παιδί μετατρέποντας την αδυναμία σου να σταθείς αντάξιος στην καλοσύνη, σε αδυναμία όλων εκείνων που δεν κατάλαβαν πόσο δυνατός στάθηκες μπροστά της. Φωνάζεις αδικημένος για τις αδικίες που διέπραξες και διαμαρτύρεσαι μπροστά στο δελτίο των οκτώ για δικαιώματα που δεν ήξερες πως κατέχεις, λυπημένος που μόλις γνωριστήκατε καλύτερα αυτά αναγκάστηκαν να φύγουν – σαν τους φίλους που έκανες στην κατασκήνωση τα καλοκαίρια και πάντα φεύγαν πριν από σένα.

Μιλάς μόνος σου ενώ χέζεις και ξεχνάς να πατήσεις το καζανάκι γιατί όπως λες έχεις συνηθίσει να κολυμπάς στα σκατά. Δουλεύεις πολύ και κουράζονται τα χέρια σου στο γραφείο απ’ όλα τα κλικ του ποντικιού που ένα ένα χωριστά πνίγει την ανύπαρκτή σου δημιουργικότητα. Καγχάζεις αδιάφορα μπροστά σε κάθε πελάτη – ανθρωπάκο και κάνεις κήρυγμα στους νέους συναδέλφους σου για το πώς να ‘χουν όραμα κίτρινο και ωχρό σαν εμμετό.

Είσαι επιμελής και οργανωτικός και δεν ξεχνάς ποτέ αυτά που σου ‘παν να θυμάσαι – τους αριθμούς με τους οποίους σου πότισαν το μυαλό. Δένεις τα χέρια σφιχτά γύρω απ’ το κεφάλι για να συντηρήσεις την υγρασία και κάνεις τουλάχιστον μια επανάληψη την ημέρα της φράσης: ‘Δε λες που μεγαλώσαμε με αρχές και δεν καταλήξαμε ρεμάλια στους δρόμους να κυνηγάμε την τύχη μας.’ Κοιμάσαι πάντα ανάσκελα γιατί λες πως έτσι αναπνέεις καλύτερα και στο προσκεφάλι σου βάζεις μαξιλάρι ορθοπεδικό μην και πάθεις κάνα αυχενικό και μείνεις πίσω στα κλικ. Δεν έχεις φίλους, παρά μόνον κόλακες έχεις δίπλα σου. Αποφεύγεις τις έντονες συγκινήσεις και είσαι μονίμως έτοιμος να ειρωνευτείς κάθε πονεμένη ψυχή.

Πιάνεις συζήτηση με πουτάνες, μιλάς για ώρες για το χρηματιστήριο και για τους μεγιστάνες του ελληνικού ποδοσφαίρου. Χρήματα μπαίνουν, χρήματα βγαίνουν και συ κουνάς το κεφάλι σου σαν καλοκουρδισμένο εκρεμμές μπροστά στις καθ’ όλα άχαρες αλλά ακριβές κινήσεις της χορευταρούς ‘ελίτ’. Μιλάς για τον έρωτα όπως θα μιλούσε η κάθε πολιτικάντζα για την ανάπτυξη. Έχεις μάθει να θάβεις κάθε επιπόλαιο χαμόγελο που προκύπτει απ’ αυτές τις συζητήσεις μετατρέποντάς το σε μυδίαμα ήρωα θερινού σινεμά. Λατρεύεις τις Ρωσίδες στις φτηνές τσόντες, αλλά μισείς κάθε πακιστανό πιο μελαμψό κι απ’ την απόχρωση της φυλής του, απ’ την πολύ ηλιοθεραπεία στα φανάρια όπως λες. Το μόνο συναίσθημα που είσαι ικανός να νιώσεις είναι οίκτος και συμπάθεια σε ανθρώπους που δεν την έχουνε ανάγκη. Αγαπάς το φασισμό αλλά κηρύττεις τη δημοκρατία σε μια τραγελαφική σταυροφορία γραφικών ιεραποστολικών μορφών και κοινωνικών χαφιέδων.

Ξυπνάς, κοιμάσαι, τρως, χέζεις και δουλεύεις πολύ. Όλα συντονισμένα όπως οι γέροι στον Αυτιά. Ίσως να σε σιχαίνομαι και να φτύνω έτσι τις λέξεις, ίσως όμως και να σε φοβάμαι... Ένα πράγμα σα να βλέπω σκατά, τα κοιτάς και σ’ αηδιάζουνε και μετά περνάει απ’ το μυαλό σου κάθε συφιλιάρικη ασθένεια που μπορεί να κουβαλάνε και ξεχνάς πως πριν λίγο αηδίασες για να θυμηθείς να τρομάξεις. Δεν με τρομάζει η χλιαρή μάπα σου, τα αδύνατα χέρια σου γεμάτα με τενοντίτιδες, το ρυθμικό περπάτημά σου. Με τρομάζει ο θάνατος που φωλιάζει στους ασπρουλιάρικους λοβούς των ματιών σου και σαν βρώμικη χέστρα τον μεταδίδει το βλέμμα σου. 

Η Κέλλυ Σχοινά σπουδάζει εφαρμοσμένα μαθηματικά και φυσική στο Eθνικό Mετσόβειο Πολυτεχνείο και ασχολείται με την συγγραφή πεζών κειμένων καθώς και ποιημάτων από νεαρή ηλικία.
Facebook: Kelly Sxoina

 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Κέλλυ Σχοινά