του Θέμη Πανταζάκου
Ευχαριστώ ιδιαίτερα τις/τους: Στέφανο Ρέγκα, Δ.Α., Μαγδαληνή Παναγιωτακοπούλου, και Γιάννη Κτενά που έκαναν αυτό το κείμενο καλύτερο.
Εισαγωγή
Μια από τις πλέον δημοφιλείς θεματικές του κριτικού-ριζοσπαστικού λόγου στον ελλαδικό χώρο, ειδικά σε συνθήκες πανδημίας, αποτελεί η λεγόμενη κριτική στην επιστήμη. Όχι άδικα: σε ιστορικό επίπεδο, γεγονότα και θεσμοί όπως τα κολαστήρια της Λέρου πριν την ψυχιατρική μεταρρύθμιση της δεκαετίας του ‘90 και η διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών από το ΚΕΕΛΠΝΟ το 2012 έκαναν και στα καθ’ ημάς συμπαγή την ιδέα ότι πραγματικά φρικώδεις καταστάσεις μπορούσαν να δημιουργηθούν υπό επιστημονική εποπτεία ή με επιστημονική κάλυψη. Σε εννοιολογικό επίπεδο, η επιστήμη, περισσότερο από κάθε άλλο θεσμό, επέχει στον κοινό νου θέση εξερευνητή και τοποτηρητή μιας πανανθρώπινη αλήθειας – και είναι μάλλον αναμενόμενο οι ριζοσπαστικοί χώροι να στέκονται καχύποπτα απέναντι σε τέτοιου είδους κατασκευές. Σε βιβλιογραφικό επίπεδο, διάφορα κάθε άλλο παρά αστεία επιχειρήματα δορυφορικά του σχετικισμού έχουν σημάνει σμήνη ακρίδων για την ιδέα ότι ακολουθώντας κανείς μια συγκεκριμένη μεθοδολογία μπορεί να χαρτογραφήσει τη δομή και το περιεχόμενο του κόσμου ως ακριβώς έχουν και έπειτα να κλείσει τα βιβλία του ευχαριστημένος. Όχι λιγότερο σημαντικά, σε συναισθηματικό επίπεδο, οι περισσότεροι είμαστε εξοικειωμένοι με την γλυκιά, γαργαλιστική αίσθηση του να τα βάζεις με τον δυνατό και τον ορθόδοξο – και ποιος είναι δυνατός και ορθόδοξος στις μέρες μας αν όχι η τεχνοεπιστήμη.
Η Λέρος ήταν, πράγματι, η κόλαση.
Τίποτα (το εννοώ) από τα παραπάνω δεν είναι πρόβλημα από μόνο του. Δεν είναι πρόβλημα ούτε το να είναι καχύποπτος με την επιστήμη κανείς, ούτε το να γουστάρει να δίνει μπουνιές προς τα πάνω. Πρόβλημα είναι ότι από τα παραπάνω εφαλτήρια εκκινούν συχνά νήματα σκέψης τα οποία εμπεριέχουν τόσο μεγάλα άλματα, και τα οποία μπλέκονται μεταξύ τους τόσο πυκνά, που είναι τελικά δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιος ισχυρισμός αφορά ποιο συγκεκριμένο ζήτημα και ποια είναι τα στοιχεία που τον στηρίζουν. Το κουβάρι αυτό, ενώ αντανακλά επί της αρχής τη δόκιμη ιδέα ότι η επιστήμη και οι εφαρμογές της είναι ιδεολογικά, πολιτικά, κοινωνικά διαποτισμένες, καταλήγει δυστυχώς κατά περίπτωση στο συμπέρασμα ότι τα επιστημονικά συμπεράσματα μπορούν να αγνοηθούν χωρίς ιδιαίτερη κριτική επεξεργασία. Ο πολυποίκιλος διαποτισμός της επιστήμης από στοιχεία μη επιστημονικά συμπυκνώνεται σε απλοϊκά τσιτάτα που δεξιώνονται την πολιτικά και κοινωνικά επικίνδυνη ιδέα ότι η ριζοσπαστική αντιπρόταση για τα σημαντικά κοινά ζητήματα δεν οφείλει να στηρίζεται σε κάποιου είδους εμπειρική τεκμηρίωση. Κατά τη γνώμη μου, «αντίδοτο» σε αυτού του είδους το πρόβλημα αποτελεί το να ξεμπλέκουμε κάθε φορά αργά και μεθοδικά το κουβάρι· να αναλύουμε προσεκτικά ποια εξωεπιστημονικά στοιχεία είναι αυτά που υπεισέρχονται και διαμορφώνουν τα επιστημονικά συμπεράσματα, προς ποια κατεύθυνσητα διαμορφώνουν, και τελικά τι σημαίνει αυτό για την κριτική αντιπρόταση της εκάστοτε κατάστασης. Αυτός είναι και ο σκοπός αυτού του κειμένου με αφορμή τον κριτικό λόγο σχετικά με τον νέο κορωνοϊό, ο οποίος αποτέλεσε πεδίο δόξης λαμπρό για λαθροχειρίες του σχετικισμού.
Στα δύο πρώτα μέρη του κειμένου θα ασχοληθώ με δύο βασικές ιδέες που διατρέχουν συχνά την κριτική στην επιστήμη όπως αυτή εμφανίζεται στο κριτικό πολιτικό λόγο: την ιδέα ότι δεν υπάρχει (γενικά) αντικειμενική αλήθεια και την ιδέα ότι με τεχνικές όπως η Στατιστική μπορεί να εμφανίσει κανείς όποια αποτελέσματα επιθυμεί. Στο τρίτο μέρος θα συνδέσω αυτή την κριτική στην κριτική με το τρέχον ζήτημα της πανδημίας και των ριζοσπαστικών προσεγγίσεών της.
«Δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια» – ναι, αλλά υπάρχει ευρεία διυποκειμενική πρόσληψη της πραγματικότητας
Η ιδέα ότι δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, ούτε εντός ούτε εκτός επιστήμης, δεν είναι αβάσιμη. Όταν όμως συζητείται τόσο γενικά όσο συνήθως, περισσότερο συσκοτίζει παρά ωφελεί τη συζήτηση. Αυτό γιατί οι πηγές της υποκειμενικότητας της αλήθειας είναι πάρα πολλές και αρκετές δεν απειλούν τον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας που μοιράζονται οι περισσότεροι άνθρωποι.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αξιολογικές-ηθικές κρίσεις, λ.χ. «είναι καλό να μην κλέβει κανείς». Αυτές οι κρίσεις έχουν ως πηγή της υποκειμενικότητάς τους διάφορες και αντιφατικές μεταξύ τους εννοιολογήσεις του τι είναι το καλώς πράττειν, οι οποίες με τη σειρά τους βασίζονται σε γενικές, κοινωνικο-πολιτικές, ιδεολογικά φορτισμένες θεωρήσεις του κόσμου, πάνω στις οποίες οι άνθρωποι αρέσκονται να διαφωνούν ζωηρά και επί μακρόν. Συνεπώς, πέρα από υποκειμενικές, αυτές οι κρίσεις δεν είναι ούτε διυποκειμενικά αποδεκτές σε βαθμό μεγαλύτερο από αυτόν που ορίζουν οι αξιακές και ηθικές διαφωνίες των ανθρώπων.
Ας περάσουμε τώρα σε κρίσεις με μεγαλύτερες αντικειμενικές αξιώσεις όπως είναι οι επιστημονικές-οντολογικές κρίσεις, λ.χ. «τα ηλεκτρόνια είναι υποατομικά σωματίδια αρνητικά φορτισμένα». Είναι αυτή η κρίση αντικειμενικά αληθής; Ναι, λένε κάποιοι, γιατί μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα μη παρατηρήσιμα ηλεκτρόνια για να πετύχουμε άμεσα παρατηρήσιμους σκοπούς. Όχι, λένε άλλοι, γιατί αυτό μπορούσαμε να το κάνουμε και με άλλες οντότητες, οι οποίες είναι αντιφατικές με όσες τώρα υποθέτουμε ότι υπάρχουν όπως π.χ. με τον πρόδρομο του οξυγόνου, φλογιστόν. Η διαμάχη συνεχίζεται, αλλά φαίνεται να έχει περιέλθει σε μια κατάσταση βιβλιογραφικής ακινησίας, όπου κανένα από τα διαφωνούντα μέρη δεν υποχωρεί. Άρα υπάρχει μια υποκειμενικότητα και στην αποδοχή αυτού των επιστημονικών-οντολογικών κρίσεων, η οποία πηγάζει από επιστημολογικές διαμάχες. Η διυποκειμενική αποδοχή σε αυτήν την περίπτωση όμως αυξάνεται αρκετά σε σχέση με την προηγούμενη αφού οι περισσότεροι καθημερινοί άνθρωποι, αλλά και οι εργαζόμενοι στα σχετικά ζητήματα επιστήμονες, αποδέχονται συνήθως τέτοιου είδους κρίσεις.
Ας στραφούμε τέλος σε κρίσεις τόσο άμεσες που η άρνησή τους θεωρείται έως και συμπτωματολογία τρέλας, λ.χ. «εδώ μπροστά μου υπάρχει ένα τραπέζι». Η αντικειμενικότητα και αυτών των κρίσεων μπορεί να αμφισβητηθεί από δύο τουλάχιστον πηγές υποκειμενικότητας. Πρώτον, γιατί τα αισθητήρια όργανά μας μάλλον κατασκευάζουν παρά αποτυπώνουν τον εξωτερικό κόσμο. Δεύτερον, για λόγους γλωσσικούς, οι οποίοι δεν μπορούν να αναλυθούν στο πλαίσιο αυτού του κειμένου, που έχουν να κάνουν με τα πιθανά εννοιολογικά συστήματα που μπορούμε να διαλέξουμε για να περιγράψουμε την πραγματικότητα[1]. Εδώ όμως πια η διυποκειμενική συμφωνία αγγίζει υψηλότατα επίπεδα: ένα τεράστιο ποσοστό των ανθρώπων θα παραδεχόταν ότι εδώ μπροστά μου υπάρχει τω όντι ένα τραπέζι.
Ας ανασάνουμε. Ως εδώ έχουμε δει ότι, πράγματι, δεν μπορεί κανείς εύκολα να εγκαθιδρύσει την αντικειμενική αλήθεια ενός ισχυρισμού· την άνευ πλαισίου ορθότητά του. Όμως, ανάλογα με την πηγή της υποκειμενικότητάς τους, όλοι αυτοί οι μη αντικειμενικοί ισχυρισμοί είναι σε πολύ διαφορετικό βαθμό διυποκειμενικά αποδεκτοί. Εδώ είναι όλο το ζουμί: αν ένας ισχυρισμός είναι υποκειμενικά αληθής επί της πολιτικής του βάσης τότε είναι αληθής μόνο για τα άτομα που μοιράζονται την βάση αυτή. Αν όμως είναι υποκειμενικά αληθής επί της βάσης του ανθρώπινου νευρολογικού συστήματος ή του βασικού εννοιολογικού συστήματος που χρησιμοποιείται σήμερα, τότε είναι σχεδόν καθολικά διυποκειμενικά επαληθεύσιμος και αποδεκτός. Συνεπώς θα τολμούσε να ψελλίσει κανείς ότι το σύνολο αυτών των τελευταίων ισχυρισμών επέχουν θέση αληθών ισχυρισμών και ότι όλοι μαζί περιγράφουν μια πραγματικότητα που μπορεί να διερευνηθεί και να αποτυπωθεί σχεδόν αντικειμενικά. Αυτό όμως που είναι πολύ πιο κομβικό για τη συζήτησή μας είναι ότι πολιτική σημασία δεν έχει τελικά το αν ένας ισχυρισμός είναι Αληθής με άλφα κεφαλαίο, αλλά αν είναι αληθής με άλφα μικρό, δηλαδή σχεδόν καθολικά διυποκειμενικά αποδεκτός.
Ας σκεφτούμε λίγο: τι χρήσεις της αλήθειας κάνουμε στην πολιτική συζήτηση αλλά και την καθημερινή μας γλώσσα; Όταν ισχυρίζομαι πως βλέπω ένα τραπέζι, ισχυρίζομαι ότι οποιοδήποτε υπαρκτό και πιθανό πλάσμα σε όλη την πλάση θα το έβλεπε έτσι γιατί το τραπέζι αυτό είναι χαραγμένο στη δομή του κόσμου ή ότι το 99% των ανθρώπων θα έβλεπε επίσης εδώ ένα τραπέζι, και θα συμπεριφερόταν σε αυτό σαν να είναι τραπέζι; Μάλλον το δεύτερο. Όταν ισχυρίζομαι ότι 18 μετανάστες έχουν πνιγεί στη Μεσόγειο τις 12 πρώτες μέρες του 2021 προσπαθώ να φτιάξω μια γεγονοτική βάση στην οποία θα συμφωνούσαν οι περισσότεροι άνθρωποι αν εμπιστεύονταν τις πηγές, ή ισχυρίζομαι ότι κάθε ον στο παρόν και στο μέλλον της εξελικτικής διαδικασίας θα αντιλαμβανόταν και θα συμφωνούσε με αυτόν τον ισχυρισμό; Προφανώς το πρώτο. Μπορεί πράγματι να μην υπάρχουν απολύτως αντικειμενικά αληθείς ισχυρισμοί. Όμως, εξίσου σημαντικά, η Αντικειμενικότητα και η Αλήθεια με Άλφα κεφαλαία δεν είναι σχεδόν ποτέ το ζήτημα ούτε στην καθημερινή γλώσσα, ούτε εντός μιας πολιτικής συζήτησης. Το ζήτημα είναι πόθεν κρατάει η υποκειμενικότητα ενός ισχυρισμού: αν προέρχεται από μια αξιακή/ιδεολογική διαφωνία, τότε πράγματι δεν μπορεί αυτός ο ισχυρισμός να επέχει θέση αλήθειας. Ένα ακόμα παράδειγμα: η θέση ότι «οι τρελοί έχουν προσωπικό πρόβλημα» είναι μια προφανώς ιδεολογικά φορτισμένη και διαφιλονικούμενη θέση από την αρχή μέχρι το τέλος της. Η υποκειμενικότητα όμως της θέσης για την ύπαρξη ενός τραπεζιού μπροστά μου προέρχεται από το νευρολογικό σύστημα με το οποίο το προσλαμβάνω και από το σύστημα βασικών εννοιών που χρησιμοποιώ. Οι δύο τύποι υποκειμενικότητας είναι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Γιατί, πώς να το πούμε απλά, η θέση «το τραπέζι δεν υπάρχει γιατί ένας εξελικτικός μας επίγονος σε εκατομμύρια χρόνια δεν θα βλέπει πια τραπέζια με τα αισθητήρια όργανά του» έχει την εύλογη αντίθεση «χεστ-» «αδιαφορούμε».
Άρα: ναι, υπάρχουν αληθείς ισχυρισμοί. Για να το δείξουμε αυτό, αρκεί μια πιο προσεκτική πλαισίωση της έννοιας της αλήθειας· μια μετατροπή της σε κάτι σαν «διυποκειμενική αποδεκτότητα». Το εύκολο πασπαρτού της υποκειμενικότητας δεν αρκεί για να ξεκλειδώσει όλες τις ρητορικές πόρτες. Θα πρέπει αυτός που το πετάει στο… τραπέζι να μας εξηγεί συγκεκριμένα τον σχετικισμό του ώστε να γνωρίζουμε κι εμείς πόσο στα σοβαρά να τον πάρουμε.
«Με τη Στατιστική μπορεί να κάνει κανείς ό,τι γουστάρει» – ναι, αν κινείται σε ένα εντελώς προσωπικό εννοιολογικό και ερμηνευτικό πλαίσιο, και αυτό δεν συμβαίνει συχνά
Όπως πριν έτσι και εδώ, η θέση που αφορά την ευπλαστότητα των στατιστικών μελετών δεν είναι εντελώς αβάσιμη αλλά η γενική της χρήση για να απαξιωθεί η συλλήβδην η στατιστική έρευνα παραμένει αδόκιμη. Επιπρόσθετα, θα δείξω παρακάτω, ο πολιτικός λόγος που απορρίπτει με γενικόλογα επιχειρήματα ορισμένες στατιστικές έρευνες στην πλειονότητά του υιοθετεί κάποιες άλλεςχωρίς να γίνεται σαφές τι είναι αυτό που τις διαχωρίζει, πέφτοντας έτσι σε εμφανή αντίφαση (αν το επιχείρημα έστεκε στην γενική του μορφή θα έπρεπε να απορρίπτονται όλες οι έρευνες).
Υφίστανται φυσικά στατιστικές έρευνες που εγκολπώνουν συγκεκριμένες αξίες και αρχές οι οποίες αποτελούν σημεία μεγάλης θεωρητικής, και ενίοτε πολιτικά φορτισμένης, διαφωνίας όπως είναι για παράδειγμα οι έρευνες που ασχολούνται με τη σταθερότητα της προσωπικότητας στον χρόνο. Συνήθης πρακτική σε αυτές τις έρευνες είναι να καταγράφονται π.χ. οι γενναιόδωρες πράξεις ενός παιδιού, να συγκρίνονται με τις αντίστοιχες που κάνει ως ενήλικας, και έπειτα να εξάγεται η στατιστική συσχέτιση επί της σταθερότητας αυτού και άλλων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. Να πούμε κατ’ αρχάς πως ούτε καν αυτή δεν είναι μια έρευνα που μπορεί να βγάλει «ό,τι συμπέρασμα θέλει» – αυτό δεν ισχύει κυριολεκτικά για σχεδόν καμία έρευνα. Εφόσον οι πράξεις γενναιοδωρίας έχουν έναν σαφή ορισμό και εφόσον οι μετρήσεις γίνονται χωρίς αλλοίωση αποτελεσμάτων δεν είναι ο ερευνητής που αποφασίζει για το συγκριτικό τους πλήθος τότε και τώρα. Εντούτοις η έρευνα πράγματι χαρακτηρίζεται από έντονη υποκειμενικότητα και χαμηλή διυποκειμενικότητα, αφού βασίζεται σε έννοιες και προκείμενες που αποτελούν επίδικα ισχυρών θεωρητικών διαμαχών (τα ζητήματα του ορισμού της προσωπικότητας, του αν αυτή αποτελείται από μετρήσιμους άξονες, του αν ένας από αυτούς είναι η γενναιοδωρία, αποτελούν από τα πιο διαφιλονικούμενα ζητήματα στον χώρο της Ψυχολογίας). Αν δεν συμφωνούμε για τις έννοιες, είναι επόμενο και να μην μπορούμε να συμφωνήσουμε και για τις στατιστικές προσεγγίσεις που τις εμπλέκουν. Όμως, όπως και πριν, πρέπει να δείξουμε ποιες είναι αυτές οι έννοιες πάνω στις οποίες διαφωνούμε, αν ενέχουν ιδεολογικά και πολιτικά στοιχεία, και αν ναι ποια είναι αυτά, εφόσον θέλουμε η διαφωνία μας να έχει βάση. Μόνο κατόπιν τέτοιας τεκμηρίωσης είμαστε ελεύθεροι να παρακάμψουμε ένα στατιστικό συμπέρασμα· δεν αρκεί ο γενικός ισχυρισμός ότι η Στατιστική είναι ιδεολογικά χειραγωγήσιμη ή πως βγάζει ό,τι συμπέρασμα θέλει ο στατιστικός.
Θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέραμε.
Το να συμφωνήσουμε επί των εννοιών είναι μια αρχή αναγκαία για να εξασφαλίσουμε την διυποκειμενικότητα (όπως είπαμε, μάλλον ποτέ την αντικειμενικότητα) των συμπερασμάτων που βασίζονται σε στατιστική ανάλυση, αλλά παραμένει ακριβώς αυτό: μια αρχή. Ένα νούμερο από μόνο του δεν λέει απολύτως τίποτα. Είναι μόνο ο συνδυασμός ποσοστών και μοντέλων που αρχίζει να προσεγγίζει μια εικόνα της πραγματικής κατάστασης, εφόσον αυτή η κατάσταση είναι φυσικά ποσοτικοποιήσιμη επί της αρχής. Εδώ πράγματι χωράνε στοιχεία ιδεολογικής παρέμβασης: το τι θα μετρηθεί, το σε ποιες από τις μετρήσεις θα δοθεί ορατότητα και έμφαση, το πώς αυτές θα συνδυαστούν μεταξύ τους, είναι πράγματι ερωτήματα που δύνανται να απαντηθούν με τρόπο που ασπάζεται συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις. Σε φιλοσοφική ιδιόλεκτο θα λέγαμε ότι σε συμπεράσματα με στατιστική βάση σημαντικό ζήτημα είναι η έμφαση, όχι μόνο η γεγονικότητα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή τη δύσκολη δεν υπάρχουν σωστοί (διυποκειμενικά αποδεκτοί τέλος πάντων) και λάθος τρόποι να την κάνει κανείς. Δεν είναι όλοι οι τρόποι το ίδιο υποκειμενικοί, το ίδιο στον αέρα. Αυτό φαίνεται να το γνωρίζουμε πολύ καλάόταν γελάμε με τον Άδωνι Γεωργιάδη που είπε ότι τα πάμε καλύτερα από το Βέλγιο σε θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Δεν γίνεται όμως ο Άδωνις να κάνει λάθος αν κάποιος άλλος δεν κάνει το σωστό. Από την ίδια μας την αντίδραση προδίδεται η αντίληψή μας ότι υπάρχει σωστός τρόπος να συνδυαστούν τα δεδομένα – αλλιώς θα λέγαμε ότι ο τρόπος του Γεωργιάδη είναι απλά ένας ανάμεσα σε πολλούς εξίσου υποκειμενικούς τρόπους. Ο σωστός τρόπος εδώ έχει να κάνει με τον συνδυασμό του στοιχείου θανάτων ανά εκατομμύριο με τουλάχιστον ένα ακόμα, αυτό της διεθνούς συνδεσιμότητας της χώρας. Όταν λέμε «σωστό τρόπο» εννοούμε εδώ, όπως παραπάνω, έναν διυποκειμενικά αποδεκτό τρόπο που βασίζεται σε βασικές έννοιες μη αμφισβητήσιμες εκτός σχολαστικών φιλοσοφικών αναλύσεων.
Νίκη όλε, νίκη όλε-ολέ-ολέ.
Δεν είναι μόνο η περίπτωση του Γεωργιάδη. Ας υποθέσουμε για την οικονομία της συζήτησης ότι με κάποιο τρόπο μπορεί να παρακάμψει κανείς μια ολόκληρη επιστημονική τεχνική, η οποία είναι πράγματι καταραμένη από τη μοίρα να πηγαίνει κατά εκεί που θέλει ο επιβήτοράς της. Θα πρέπει τότε να ρωτήσουμε: με ποιο δικαίωμα πιστεύουμε σε πράγματα τόσο βασικά όσο η ανισοκατανομή του πλούτου αλλά και τόσο πολύπλοκα όσο η κλιματική αλλαγή; Τι, αν όχι στατιστικά εργαλεία ενσωματωμένα σε άλλες επιστήμες, μας πείθει ότι αυτά που λέει ο Τραμπ για το περιβάλλον είναι ένα μάτσο μπούρδες, και ότι όντως οι σημερινές κοινωνίες βαίνουν ολοένα και περισσότερο προς την ανισότητα και την μονοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς; Βασιζόμαστε απλά σε αξιωματικές παραδοχές και σε πράγματα με χροιά Θείας Φώτισης ή στη συστηματική έρευνα της εμπειρικής πραγματικότητας – της διυποκειμενικής μας πραγματικότητας; Αν το πρώτο, γιατί να μας πιστέψει κανείς για οτιδήποτε; Είναι σημαντικό να συνειδητοποιούμε τι μέρος των πολιτικών μας εργαλείων «χάνουμε» με γενικόλογες κριτικές που απαξιώνουν την εμπειρική έρευνα και την Στατιστική ως απαραίτητο εργαλείο διερεύνησης της. Είναι εξίσου σημαντικό να καταλάβουμε ότι, για να αποφύγουμε αυτό το λάθος, πρέπει να μιλάμε κάθε φορά συγκεκριμένα για το πώς τοποθετείται εννοιολογικά και ερμηνευτικά μια έρευνα, και ποια είναι η συγκεκριμένη διαφωνία μας με αυτή.
Γενικότερα μιλώντας, υπάρχουν κατατεθειμένοι στη βιβλιογραφία και εξαιρετικά δουλεμένοι τρόποι να πετυχαίνουμε συνδυασμό των στατιστικών στοιχείων με τρόπο που δεν παραχαράσσουν το αποτέλεσμα. Αν κάποιος θεωρεί παρ’ όλα αυτά πως ένα αποτέλεσμα χρωματίζεται ιδιαιτέρως ιδεολογικο-πολιτικά, δεν έχει παρά να το καταδείξει, αλλά οι γενικοί αφορισμοί και οι λίβελοι περί υποκειμενικότητας δεν αρκούν. Για να έρθουμε πιο κοντά στο πλαίσιο επικαιρότητας του κειμένου, μπορούμε να πάρουμε ως τελευταίο παράδειγμα την πρόσφατη αύξηση του ιικού φορτίου στην Αττική. Σε αυτή την περίπτωση πιστεύω ότι θα δυσκολευτούμε να εντοπίσουμε τον ιδεολογικό διαποτισμό του ισχυρισμού. Δεν είναι ότι ακόμα και αυτός ο ισχυρισμός δεν εμπεριέχει υποκειμενικά στοιχεία – εμπεριέχει. Ο ορισμός του τι αποτελεί λύμα, του ποια είναι η σωστή ανάλυση λύματος, μπορεί να είναι πράγματα πολύ διαφορετικά σε εκατό χιλιάδες χρόνια από σήμερα – αλλά αυτό δεν έχει την παραμικρή σημασία για εμάς, ακριβώς γιατί αυτές οι εννοιολογήσεις δεν αποτελούν ερείσματα πολιτικής διαφωνίας στο εδώ και στο τώρα.
Αυτά όχι φυσικά για να καταλήξουμε ότι η ανάλυση κάθε όψης της πανδημίας είναι καθαρή από θεωρητικές παραδοχές και μεθοδολογικές επιλογές που έχουν βαθιά πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Τουναντίον, οι αναλύσεις αυτές συχνά διαπλέκονται αναπόδραστα με ζητήματα τόσο γήινα όσο είναι οι χρηματοδοτήσεις της έρευνας και η αναπαραγωγή μιας επιστημονικής κοινότητας. Αν πάρουμε το παράδειγμα του (δικαίως ή αδίκως) ανακηρυχθέντα σε εθνικό λοιμωξιολόγο Σωτήρη Τσιόδρα θα βρούμε εύκολα ιδεολογικές προσμίξεις στην παρουσίαση διάφορων επιδημιολογικών στοιχείων. Όταν ο Τσιόδρας αναφέρει π.χ. την ύπαρξη 27 κρουσμάτων «συν άλλα 23 στη Ριτσώνα» είναι εμφανές ότι ενσωματώνει στο ποσοτικό στοιχείο που παρουσιάζει τον διαχωρισμό των ανθρώπων στον εθνικό κορμό και στο κομμάτι που είναι αλλότριό του. Είναι όμως ακριβώς η ύπαρξη αυτών των στοιχείων που υποχρεώνει την κριτική να βρίσκεται σε συνδιαλλαγή με το συγκεκριμένο περιεχόμενο της κάθε επιστημονικής «αλήθειας». Η ύπαρξη πολιτικών, κοινωνικών, και οικονομικών προϋποθέσεων της επιστήμης δεν σημαίνει απόλυτη αναγωγή της δεύτερης στις πρώτες. Το γεγονός ότι οι καπιταλιστικές φαρμακοβιομηχανίες έχουν πλουτίσει από την έρευνα και τη διάθεση των εμβολίων, για παράδειγμα, δεν σημαίνει πως τα εμβόλια δεν έχουν ταυτόχρονα σώσει εκατομμύρια ζωές συλλαμβάνοντας μηχανισμούς βιολογικών συστημάτων που θεωρούμε διυποκειμενικά αληθείς. Για τον λόγο αυτό η γενικόλογη κριτική στην επιστήμη δεν μας βοηθά ούτε να καταλάβουμε, ούτε να αρθρώσουμε πολιτικές θέσεις, στρατηγικές, και αιτήματα που έχουν κομβική σημασία για τη ζωή μας. Ας περάσουμε λοιπόν, επιτέλους, στις πολιτικές αυτές θέσεις.
Χρήσεις και λαθροχειρίες του σχετικισμού σε σχέση με τον νέο κορωνοϊό
Ως εδώ έχουμε βγάλει το εξής συμπέρασμα: υπάρχει μια διυποκειμενικά αποδεκτή πραγματικότητα, όχι αστείου εύρους, και τρόποι για να την ερευνούμε συστηματικά χωρίς να ξεγελιόμαστε από την επιφάνεια των πραγμάτων, από την απλή μας διαίσθηση, από τη μερική μας προσωπική αντίληψη του κόσμου. Αν κανείς θέλει να καταδείξει τον ιδεολογικό διαποτισμό μιας επιστημονικής θεωρίας ή τεχνικής είναι ελεύθερος να το κάνει, αλλά θα πρέπει να το κάνει πολύ συγκεκριμένα. Ας περάσουμε τώρα στο πολιτικό ζουμί της υπόθεσης, κάνοντας μια γρήγορη επισκόπηση των ριζοσπαστικών λόγων γύρω από τον νέο κορωνοϊό που κατά τη γνώμη μου γενικολογούν ή καταχρώνται με άλλους τρόπους τον σχετικισμό.
Έχουμε κατ’ αρχάς τις αφίσες συγκεκριμένων πολιτικών ομάδων που βρίσκουμε ένα γύρω στην πόλη και στο διαδίκτυο, οι οποίες διατείνονται ότι ο νέος κορωνοϊός δεν είναι κάτι παραπάνω από μια απλή γρίπη-προκάλυμμα για νέες ελεγκτικές πολιτικές καταστολής και πειθάρχησης. Στο τελευταίο επεισόδιο αυτής της φάρσας έχει προσδεθεί και μια αφήγηση σχετικά με τα εμβόλια mRNA, τα οποία υποτίθεται ότι αποσκοπούν στη γενετική μετάλλαξη και στη μέσω αυτής μετατροπή των εργατών σε πιο πειθαρχημένες και παραγωγικές μηχανές. Στο πρωτογενές σχετικό υλικό δεν θα παραπέμψω για δεοντολογικούς λόγους, θα παραπέμψω όμως στην έρευνα που διαψεύδει κατηγορηματικά όσα αυτός ο λόγος ισχυρίζεται. Ο νέος κορωνοϊός δεν είναι γρίπη, είναι κάτι πολύ χειρότερο. Τα mRNA εμβόλια δεν αλλάζουν το DNA, εκπαιδεύουν τον οργανισμό μας για την αντιμετώπιση του ιού μέσω της κυτταρικής μνήμης. Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη, πολιτικής ή άλλης χροιάς διαφωνία με τις έρευνες που στηρίζουν αυτά τα συμπεράσματα; Αν υπάρχει, δεν την έχει πάρει το μάτι μου.
Έπειτα, έχουμε διάφορες κριτικές αναλύσεις που μιλούν γενικά για άσκηση βιοπολιτικής εξουσίας. Αν η βιοπολιτική είναι, κατά τον ίδιο τον Φουκώ, «η διασφάλιση, η διατήρηση, ο πολλαπλασιασμός της ζωής, και ο τρόπος να μπαίνει αυτή η ζωή σε τάξη», τότε μια τρομερή γκάμα πράγματων αποτελούν βιοπολιτικές πρακτικές, και το να αποτελεί κάτι βιοπολιτική πρακτική δεν είναι και κανένα σπουδαίο ελάττωμα. Φαντάζομαι συμφωνούμε ότι υπάρχουν και καλές βιοπολιτικές, όπως είναι μια τοποθέτηση εν τάξη της ζωής των ανθρώπων μέσω διαδικασιών συνδιαμόρφωσης – μια αυτοδιακυβέρνησή τους. Παρεμπιπτόντως, και οι ΜΕΘ και η διαχείριση των πληθυσμών στις ΜΕΘ καραμπινάτη βιοπολιτική είναι. Συνεπώς, αυτό που θα είχε νόημα να μας εξηγήσουν όσοι μιλούν για βιοπολιτική είναι το ποιό είναι το συγκεκριμένο πρόβλημα της κατασταλτικής διαχείρισης, ποιος και κυρίως πώς επωφελείται από αυτήν, και τα λοιπά. Το αν το κράτος δικαιούται να περιορίσει τις μετακινήσεις των πολιτών έστω, προσχηματικά ή μη, για το καλό τους, είναι βέβαια ένα πολύπλοκο ζήτημα που δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ. Το σημαντικό όμως είναι ότι οι γενικές αναφορές στη βιοπολιτική δεν το θίγουν καν· απλώς επιστρατεύουν λέξεις-κλειδιά με την ελπίδα να ενεργοποιήσουν τα πολεμικά αντανακλαστικά του ριζοσπαστικού κοινού. Ακόμα, οι αναλύσεις που αφορούν την περιστολή των ΕΣΥ και του κράτους πρόνοιας, που καλώς γίνονται, αποσιωπούν συχνά το γεγονός ότι κανένα πιθανό κράτος και κανένα σύστημα υγείας δεν μπορεί να αντέξει την υπερ-διασπορά του ιού. Τα προληπτικά μέτρα ενάντια στον νέο κορωνοϊό όπως η κοινωνική αποστασιοποίηση δεν είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα με την ενίσχυση των εθνικών συστημάτων υγείας, είναι όμως τα καλύτερα δυνατά για την ελαχιστοποίηση της ζημιάς που ο ιός προκαλεί. Να το πούμε απλά: αν ένα μεγάλο ποσοστό όσων μπαίνει στις εντατικές πεθαίνει, πώς είναι δυνατόν να είναι οι εντατικές όλη η απάντηση στο πρόβλημα των θανάτων, και όχι μόνο ένα μέρος της; Ξανά, αν κάποιος πιστεύει ότι όσα τεκμαίρουν τα παραπάνω έχουν εκφυλιστεί πολιτικά, είναι ελεύθερος να προσπαθήσει να το καταδείξει, αρκεί να μην το κάνει με τσιτάτα.
Και το στρέτσινγκ βιοπολιτική είναι.
Τέλος, η τρίτη κατηγορία κριτικής, αυτή που είναι μαζί η πιο επιδραστική αλλά και η πιο δύσκολη να καταδειχτεί συγκεκριμένα καθότι διάχυτη, είναι αυτή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το πρόβλημα με αυτές τις κριτικές είναι ότι συνήθως απομονώνουν ένα (ή κανένα) στατιστικό στοιχείο ή γράφημα σχετικά με τον νέο κορωνοϊό και εκεί πάνω χτίζουν την πολιτική τους ανάλυσή. Όπως όμως δείξαμε παραπάνω, ούτε ο Γεωργιάδης δικαιούται να βγάζει συμπέρασμα για ένα ζήτημα από ένα νούμερο ή ένα γράφημα μόνον, αλλά ούτε και οι ριζοσπάστες. Απόψεις που έχουν να κάνουν με το πόσο περιορίζει η απαγόρευση κυκλοφορίας τη διασπορά του ιού (όχι αν η απαγόρευση είναι επιθυμητή, αυτό είναι άλλο θέμα!), το πόσο αποτελεσματικές είναι οι μάσκες, το ποιές είναι οι παρενέργειες του εμβολίου, το ποιά αποτελέσματα έχουν διάφορα και διαφορετικά μέτρα στη θνητότητα και τη θνησιμότητα του ιού, δεν νοείται να αναπτύσσονται με ολική άγνοια ή πλημμελή γνώση των σχετικών με αυτά επιστημονικών πορισμάτων. Δεν νοείται να απορρίπτεται μια προσέγγιση, του ΠΟΥ, του Σωτήρη Τσιόδρα, οποιουδήποτε άλλου, γιατί κάποιος έχει κάπου εντοπίσει ένα στοιχείο που αντιβαίνει σε αυτήν. Όλες οι θεωρίες που υπάρχουν και υπήρξαν ποτέ αντιμετωπίζουν στοιχεία που αντιβαίνουν σε αυτές – αν τις πετούσαμε λόγω αυτών, δεν θα κάναμε επιστήμη. Ο τρόπος που κρατάμε ή απορρίπτουμε μια θεωρία είναι εξαιρετικά πολύπλοκος, έχει να κάνει με την αποτίμηση όλων των σημαντικών στοιχείων υπέρ και κατά της, και βέβαια και με το ποιες είναι οι διαθέσιμες εναλλακτικές και πως τα πάνε αυτές με τα σημαντικά στοιχεία. Δεν νοείται να επιδεικνύονται «αντιφάσεις» των επιστημόνων στον χρόνο ως απόδειξη ότι δεν ξέρουν τι λένε. Η επιστήμη εξελίσσεται και γι’ αυτό αντιφάσκει, αλλιώς θα ήταν δόγμα. Μπορούμε να λέμε το Α τον Μάρτιο και το Β τον Νοέμβριο (λ.χ. για τις μάσκες) ακριβώς γιατί τον Νοέμβριο έχουμε μαζέψει στοιχεία που στηρίζουν το Β. Γενικά, σε μια υπερ-πολύπλοκη κατάσταση όπως αυτή της πανδημίας, θα μπορούν να βρεθούν στοιχεία που, αν απομονωθούν, θα στηρίζουν οποιοδήποτε συμπέρασμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο καθένας είναι ελεύθερος να λέει ό,τι θέλει· αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται ακόμα πιο επίμονη έρευνα για να συνδυαστούν μεταξύ τους τα εμπειρικά στοιχεία και ότι κάποιος που δεν κατέχει ειδικές γνώσεις είναι ακόμα πιο αναρμόδιος για αυτή τη δουλειά. Κάτι τελευταίο: το να περιλαμβάνει ένα άρθρο κάποιες σχετικές γνώσεις, γραφήματα και νούμερα δεν διασφαλίζει ότι αυτό που λέει είναι εμπειρικά ενήμερο. Για παράδειγμα, τα δύο κείμενα του Δημήτρη Λένη στο Κοσμοδρόμιο (1, 2) σχετικά με την στρατηγική των lockdown είναι καλογραμμένα μεν, εντελώς ανεπαρκή δε για τη συζήτηση που προσπαθούν να κάνουν δε (δεν μπορώ να επεκταθώ παραπάνω εδώ, αλλά μια σύγκριση με την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία πείθει – 1, 2 για παράδειγμα).
Φυσικά, πέρα από αυτές τις κατηγορίες κριτικής, οι οποίες κρίνονται ως ανεπαρκείς ή προβληματικές, υπάρχουν και οι τρομερά αξιόλογες. Αυτές δεν αφορούν συνήθως ζητήματα που χρήζουν στατιστικής ανάλυσης, αλλά είναι εξίσου αν όχι περισσότερο σημαντικές. Έχουν να κάνουν λ.χ. με την έλλειψη κάθε στήριξης των σεξεργατριών εν μέσω πανδημίας, με την κατάσταση που επικρατεί στα κολαστήρια των φυλακών, με τη μη προστασία των χαμηλόμισθων και επισφαλώς εργαζόμενων (1, 2). Αλλά ούτε και από όσα είπα παραπάνω πρέπει να βγαίνει το συμπέρασμα ότι απλώς δεν πρέπει να μιλάμε πολιτικά για τα ζητήματα που έχουν αναφαίρετη εμπειρική βάση. Αντίθετα, η τωρινή κατάσταση καθιστά πιο επιτακτική από ποτέ την τοποθέτηση πάνω σε αυτά τα ζητήματα επιστημόνων από το ριζοσπαστικό πολιτικό στρατόπεδο οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, δεν είναι λίγοι. Η ομάδα LABour για την αγωνιστική παρέμβαση στην έρευνα αποτελεί ένα εγχώριο παράδειγμα επιστημόνων που ασχολούνται με ζητήματα της πανδημίας από κινηματική σκοπιά, ενώ τα εδώ και λίγους μήνες viral κείμενα και βιβλία του Αμερικάνου βιολόγου Rob Wallace (1, 2) αποτελούν έναν πολύτιμο μπούσουλα για τον προσανατολισμό της κριτικής εν καιρώ πανδημίας. Δυστυχώς, εκεί που υπάρχει κενό, θα πρέπει και εμείς οι υπόλοιποι να συμβιβαστούμε με την ανεπάρκεια της άγνοιάς μας. Δεν είναι δα και κάτι τόσο τραγικό αυτό, εκτός αν το ζητούμενο της ριζοσπαστικής κουλτούρας είναι τελικά να μπορούμε να λέμε ό,τι μας κατέβει στο κεφάλι. Σε κάθε περίπτωση, ας παρηγορηθούμε τουλάχιστον με το γεγονός ότι το κράτος μας δίνει ανεξάντλητες πηγές ενασχόλησης με επείγοντα πολιτικά ζητήματα. Πέρα από τα όσα είπαμε στην αρχή της παραγράφου, υπάρχουν επίσης η αναστολή αιτήσεων ασύλου των μεταναστών που είδαμε στην πρώτη πανδημία και οι τραγικές συνθήκες κράτησής τους, ακόμα και σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ. Ίσως, τέλος, ακόμα καλύτερη να παραμένει η κριτική στην κυβέρνηση όταν αυτή αγνοεί επιδεικτικά ή προσπαθεί να κατευθύνει την επιτροπή λοιμωξιολόγων όσον αφορά στις εισηγήσεις της. Θα έπρεπε εξάλλου να είναι αυτονόητο: κυβέρνηση και επιστήμονες δεν ταυτίζονται, και τις πολιτικές αποφάσεις τις παίρνει η πρώτη.
Ποιο είναι το τελικό συμπέρασμα αυτού του κειμένου: κατ’ αρχάς, ότι οι
γενικόλογες κριτικές στην επιστήμη κάνουν περισσότερο κακό στην κριτική παρά
στην εξουσία. Δεύτερον, ότι το ίδιο ισχύει και για τις κριτικές που αναφέρονται
σε θέματα με αναφαίρετα εμπειρική βάση ενώ την αγνοούν ή προσπαθούν να
αυτοσχεδιάσουν υποκατάστατά της. Τρίτον, ότι αυτό δεν σημαίνει σε καμία
περίπτωση ότι η κριτική πρέπει να μείνει μουγκή σε αυτούς τους κρίσιμους
καιρούς. Αντίθετα, το βάρος πέφτει στο ανταγωνιστικό κίνημα να δημιουργήσει
γέφυρες μεταξύ αυτού και της επιστήμης. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ασχοληθούμε
σοβαρά με τα χίλια και ένα πρόσωπα και προβλήματα της πανδημίας, τα οποία
εμπίπτουν καθ’ όλα στην υποχρέωσή μας να μην συνηθίσουμε τον τρομερό κόσμο που
έρχεται.
[1] Ο βαριά βιτσιόζος μερακλής αναγνώστης μπορεί να απευθυνθεί στις εξής
πηγές για να αρχίσει να μαθαίνει περισσότερα (1, 2).