Κινηματογράφος

Η ανατομία μιας πτώσης ή/και η ανατομία του δικαίου  

από kaboomzine

της Άννας Μπουλογούρη

Ένας άντρας νεκρός πάνω στο κατάλευκο χιόνι και τρεις κηλίδες κόκκινου αίματος αποτελούν τον καμβά της ταινίας Ανατομία μιας πτώσης της Ζυστίν Τριέ. Μια πτώση ενός ανθρώπου από ένα κτήριο δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα τριών αιτιών: αυτοκτονία, δολοφονική ενέργεια ή ατύχημα. Όμως το κάδρο της ταινίας μάς περιορίζει νοητικά ανάμεσα σε δύο επιλογές, αυτές της αυτοκτονίας ή του φόνου, αφού η περίπτωση του ατυχήματος, όσο και αν θα μπορούσε να έχει συμβεί στην πραγματικότητα, δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις ενός ευλογοφανούς ιστορήματος εντός των αιθουσών του δικαστηρίου. Η Σάντρα, σύζυγος του θανόντος Σάμιουελ και μοναδικός άνθρωπος που βρισκόταν κοντά του κατά την ώρα του μοιραίου συμβάντος, διατείνεται με έντονο ύφος: «Σταμάτα, δεν τον σκότωσα», με τον δικηγόρο και φίλο της να απαντά αποστασιοποιημένα και ωμά: «Δεν είναι αυτό το θέμα».

Απορρίπτοντας εκ των προτέρων οποιαδήποτε άλλη εκδοχή, ξεκινά η καταγραφή, η περιγραφή και η μελέτη, δηλαδή η ανατομία ενός συμβάντος. Ακόμα και ο ίδιος ο όρος «ανατομία», που έχει ξεπηδήσει από τη μήτρα των θετικών επιστημών, μας θέτει πολύ γρήγορα έναντι στον ίδιο μας τον εαυτό∙ έναντι στη θετικιστική μας σκέψη που μας κάνει να απορρίπτουμε τη δυνατότητα του αδυνάτου. Σε αυτό το πλαίσιο, γινόμαστε θεατές μιας προσπάθειας ανεύρεσης της αλήθειας. Οι Αρχές διερευνούν. Τοποθετούν κούκλες στο μέγεθος του Σάμιουελ, υπολογίζουν με ακρίβεια αποστάσεις, καταγράφουν την πορεία του αίματος, παίρνουν καταθέσεις. Με ευρήματα ελλιπή και με τη νεκροψία να αδυνατεί να καταδείξει τα ακριβή αίτια θανάτου, η Σάντρα οδηγείται στα δικαστικά έδρανα με την κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης. Αφού, λοιπόν, η Τριέ μάς μετακινεί από τον προνομιακό τόπο της ελευθερίας της σκέψης –εφόσον αυτή δεν παράγει μια αφήγηση που μπορεί να πείσει την κοινή γνώμη, τους ενόρκους, τους δικαστές– καταστέλλει στην πράξη το απροϋπόθετο του ίδιου μας του στοχασμού και στήνει έναν κόσμο δικαίου, απευθύνοντας σε όλους μας έκκληση για απονομή δικαιοσύνης.

Την απόσταση και ταυτόχρονα τον άρρηκτο δεσμό που υπάρχει ανάμεσα στο δίκαιο και τη δικαιοσύνη καταδεικνύει ο Ζακ Ντερριντά στο Ισχύς Νόμου, σημειώνοντας: «Το δίκαιο δεν είναι δικαιοσύνη. Το δίκαιο είναι το στοιχείο του υπολογισμού, και είναι σωστό-δίκαιο που υπάρχει δίκαιο, αλλά η δικαιοσύνη είναι ανυπολόγιστη, απαιτεί να υπολογίζουμε το ανυπολόγιστο».[1] Η δικαιοσύνη δεν είναι ο νόμος. Για τον φιλόσοφο, το θετό δίκαιο είναι ένα θεσμοθετημένο ιστορικό κατασκεύασμα, το οποίο σωστά υπάρχει αλλά δεν είναι ποτέ επαρκές. Την εσαεί ανεπάρκειά του τη φωτίζει η δικαιοσύνη, η οποία ούσα ατελεύτητη και άπειρη ούτε θεματοποιείται, ούτε ορίζεται. Αλλά αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε άμεσα για τη δικαιοσύνη, για τι μπορούμε να μιλήσουμε; Μονάχα για την ανάγκη μας να είμαστε δίκαιοι. Η μη αποδομήσιμη δικαιοσύνη απαιτεί, και είναι ακριβώς αυτή η ανοιχτή και άπειρη απαίτηση που μας δίνει την ώθηση να αλλάξουμε, να βελτιώσουμε, να καταργήσουμε, δηλαδή να αποδομήσουμε τον νόμο.[2] Τελικά, αυτή η διάχυτη στην ταινία ένταση δικαίου-δικαιοσύνης αποτελεί το cantus firmus, τον σταθερό τόνο γύρω από τον οποίο συγκροτείται όλη η σύνθεση του έργου.

Η ακροαματική διαδικασία ξεκινά και η δικαστική διαμάχη εξελίσσεται με βάση τον βίο του ζευγαριού και όχι το ίδιο το συμβάν. Μάρτυρας-κλειδί είναι ο εντεκάχρονος, σχεδόν τυφλός γιος της οικογένειας, Ντάνιελ. Το ζευγάρι, όπως όλα τα ζευγάρια, είναι ένα χάος, που άλλοτε παλεύει μαζί και άλλοτε χώρια, αλλά η ζωή του παρουσιάζεται πτωχευμένη. Αυτό που αποκαλύπτεται δεν είναι ούτε η αγάπη, ούτε ό,τι τους κρατούσε μαζί, αλλά μόνο οι σκηνές βίας, επειδή αυτές θεωρούνται ικανές να ρίξουν φως στο συμβάν. Με πάγιο αίτημα την ανεύρεση της αλήθειας δεν διασχίζουμε τη ζωή, αλλά την κατακερματίζουμε. Έτσι, μια απείρως πολύπλοκη πραγματικότητα γίνεται μονοδιάστατη. Γιατί αναφέρεται ετούτη η ανάμνηση και όχι μια άλλη; Γιατί αυτά τα λόγια και όχι κάποια άλλα; Υπάρχει βία στην ακροαματική διαδικασία. Διότι επικεντρώνεται σε εκείνα τα σημεία που υποτίθεται ότι θα ρίξουν φως στο μοιραίο γεγονός. «Δεν είναι αυτή η πραγματικότητα» διατείνεται η Σάντρα. Ωστόσο, το δικαστήριο επικεντρώνεται σε εκδοχές της αλήθειας και η βαναυσότητα της όλης διαδικασίας, που ανάγει τον βίο δύο ανθρώπων σε σκηνές βίας, πρυτανεύει. Και τότε οι αναμνήσεις επικαθορίζονται από το αίτημα του δικαστηρίου και οι άνθρωποι καλούνται να ζήσουν πάλι και αλλιώς το ίδιο τους το παρελθόν. Σε έναν κόσμο καταιγιστικής πληροφορίας και κατακερματισμένης γνώσης, σε έναν κόσμο μερικό, η απόλυτη βεβαιότητα του Ντάνιελ κατά την πρώτη του κατάθεση μετατρέπεται σε ριζική αμφιβολία, με τη μητέρα-κατηγορούμενη να λέει στο παιδί: «Δεν θέλω να αλλάξεις τις αναμνήσεις σου. Θέλω να τους πεις ό,τι θυμάσαι». Είναι ήδη πολύ αργά. Η ακαταστασία της γλώσσας, η αταξία της εκφοράς του λόγου, αφήνει εντέλει την αμφιβολία όσον αφορά την αθωότητα της πρωταγωνίστριας να εμφιλοχωρεί για τα καλά μέσα μας. Στη βάση της απονομής της δικαιοσύνης με όρους δικαίου βρίσκεται ο λόγος (discours), ο οποίος με την ερμηνευτική του δύναμη ασκεί στο συμβάν μια επιτελεστική βία.[3] Ή, αλλιώς ειπωμένο: με την επιτελεστική ισχύ της γλώσσας να κυριαρχεί επί της αδύναμης ισχύος του συμβάντος, η δυναμική πραγματικότητας-μυθοπλασίας εντός των δικαστικών αιθουσών αλλάζει. Και εκεί που η Σάντρα χρησιμοποιούσε πραγματικά γεγονότα ως πρώτη ύλη για τη συγγραφή βιβλίων μυθοπλασίας, η μυθοπλασία έρχεται να αναπαραστήσει και να επικαθορίσει την πραγματικότητά της.

Έναν ακόμη τρόπο που επιλέγει η Τριέ για να αναδείξει τον λόγο της κυριαρχίας και τον τρόπο που δρα ο κυρίαρχος λόγος είναι μέσω της πολυγλωσσίας. Η μητρική γλώσσα της πρωταγωνίστριας είναι τα γερμανικά, του άντρα της τα γαλλικά και ο ουδέτερος τόπος επικοινωνίας τους, το σημείο επαφής τους δηλαδή, τα αγγλικά. Στις γαλλικές Άλπεις, όπου και διαμένουν, ο κόσμος την αποδοκιμάζει για τη γλωσσική της επιλογή και το δικαστήριο της επιβάλλει να απολογηθεί στα ανοίκεια προς την ίδια γαλλικά. Είναι όμως, εύκολο να πει κανείς τα πράγματα με το όνομά τους σε μια γλώσσα που δεν μπορεί να ιδιοποιηθεί; Σύμφωνα με τον Ντερριντά, «είναι άδικο να δικάζεις κάποιον που δεν καταλαβαίνει τα δικαιώματά του ούτε τη γλώσσα στην οποία εγγράφεται ο νόμος ή η εκφωνούμενη ετυμηγορία».[4] Η βία μιας αδικίας ξεκινά τη στιγμή που δεν μοιραζόμαστε όλοι το ίδιο ιδίωμα. Τα ομιλιακά συμβάντα αφήνουν ίχνη, αλλά δεν αφήνουν ίχνη άμεσα ορατά, γι’ αυτό οι λέξεις περιβάλλονται με ένα φωτοστέφανο και παραμένουν, πολλές φορές, στην ατιμωρησία. Χαμένη στη μετάφραση η ειλικρίνεια αναπνέει με δυσκολία, ώσπου σε έναν καυγά του ζευγαριού η Σάντρα εκστομίζει: «Οι συζητήσεις είναι χάσιμο χρόνου. Όλες οι στιγμές που ξοδεύουμε στις ψιλοκουβεντούλες μπορούν να γίνουν σιωπές και να κάνουμε ό,τι θέλουμε να κάνουμε». Και κάπως έτσι, η απούσα σιωπή δηλώνει την παρουσία της και αναδεικνύεται ως όρος δυνατότητας αλλαγής της πραγματικότητας.

Και φτάνει η ώρα που ο Ντάνιελ ζητά να καταθέσει για δεύτερη φορά. Η μόνιμα εγκατεστημένη στο σπίτι επίτροπος, που είναι υπεύθυνη ώστε να μην επηρεάζεται από τη μητέρα η μαρτυρία του παιδιού, αποτυπώνει εν συντομία το νομικοθετικό πλαίσιο: «Ο νόμος δεν μπορεί να είναι φίλος κάποιου, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση θα ήταν εχθρός κάποιου άλλου. Ο νόμος πρέπει να είναι ο ίδιος για όλους». Την ίδια στιγμή επισημαίνει στον Ντάνιελ ότι ακόμα και αν δεν γνωρίζει τι έχει γίνει, οφείλει να αποφασίσει για τη στάση που θα κρατήσει, όχι απέναντι στη μητέρα ή στον πατέρα του, αλλά απέναντι στην ίδια τη δικαιοσύνη. Φαίνεται πως «οι απορητικές εμπειρίες είναι εμπειρίες της δικαιοσύνης εξίσου απίθανες και αναγκαίες, δηλαδή στιγμές όπου η απόφαση ανάμεσα στο σωστό-δίκαιο και στο μη σωστό-άδικο ουδέποτε διασφαλίζεται από έναν κανόνα».[5] Αυτό το γνωσιακά ολισθηρό έδαφος, το έδαφος του ανεπίκριτου ή του μη αποφασίσιμου (indécidable), όπου δεν ξέρει κανείς τι να αποφασίσει ώστε να υπηρετήσει τη δικαιοσύνη, συνιστά τον όρο δυνατότητας τόσο της απόφασης όσο και της ευθύνης που απορρέει από αυτήν. Χρειάζεται κανείς να περάσει μέσα από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη όπου δεν ξέρει τι πρέπει να αποφασίσει, αλλιώς αυτό στο οποίο καταλήγει δεν είναι απόφαση, αλλά μια μηχανική διαδικασία. Τελικά, δεν είναι παρά «μέσα στη νύχτα της μη γνώσης και του μη κανόνα»[6] που διανοίγεται το πεδίο της απόφασης.

Με τα μάτια όλων μας στραμμένα στην ετυμηγορία, η Τριέ ανοίγει το πλάνο, γυρίζει την κάμερα και ρίχνει τη ματιά της πάνω μας. Το κέλευσμα της δικαιοσύνης ηχεί πλέον σαν πολεμική ιαχή και εμείς μένουμε έρμαια της συνείδησής μας. Έχοντας ως αρκτικό σημείο την οπτική του Κίρκεγκωρ, που αντιλαμβάνεται τη στιγμή της απόφασης ως στιγμή τρέλας, ο Ντερριντά πραγματεύεται τα όρια της αποφασισιμότητας εγκαινιάζοντας μια νέα αρχή: «Μια απόφαση θα πρέπει να σχίσει (déchirer) –αυτό ακριβώς θέλει να πει η γαλλική λέξη décision (απόφαση)–, κατά συνέπεια θα πρέπει να διακόψει το υφάδι του δυνατού».[7] Και τούτο συμβαίνει διότι η απόφαση δεν μαρτυρά παρά την ευθύνη που έχουμε απέναντι στον άλλο. Και εφόσον αφορά ακριβώς τον άλλον, είναι ο άλλος που αποφασίζει μέσα μας. Ουσιαστικά, δομούμε έναν κόσμο πάνω στον ορθολογισμό και νομίζουμε ότι έχουμε όλα τα διανοητικά εργαλεία του θετικισμού για να εξάγουμε μια απόφαση, αλλά τελικά τίποτα δεν είναι τόσο αντικειμενικό όσο διατείνεται το πεφωτισμένο θετό μας δίκαιο. Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να καταδείξουμε τα όρια του ορθολογισμού μας, να εξέλθουμε έστω για λίγο από τον τρόπο σκέψης μας, τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και βλέπουμε τα πράγματα προκειμένου να κατανοήσουμε τον Άλλον στην ενικότητα και ιδιαιτερότητά του. Η κρίση είναι η στιγμή της ρήξης, που έρχεται να ανακόψει την αναμενόμενη ροή μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος και να εγκαινιάσει κάτι εντελώς νέο. Εδώ, η ορθολογικότητα δεν χωρά και η σκέψη καταρρέει. Δίχως καταγωγικό θεμέλιο, η κρίση είναι μια ψευδαίσθηση της φαντασίας και ταυτόχρονα ένα συμβάν.[8] Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν οφείλουμε να προσπαθούμε να γνωρίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο πώς μπορεί να συνέβη ένα γεγονός. Απλά σημαίνει ότι καμία γνώση δεν μπορεί να αποφασίσει για εμάς. H στιγμή της απόφασης δεν είναι παρά μια τρέλα, είναι πάντα απόφαση του άλλου εντός μου. Με αυτόν τον τρόπο, η αποφασιοκρατική αντίληψη του Καρλ Σμιτ –που με την περίφημη ρήση «κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης»[9] συνδέει την απόφαση με την κυριαρχία– καταρρέει μπροστά στην ντερριντιανή οπτική που εκλαμβάνει την απόφαση ως ετερονομική και εκτός του πεδίου της εξουσίας του εκάστοτε κριτή.[10]

Ο κύβος ερρίφθη. Αθώα η κατηγορουμένη. Και τώρα τι; Πάρθηκε η σωστή απόφαση; Οι άνθρωποι του δικαίου υπήρξαν δίκαιοι άνθρωποι; Δικαιώθηκε η δικαιοσύνη; «Όταν κερδίζεις παίρνεις ένα βραβείο» λέει η Σάντρα, καθώς προσπαθεί να δει τι ακριβώς σημαίνει να κερδίζει κανείς την αθωότητά του. Επανερχόμενη στην πρότερη κατάστασή της, όπου τίποτα δεν έχει μεταβληθεί, εναγωνίως ψάχνει να βρει κάτι να χαρεί. Στην περίπτωση που πράγματι ήταν αθώα, τι έχει αποκομίσει από αυτή τη διαδικασία; Τι είδους νίκη είναι αυτή; Βγαίνοντας από τη Δίκη του Κάφκα, για τι πράγμα να χαρεί; Όσο για εμάς, μείναμε με τη στυφή γεύση του ανεπίκριτου, όπου η έλλειψη γνώσης δεν αποτελεί μόνο όρο της απόφασης αλλά και τελικό αποτέλεσμα. Το ανεπίκριτο δεν παύει να υφίσταται όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Εξακολουθεί να υπάρχει. Και αυτό είναι που κουβαλάμε φεύγοντας. Το γεγονός ότι δεν θα γνωρίσουμε ποτέ. Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε πώς επήλθε αυτός ο θάνατος και δεν θα είμαστε ποτέ σίγουροι αν πήραμε τη σωστή απόφαση έκαστος από εμάς μέσα του. Το έργο δεν προσφέρει ποτέ τη γνώση. Η δικαιοσύνη δεν μας αφήνει ποτέ τη γνώση. Η ανατομία του δικαίου έφτασε στο τέλος της, επιζητώντας εσαεί μια καινούργια αρχή.


[1] Jacques Derrida, Ισχύς νόμου, επίμ.-μτφ. Βαγγέλης Μπιτσώρης, Αθήνα: Πατάκης, 2015, σελ. 45.

[2] Βαγγέλης Μπιτσώρης, «Επίμετρο», στο Jacques Derrida, Ισχύς νόμου, ό.π., σελ. 279-284.

[3] Τζέφφρυ Μπέννιγκτον – Ζακ Ντερριντά, Ντερριντά, πρόλ.-μτφ.-επιμ. Απόστολος Λαμπρόπουλος, Ευτύχης Πυροβολάκης, Αθήνα: Νήσος, 2019, σελ. 81-91.

[4] Derrida, Ισχύς νόμου, ό.π., σελ. 48.

[5] Στο ίδιο, σελ. 45.

[6] Στο ίδιο, σελ. 72.

[7] Jacques Derrida, «Une certain possibilité impossible de lire l’événement», στο: Gad Soussana, Jacques Derrida, Alexis Nous, Dire l’événement, est-ce possible? Séminaire de Montréal, pour Jacques Derrida, Παρίσι: L’Harmattan, 2001, σελ. 102.

[8] Charles Ramond, «Προς την αιώνια κρίση: Όροι δυνατότητας και όροι αδυνατότητας της έννοιας της “κρίσης” στον Jacques Derrida», στον τόμο Γεράσιμος Κακολύρης (επιμ.), Η πολιτική και ηθική σκέψη του Jacques Derrida, Αθήνα: Πλέθρον, 2015, σελ. 75-79.

[9] Καρλ Σμιτ, Πολιτική θεολογία: Τέσσερα κεφάλαια γύρω από τη διδασκαλία περί κυριαρχίας, μτφ.-σημ.-επιλ. Παναγιώτης Κονδύλης, Αθήνα: Λεβιάθαν, 1994, σελ. 17.

[10] Γεράσιμος Κακολύρης, Η ηθική της φιλοξενίας: Ο Ζακ Ντερριντά για την απροϋπόθετη και την υπό όρους φιλοξενία, Αθήνα: Πλέθρον, 2017, σελ. 139.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine