[Σημείωση: το κείμενο περιέχει spoiler]
Το Irrational Man, η ταινία του Woody Allen που παίζεται στις αίθουσες, είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα πολύ πετυχημένο κινηματογραφικό εγχείρημα. Δεν συγκρίνεται βέβαια με το επίπεδο του Take the money and run ή του Zelig, ταινιών που εισήγαγαν κάτι καινούριο στο σινεμά και που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο Woody Allen· ούτε όμως περιορίζεται στο πλαίσιο των πρόσφατων ταινιών με επίκεντρο τις ευρωπαϊκές πόλεις, όπως το Vicky Cristina Barcelona ή το Midnight in Paris, στις οποίες μια όμορφη ιστορία εκτυλίσσεται σε μια όμορφη πόλη και το πράγμα σταματάει εκεί. Πιο πολύ θα λέγαμε ότι το Irrational Man εγγράφεται στη λογική του Match Point, καθώς μέσα από τη σφιχτή πλοκή, την ευχάριστη ροή και τα όμορφα πλάνα που έχει μάθει να σμιλεύει χάρη στην τεράστια εμπειρία του, ο Woody φτιάχνει ένα κάπως ανάλαφρο δράμα που καταπιάνεται με σοβαρά ηθικά και φιλοσοφικά προβλήματα.
Η ιστορία έχει συνοπτικά ως εξής: ο Abe Lucas, ένας αλκοολικός και αυτοκαταστροφικός καθηγητής φιλοσοφίας προσλαμβάνεται για να διδάξει ηθική φιλοσοφία σε ένα επαρχιακό κολλέγιο της Αμερικής. Μαθαίνουμε γι' αυτόν ότι στο παρελθόν υπήρξε πολιτικός ακτιβιστής και συμμετείχε σε οργανώσεις που παρείχαν ανθρωπιστική βοήθεια σε χώρες του τρίτου κόσμου. O θάνατος όμως του καλύτερού του φίλου στον πόλεμο τον έκανε να χάσει την πίστη του στη ζωή και να παραιτηθεί. Η πληγωμένη ιδιοφυΐα του ασκεί γοητεία στο νέο του περιβάλλον, με αποτέλεσμα να κερδίσει το ενδιαφέρον πολλών γυναικών, ο ίδιος όμως δεν βρίσκει κανένα νόημα στη ζωή, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στα γραπτά του, μεθοκοπά και φλερτάρει με την αυτοκτονία. Μια μέρα όμως, ακούει τυχαία μια συζήτηση που είχαν κάποιοι εντελώς άγνωστοι άνθρωποι σε μια καφετέρια: μια διαζευγμένη μητέρα παραπονιέται με πόνο στους φίλους της, ενημερώνοντάς του ότι ο διεφθαρμένος δικαστής που εκδικάζει την υπόθεση της κηδεμονίας των παιδιών της, είναι φίλος με τον δικηγόρο του πρώην άντρα της και όλα δείχνουν ξεκάθαρα πως θα προβεί σε μια στρεψοδικία προκειμένου να δώσει την επιμέλεια των παιδιών στον σύζυγο, ο οποίος μάλιστα δεν τα φροντίζει καλά. Η μητέρα, που την πνίγει το δίκιο της, εύχεται πάνω στον θυμό της τον θάνατο του δικαστή. Ο καθηγητής μας όμως σκέφτεται: "οι ευχές δεν πιάνουν· αν θέλεις να γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να το κάνεις να συμβεί. Εσύ όμως δεν θα μπορούσες, γιατί θα ήσουν η πρώτη ύποπτη. Θα μπορούσα να το κάνω όμως εγώ για σένα, και να μη με βρούνε ποτέ."
Αυτό ήταν. Σαν να πατήθηκε ένας διακόπτης, ο ήρωάς μας παίρνει την απόφαση να σκοτώσει τον αννήθικο δικαστή και έτσι να βοηθήσει την απελπισμένη γυναίκα, κάνοντας παράλληλα τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος. Κι από τότε, έχοντας κάνει αυτήν την υπαρξιακή επιλογή, όπως λέει, βρίσκει νόημα στη ζωή του, ξεπερνά πλήρως την κατάθλιψή του, γίνεται άλλος άνθρωπος, οι αισθήσεις του λειτουργούν στο έπακρο, καθίσταται ικανός να χαρεί τη ζωή και τον έρωτα. Η αλλαγή αντικατοπτρίζεται και στα θέματα που επιλέγει να διδάξει στους φοιτητές του. Από εκεί που τους μιλούσε για τον Καντ και την κατηγορική προσταγή, τονίζοντας με θλίψη ότι η ηθική θεωρία του Καντ δεν μπορεί να σταθεί στον πραγματικό κόσμο, αρχίζει να τους αναλύει τις θεωρίες των υπαρξιστών, που αναζητούν "όχι μόνο τι σημαίνει το κάθε τι, αλλά επίσης το τι σημαίνει για μένα".
Πραγματοποιεί τον φόνο και όλα πάνε κατ' ευχήν για ένα διάστημα. Όταν όμως μια φοιτήτριά του, με την οποία είχε συνάψει ερωτική σχέση, ανακαλύπτει την αλήθεια, αρχικά του ζητά να φύγει μακριά και στη συνέχεια, όταν ένας αθώος συλλαμβάνεται από την αστυνομία με την κατηγορία ότι σκότωσε τον δικαστή, απαιτεί από τον Abe να παραδοθεί, απειλώντας τον ότι σε διαφορετική περίπτωση θα τον καταδώσει η ίδια. Αυτός όμως, τώρα που έχει ξαναβρει τη χαρά της ζωής, δεν θέλει να τη χάσει εκ νέου, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να θυσιαστούν άνθρωποι γι' αυτόν τον σκοπό. Έτσι, αποφασίζει να σκοτώσει την πρώην ερωμένη του για να εξασφαλίσει τη σιωπή της. Στην προσπάθειά του όμως να το κάνει, γλιστράει και σκοτώνεται ο ίδιος.
Αυτό είναι το μικρό δράμα, που ο Woody Allen μάς παρουσιάζει με εξαιρετική μαεστρία. Έχει όμως ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε να διεισδύσουμε και στη φιλοσοφική ουσία του έργου. Πρέπει πριν απ' όλα να πούμε ότι η ταινία συνομιλεί ευθέως με το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέβσκη και με τα έργα των υπαρξιστών, παραδείγματος χάρη με τον Ευτυχισμένο Θάνατο του Καμί, όπου ο ήρωας πρέπει να διαπράξει έναν φόνο προκειμένου να δώσει νόημα στη ζωή του. Πιο πολύ όμως θα ήθελα να επιμείνουμε στις αναλογίες και τις διαφορές με το Έγκλημα και Τιμωρία, το οποίο άλλωστε αναφέρεται ρητά στην ταινία, καθώς ο καθηγητής το διαβάζει πριν διαπράξει τον φόνο, ενώ σε άλλο σημείο ο ίδιος έχει δηλώσει πως ο Ντοστογιέβσκη είναι ο μεγαλύτερος συγγραφέας, αυτός που "τα κατάλαβε όλα".
Ας προχωρήσουμε, λοιπόν, στη σύγκριση των δύο έργων. Τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στην ταινία, ξεκινάμε από τη διάπραξη του φόνου ενός προσώπου που "αξίζει" να πεθάνει (του δικαστή στο Irrational Man, της γριάς τοκογλύφου στο Έγκλημα και Τιμωρία), ενός προσώπου που η εξαφάνισή του θα κάνει τον κόσμο καλύτερο, όπως σημειώνουν τόσο ο Lucas όσο και ο Ρασκόλνικοβ, και φτάνουμε και στον φόνο ενός εντελώς αθώου προσώπου (της φοιτήτριας στο Irrational Man και της Λισαβέτας στο Εγκλημα και Τιμωρία). Επίσης, η σύλληψη ενός αθώου, ως γεγονός που περιπλέκει τα πράγματα και γίνεται μοχλός πίεσης για την παράδοση του αληθινού δράστη, είναι μοτίβο κοινό και στα δύο έργα.
Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά, που αρκεί για να κάνει την ταινία του Woody Allen εξίσου ενδιαφέρουσα με το έργο του Ρώσου (από τη σκοπιά φυσικά που θα εξετάσουμε παρακάτω· δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Έγκλημα και Τιμωρία έχει αρετές που το καθιστούν ανυπέρβλητο αριστούργημα με όλη τη σημασία της λέξης): ενώ ο Ρασκόλνικοβ έχει αποφασίσει να σκοτώσει εκκινώντας από μια ηθική της ισχύος, μια ηθική νιτσεϊκού τύπου, ο Lucas ξεκινάει για να βοηθήσει μια άγνωστη γυναίκα, δηλαδή από μια απολύτως αλτρουιστική ηθική. Ο Ρασκόλνικοβ έχει ως πρότυπο τον Ναπολέοντα, του οποίου οι κακές πράξεις δεν θεωρούνται κακές, επειδή ακριβώς είχε την ισχυρή βούληση να τις επιβάλει. Χωρίζει τους ανθρώπους σε δύο βασικές κατηγορίες, στα μυρμήγκια και σε αυτούς που τα πατάνε, και θέλει να ανήκει στους δεύτερους. Στην πορεία ανακαλύπτει ότι ο ίδιος δεν είναι τέτοιος άνθρωπος, ότι δεν μπορεί να συνθλίψει τα μυρμήγκια, ότι οι τύψεις του για τον φόνο που διέπραξε σημαίνουν ότι δεν ανήκει στην κατηγορία των ξεχωριστών, των υπερανθρώπων, των ατόμων με την ισχυρή βούληση που μπορούν να διαπράττουν εγκλήματα χωρίς να τα θεωρούν ανήθικα, με αποτέλεσμα πράγματι να μην κρίνονται ως ανήθικοι, αλλά ως εμπνευσμένοι ηγέτες. Ο Ρασκόλνικοβ, λοιπόν, σε πρώτη φάση σκοτώνει για τον εαυτό του, άσχετα αν στη συνέχεια διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να αντέξει αυτό το βάρος.
Αντιθέτως, ο Lucas θέλει να απαλλάξει μια εντελώς άγνωστη μητέρα από τον βραχνά της, χωρίς ο ίδιος να έχει άμεσο προσωπικό όφελος. Η απόφασή του με αυτή την έννοια είναι πιο παράλογη από αυτή του Ρώσου φοιτητή, τον καθιστά Irrational Man. Άλλωστε, όπως έλεγε ο Kierkegaard, που επίσης αναφέρεται στην ταινία, ως πρώιμος υπαρξιστής, η στιγμή της απόφασης είναι μία τρέλα. Παρόλη όμως την τρέλα της απόφασης, και παρόλη την ακρότητα του μέσου που σκοπεύει να χρησιμοποιήσει, ο καθηγητής αρχικά μένει μέσα στην κοινή αντίληψη για την ηθική: ηθικός είναι αυτός που σέβεται και βοηθάει τον άλλον, εν προκειμένω την αβοήθητη μητέρα. Ο Lucas, παρόλο που σκοτώνει, δεν το κάνει επειδή θέλει να πάει, όπως ο Ρασκόλνικοβ, beyond good and evil, αλλά ακριβώς επειδή θέλει να αποδώσει δικαιοσύνη, να κάνει το καλό τιμωρώντας το κακό. Βρισκόμαστε εδώ ακόμη στο πεδίο της δικαιοσύνης και της ηθικής ως αλλότριου αγαθού, όπως λέει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια, δηλαδή ως αρετής που στοχεύει στο καλό του άλλου, πράγμα που την καθιστά, σύμφωνα με τον Σταγειρίτη, την πιο τέλεια αρετή. Βρισκόμαστε, συνελόντι ειπείν, στο εντελώς αντίθετο της λογικής από την οποία ξεκινάει ο νιτσεϊκός ήρωας του Ντοστογιέβσκη, δηλαδή της θεώρησης της αρετής ως αδυναμίας.
Εδώ όμως συντελείται η μεγάλη μεταστροφή και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, στοιχείο της ταινίας. Ο ήρωας του Woody Allen, αφού διαπράττει τον φόνο, βγαίνει από τα χωράφια της ηθικής που στοχεύει στον άλλο και εισέρχεται σε αυτά της εντελώς ατομικιστικής ηθικής. Απόδειξη: προτιμά να σκοτώσει αθώους, παρά να συλληφθεί. Σκοτώνοντας τον δικαστή βρήκε το νόημα της ζωής του, αλλά έχασε τον ηθικό του προσανατολισμό. Πέρασε από την ηθική του Αριστοτέλη στην ηθική του Νίτσε, έγινε αυτό που ο Ρασκόλνικοβ ήθελε να είναι. Είναι μάλιστα απόλυτα δικαιολογημένο να υποθέσουμε ότι είναι ακριβώς η πράξη του φόνου που οδηγεί τον Abe Lucas σε αυτή τη ριζική αλλαγή. Σκοτώνοντας για να βοηθήσει τον άλλο, έφτασε να μην νοιάζεται για τον άλλο, αλλά μονάχα για τον εαυτό του.
Με αυτή την έννοια, ο ήρωας της ταινίας και ο ήρωας του μυθιστορήματος ακολουθούν αντιδιαμετρικά αντίθετες τροχιές. Ο Ρασκόλνικοβ ξεκινάει ατομιστής, βιώνει στο έπακρο τα αδιέξοδα αυτής της κατάστασης και στο τέλος, μέσα από την αγάπη του για τη Σόνια στρέφεται προς τον άλλον και σώζεται, όπως αφήνει ο Ντοστογιέβσκη να εννοηθεί στο τέλος του βιβλίου. Ο Abe Lucas ξεκινάει αλτρουιστής, όπως το βεβαιώνει και η προηγούμενη ανθρωπιστική και πολιτική του δράση και, μέσα από μια επιλογή υπαρξιακού χαρακτήρα καταλήγει ατομιστής και χάνεται. Ο Ρασκόλνικοβ θα ήταν λογικό, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του, να μη νοιάζεται για τους άλλους, αλλά δεν μπορεί να το κάνει. Ο Lucas θα ήταν παράλογο, σύμφωνα με τη δική του λογική, να μην παίρνει υπ' όψιν του τους άλλους, κι όμως καταλήγει να κάνει αυτό ακριβώς.
Οι συγκρίσεις και οι αναλογίες μεταξύ των δύο έργων θα μπορούσαν να συνεχιστούν για πολύ, και θα ήταν, νομίζω, αρκετά γόνιμες. Προσωπικά θα περιοριστώ να κρατήσω ένα ακόμη σημείο: και τα δύο έργα δείχνουν να παίζουν με την ιδέα ότι με τη διάπραξη του φόνου ο δράστης κατά κάποιον τρόπο διασαλεύει τη φυσική τάξη των πραγμάτων, περνάει ένα κατώφλι που δεν έχει γυρισμό, ανοίγει ένα παράθυρο στο χάος: όσο καλοσχεδιασμένοι και υπολογισμένοι κι αν είναι και οι δύο φόνοι (και, στην περίπτωση του Irrational Man, όσο καλοεκτελεσμένος κι αν είναι), κάτι θα συμβεί, ώστε η εξέλιξη των γεγονότων να είναι χαοτική και μοιραία για τον δολοφόνο, τόσο μέσα στον ψυχικό του κόσμο, όσο και στον κόσμο της εξωτερικής πραγματικότητας. Ιδέα που υπάρχει και σε άλλες ταινίες του Allen, όπως στο Όνειρο της Κασσάνδρας, όπου ένας φόνος που θα μπορούσε αντικειμενικά να μείνει ατιμώρητος, τιμωρείται ακριβώς επειδή ο δράστης του δεν μπόρεσε να τον αντέξει. Με αυτή την έννοια ο φόνος μοιάζει να είναι πιο κοντά στην αρχαιοελληνική ύβριν παρά στη χριστιανική αμαρτία, γιατί το πλήρες νόημα της πράξης ξεφεύγει από τον έλεγχό μας και εκδηλώνεται στην πλήρη του διάσταση μόνο εκ των υστέρων.
Τέλος, μιας και ασχοληθήκαμε τόσο με τον Ντοστογιέβσκη, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι αυτή η ταινία τού μοιάζει και για έναν ακόμη λόγο. Όπως συχνά ο Ρώσος πιάνει ένα ζήτημα και το εξετάζει από διάφορες οπτικές γωνίες, προσφέροντάς μας επιχειρήματα για κάθε πλευρά, όπως, λόγου χάρη, στους Αδερφούς Καραμάζοφ διεξάγεται ένα debate περί της ύπαρξης ή μη του θεού, έτσι κι ο Woody Allen φαίνεται στο Irrational Man να εξετάζει τα υπέρ και τα κατά, τη γονιμότητα και τις τρύπες μιας καντιανού τύπου ηθικής, δηλαδή μιας ηθικής καθολικεύσιμης, με αναφορά στους άλλους. Παρενθετική σημείωση που μπορεί να μας φανεί χρήσιμη: για τον Καντ, η καθολικευσιμότητα μιας ηθικής πράξης σημαίνει ακριβώς την αναφορά της προς τον άλλο, τον σεβασμό της προς κάθε άλλο. Γι' αυτό και η περίφημη κατηγορική του προσταγή (πράττε έστι ώστε η λογική της πράξης σου να μπορεί να υψωθεί σε καθολικό νόμο) μπορεί να διατυπωθεί ισοδύναμα και ως εξής: πράττε έτσι ώστε να μεταχειρίζεσαι τον κάθε άνθρωπο ως αυτοσκοπό και όχι ως μέσο.
Ας επιστρέψουμε για να δούμε για τι μιλάμε. Σε μια σκηνή που λαμβάνει χώρα στην αίθουσα διδασκαλίας, ο Abe Lucas κάνει μια παράδοση σχετικά με τη διάσημη απαγόρευση του ψέματος εκ μέρους του Καντ, που κατά τον γερμανό φιλόσοφο ισχύει ακόμη κι αν πρόκειται να μας ρωτήσει ένας δολοφόνος πού βρίσκεται το θύμα του. Ένας φοιτητής παρατηρεί λοιπόν: "Νομίζω ότι βλέπω μια λογική εδώ: αν επιτρέψουμε αυτό το ψέμα, είναι σαν να ανοίγουμε την πόρτα σε όλα τα ψέματα του κόσμου." Όλη η ταινία θα μπορούσε ίσως να ειδωθεί σαν σχόλιο πάνω σε αυτή τη φράση, βάζοντας τον φόνο στη θέση του ψέματος.
Ο καθηγητής Abe Lucas αντικρούει αυτή την άποψη. Πρώτον, θεωρητικά, απαντώντας εκείνη τη στιγμή στον φοιτητή ότι, όταν οι Ναζί έψαχναν την Άννα Φρανκ, αυτός που θα την έκρυβε λέγοντας ψέματα στους διώκτες θα ήταν ηθικός και όχι ανήθικος. Δεύτερον, στην πράξη, διαπράττοντας έναν φόνο στον οποίο η καντιανή λογική σίγουρα αντιτίθεται, αλλά ο ίδιος τον θεώρησε δίκαιο και που, πράγματι, δεν μπορούμε εκ πρώτης όψεως να τον καταδικάσουμε αυστηρά λογικά.
Όμως, η εξέλιξη της ταινίας είναι σαν να μας λέει το εξής: η θεωρία του Καντ, έχει σίγουρα τεράστια προβλήματα, κυρίως γιατί δεν υπολογίζει ότι στη ζωή οι αποφάσεις λαμβάνονται μέσα σε πραγματικές καταστάσεις και όχι σε έναν κόσμο όμορφο, ηθικό, αγγελικά πλασμένο. Έχει όμως και μια βάση: πρέπει η ηθική μας οπωσδήποτε να λαμβάνει υπ' όψιν τον άλλον άνθρωπο. Γιατί αλλιώς, αν η "υπαρξιακή επιλογή" αφεθεί μόνη της, οδηγεί στο χάος, όπως φανερώνει η απόπειρα του Abe Lucas να σκοτώσει την πρώην ερωμένη του: εκείνη τη στιγμή δεν την έβλεπε ως έναν άλλο άνθρωπο, αλλά ως ένα μέσο για τη διάσωση του εαυτού του.