Οι ναοί του Άνγκορ είναι τυλιγμένοι σ’ένα εξωτικό μυστήριο, σχεδόν ακατάλυπτο για εμάς τους ξένους. Ξεπροβάλλουν μέσα από τη ζούγκλα σαν σημεία αναφοράς της ανθρώπινης παρουσίας σ’ένα αφιλόξενο περιβάλλον. Έχουν κάτι το σκοτεινό, σα να έχουν ρουφήξει από τον ίδιο τους το μύθο, από την ίδια τη γοητεία της παρακμής, της καταστροφής και του οριστικού χαμού των ανθρώπινων βασιλείων. Κόσμος πολύς συρρέει για να θαυμάσει τα απομεινάρια ενός ξεχασμένου πολιτισμού. Η ζέστη όμως είναι αφόρητη και πηχτή από την υγρασία. Οι επισκέπτες φοράνε καπέλα, κρατάνε ομπρέλες, βεντάλιες. Μόνο στις σκιές των ναών βρίσκει κανείς καταφύγιο, προσωρινό, από τον ακατάβλητο ήλιο.
Ένας φίλος με συμβούλεψε να μην ακολουθήσω την προκαθορισμένη διαδρομή, αλλά να αυτοσχεδιάσω ανάμεσα στα σπασμένα αγάλματα και τους χοντρούς κορμούς των τροπικών δέντρων. Να κινούμαι σαν φάντασμα, να σκαρφαλώνω, να νιώσω τον αληθινό παλμό του μέρους.
Τα τεράστια κεφάλια του παρελθόντος κοιτούν σιωπηλά. Το ετερογενές πλήθος πάλλεται δίπλα τους, μιλάει, φωνάζει, βγάζει φωτογραφίες. Τα απομεινάρια της χαμένης πόλης του Άνγκορ είναι πια μια τουριστική ατραξιόν. Ίσως αυτό να είναι το μέλλον του κόσμου. Ίσως μετά το τέλος να επακολουθεί κάποιου είδους σκύλευση. Όμως τα σκοτεινά πρόσωπα αδιαφορούν.
Όταν οι τουρίστες έφυγαν (λες κι εγώ δεν ήμουν τουρίστας) κι έμεινα μόνος σε μια πιο απόμερη γωνιά αυτής της αχανούς έκτασης, μπόρεσα να αφουγκραστώ την υπεροπτική αδιαφορία των αγαλμάτων. Υπήρχε μια γαλήνη σ’αυτή τη σιωπή. Είχαν, φαίνεται, κερδίσει τη δική τους αιωνιότητα. Οι φωτογραφίες, τα εισητήρια, οι οδηγοί, οι χάρτες· αυτά είναι για τους ανθρώπους, για το εμπόριο, είναι προσωρινά. Το δικό τους βασίλειο είναι πλέον η ιστορία, είναι ό,τι έχει περάσει και δεν ξεγίνεται, είναι εκείνο που έχει συμβεί και δεν μπορεί να τους το στερήσει κανένας. Αυτή η γνώση ηρεμεί τα πρόσωπα των παλιών πολεμιστών.
« Ἐμεῖς ποὺ ξεκινήσαμε γιὰ τὸ προσκύνημα τοῦτο
κοιτάξαμε τὰ σπασμένα ἀγάλματα
ξεχαστήκαμε καὶ εἴπαμε πὼς δὲ χάνεται ἡ ζωὴ τόσο εὔκολα
πὼς ἔχει ὁ θάνατος δρόμους ἀνεξερεύνητους
καὶ μία δική του δικαιοσύνη
πὼς ὅταν ἐμεῖς ὀρθοὶ στὰ πόδια μας πεθαίνουμε
μέσα στὴν πέτρα ἀδερφωμένοι
ἑνωμένοι μὲ τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ἀδυναμία,
οἱ παλαιοὶ νεκροὶ ξεφύγαν ἀπ᾿ τὸν κύκλο καὶ ἀναστήθηκαν
καὶ χαμογελᾶνε μέσα σὲ μία παράξενη ἡσυχία».
Ο Σεφέρης του Μυθιστορήματος ήρθε στο μυαλό μου κι όλες οι αναφορές στα αγάλματα, στη δικαιοσύνη, στο παρελθόν, στους νεκρούς. Στη θέση μας ανάμεσα στους νεκρούς. Περπατώντας στα σπαράγματα ενός ξένου πολιτισμού, σ’αυτήν την απόλυτη ησυχία και την αφόρητη ζέστη, κάτω από τον αδίστακτο τροπικό ήλιο, προσπάθησα να σκιαγραφήσω αυτή τη «δικαιοσύνη» του θανάτου. Υπάρχει μια υπόρρητη αίσθηση υλικότητας του παρελθόντος. Το παρελθόν υπάρχει, έχει κάποιον όγκο, μια διάσταση. “Ούτε οι νεκροί δε θα είναι ασφαλείς από τον εχθρό, αν κερδίσει”, ισχυρίζεται ο Μπένγιαμιν στην 6η θέση για τη φιλοσοφία της ιστορίας, αναδεικνύοντας έτσι αυτή την ένταση της ύπαρξης του παρελθόντος. Κι όμως, ο Σεφέρης θα διαφωνούσε. Ο δεύτερος θάνατος, ο συμβολικός, ο τρομακτικότερος, είναι κι αυτός για τους ζωντανούς, είναι προσωρινός, υπόκειται στην ιστορική διαδικασία. Οι νεκροί όμως έχουν φύγει από τον κύκλο, εξ ου και είναι σίγουροι για τον εαυτό τους. Για τον Σεφέρη, οι νεκροί υπάρχουν χωρίς εμάς.
Τα αγάλματα, τα πρόσωπα του Άνγκορ αποτελούν μια χαραμάδα σε αυτόν τον κόσμο που μοιάζει να υπάρχει κάπου παράλληλα με τον δικό μας και του οποίου την επιδοκιμασία ποθούμε διακαώς. Τα έργα μας για τους νεκρούς προορίζονται. Για να ενταχθούν στο δικό τους κόσμο, αναδιατάσσοντας τον εξολοκλήρου, επαναπροσδιορίζοντας τον και αναπλάθοντας από την αρχή τον κύκλο της παράδοσης και της νέας καλλιτεχνικής δημιουργίας, για να παραφράσουμε τον Τ.Σ. Έλιοτ. Έχει μια δικαιοσύνη ο θάνατος γιατί οι παλαιοί νεκροί ανασταίνονται. Ο πόνος τους έχει περάσει προ πολλού, έχουν ξεφύγει από τον κύκλο, έχουν βρει τη γαλήνη. Τα έργα μας πασχίζουν κι αυτά να ξεπεράσουν τη φθορά, να βγουν απ’ τον κύκλο.
Κάποιοι ναοί είναι ακόμα ενεργοί. Οι μοναχοί ξεχωρίζουν αμέσως, πορτοκαλί φιγούρες στο πρασινογκρί φόντο. Ένας χιτώνας είναι περασμένος σ’ένα άγαλμα του Βούδα κι ένα άρωμα σιγοκαίει και κάποιοι πιστοί προσεύχονται κρατώντας λουλούδια.
Κυλάω δίπλα τους απαρατήρητος, σαν φάντασμα, όπως με δίδαξαν. Φτάνω σε κάτι σκάλες ορθές, κάθετες, λες και θέλουν να φτάσουν στον ουρανό. Ανεβαίνω με κόπο, λουσμένος στον ιδρώτα. Κάποια σύννεφα φαίνεται να μαζεύονται στα δυτικά. Οι καταιγίδες σ’αυτά τα μέρη του κόσμου ξεσπάνε γρήγορα, αν και σπάνια απρόβλεπτα.
Στην κορυφή συναντώ τέσσερις θύρες, να δείχνουν αόριστα τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ίσως εδώ να έγκειται το μυστήριο του Άνγκορ. Μας δείχνει κάτι, αλλά δεν ξέρουμε τι. Αφήνει ένα στίγμα, αλλά μας είναι ακατανόητο. Έχει περάσει πολύς καιρός, είναι πολύ μακριά, είναι πολύ βαθιά στη ζούγκλα για εμάς. Η σιωπή του είναι τόσο πυκνή που δεν την αποκρυπτογραφούμε, μονάχα την ερμηνεύουμε όπως μπορούμε.