Η Βομβάη και το μετρό του Παρισιού
μια διερώτηση πάνω στο δημόσιο χώρο
Λίγα μέτρα πέρα από την εντυπωσιακή Πύλη της Ινδίας, το εμβληματικό μνημείο της αποικιοκρατίας των Άγγλων στη Βομβάη, στις πιο βρώμικες ακτές του Ινδικού ωκεανού, μέσα από τη θολή από την υγρασία ατμόσφαιρα, διαγράφεται η παραγκούπολη της Κολάμπα. Περπατάμε στα σοκάκια, ανάμεσα στις τσίγκινες παράγκες, τα σκουπίδια, τα περιττώματα αγελάδων. Παιδιά τρέχουν και φωνάζουν χαρούμενα παίζοντας κρίκετ. Ένας κόκορας περνάει τρέχοντας ανάμεσα απ’ τα πόδια μας κουνώντας το κεφάλι του. Οι γυναίκες κάθονται έξω από τις πόρτες των χαμόσπιτων, κάτω από τον μεγάλο ήλιο της Βομβάης, ντυμένες με τα πολύχρωμα σάρι τους, πλένοντας ρούχα ή πιατικά στη σκάφη και τα απόνερα σχηματίζουν ποταμάκια που κυλάνε παράλληλα με τα σοκάκια, μεγάλες κορδέλες χωμάτινων νερών που ξεδιψάνε τους διψασμένους σκύλους που κυκλοφορούν αδέσποτοι. Μικροπωλητές πουλάνε τηγανητά φαγητά, οι μύγες δημιουργούν σμήνη πάνω από τις μυρωδιές, μηχανάκια περνάνε που και που σηκώνοντας σκόνη, τα απλωμένα ρούχα φτιάχνουν πράσινες και κόκκινες σκιές ενώ από κάτω ο κόσμος τριγυρνάει γελαστός και μιλώντας μεγαλόφωνα.
Αυτή είναι μόνο μία από τις παραγκουπόλεις της Βομβάης, με την πιο μεγάλη αυτών, το Dharavi, να είναι διάσημη ως το πιο πυκνοκατοικημένο μέρος του πλανήτη, ένα απέραντο και λαβυρινθώδες αστικό δίκτυο, όπου χιλιάδες είδη μικροπαραγωγής (με κυρίαρχη την ανακύκλωση απορριμάτων, αλλά και την επεξεργασία δερμάτων ή την παραγωγή πήλινων σκευών) δημιουργούν μια εντυπωσιακή ανεπίσημη παραοικονομία. Στις μορφές αυτές χρήσεις του δημόσιου χώρου, αυτό που εντυπωσιάζει είναι μια αντίληψη των πραγμάτων πέρα από το δημόσιο και το ιδιωτικό, το παραδοσιακό δίπολο της δύτικης σκέψης. Αντίθετα, η από κοινού συμμετοχή των κατοίκων στο δημόσιο χώρο διαμορφώνει μια συνολικότερη αντίληψη κοινότητας, όπου οι ατομικότητες επανοικειοποιούνται την αφηρημένη έννοια του γενικού συμφέροντος και συνεργάζονται σε μορφές κοινωνικής, αλλά και βιοπολιτικής παραγωγής. Γιατί οι τρόποι λειτουργίας αυτών των τεράστιων κοινοτήτων δεν περιορίζονται στην παραγωγή αγαθών, αλλά παράγουν κοινωνικά μοντέλα και τρόπους ζωής, παράγουν εν τέλει ζωή, δημιουργώντας αυτόματα έτσι και μια πολιτική παρακαταθήκη που βρίσκει ίσως μια ομοιότητα με τη έννοια του «πλήθους» των Χαρντ και Νέγκρι, η δύναμη του οποίου τοποθετείται μεταξύ της κυριαρχίας, δηλαδή της απόλυτης τελικής εξουσίας του ενός (ακόμα κι αν αυτός είναι ο λαός αναγόμενος σε αφηρημένη μοναδικότητα) και της αναρχίας. Στην πραγματικότητα το πλήθος διατηρεί την διαφορετικότητα και την πολλαπλότητά του και δημιουργεί νέους τρόπους πολιτικής παραγωγής, την παραγωγή ουσιαστικά μιας κοινωνίας.
Η Βομβάη έχει τα πάντα σε υπερθετικό βαθμό. Η αδιανόητη ένταση, η φτώχεια, η βρωμιά, η κίνηση, όλα μοιάζουν να επιτίθενται ανηλεώς. Βγαίνοντας από το σταθμό του τραίνου, ξημερώματα, δυο γυναίκες και τρία κοριτσάκια μας πλησίασαν ζητώντας ελεημοσύνη. Μας τραβούσαν τα χέρια, φώναζαν. Τους δώσαμε κάτι άλλα είμαστε δυτικοί, πράγμα που σημαίνει αυτόματα πως έχουμε πάντα κι άλλο να δώσουμε. Το κοριτσάκι τράβαγε τις τρίχες των ποδιών μου και γέλαγε, δεν ξέραμε πως να αντιδράσουμε, ενώ παράλληλα προσπαθούσαμε να διαπραγματευτούμε την τιμή του ταξί, ο οδηγός του οποίο θεώρησε εύλογα πως τόσο νωρίς το πρωί ήμασταν εύκολη λεία για μια εξωφρενική τιμή. Ένα άλλο βράδυ, σε μια σκοτεινή φτωχογειτονιά, ακούστηκε ξαφνικά σαματάς κι ένας κουβάς σκουπίδια άδειασε από ένα μπαλκόνι και το περιεχόμενό του έπεσε κατά φοβερή σύμπτωση όλο πάνω στον Κωνσταντίνο. Εγώ δε λερώθηκα καθόλου παρά το ότι περπατούσαμε παράλληλα. Κι όλα αυτά ενώ η ζέστη μοιάζει να μην παύει ποτέ, κάνοντας τον κόσμο να βγαίνει έξω από τα σπίτια, να κάθεται σε πεζούλια ή σε μικρά αυτοσχέδια καφέ ή σε εστιατόρια ή στην παραλία.
Υπάρχουν όμως γειτονιές που είναι προκλητικά πλούσιες και δυτικοποιημένες, όπου οι φτωχοί είναι ανεπιθύμητοι. Με τη χλιδή του Μπόλιγουντ να σμιλεύει τις συνήθειές τους, οι κάτοικοι των γειτονιών αυτών λατρεύουν να δείχνουν το «δυτικό» προφίλ τους, σιχαίνονται τη βρώμα και την ακαταστασία, πηγαίνουν τα παιδιά τους σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία κι αναλαμβάνουν υψηλές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό ή σε μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις ή στην ίδια τη βιομηχανία του κινηματογράφου. Πως συνυπάρχουν αυτές οι αντιθέσεις; Δημιουργούνται, φαίνεται, παράλληλες ζώνες ταξικής ομοιγένειας, κάτι που ισχύει άλλωστε και για τις δυτικές πόλεις.
***
Το μετρό του Παρισιού είναι ένα εντυπωσιακό επίτευγμα, εκτενές και αποτελεσματικό, μια πραγματική υπόγεια πόλη όπου η ροή του κόσμου είναι ακατάπαυστη. Τα πιο φτωχά προάστια συνδέονται με τις πιο πλούσιες γειτονιές του κέντρου, οι λευκοί μεσοαστοί συνυπάρχουν με τη μαύρη εργατική τάξη, άστεγοι και φτωχοί κοιμούνται στις αποβάθρες ενώ οικογένειες κάθονται στα διπλανά καθίσματα περιμένοντας το τραίνο για να πάνε σε κάποιο πάρκο, νέοι πηδάνε πάνω από τις μπάρες σε μια αέναη σκιαμαχία με τους ελεγκτές, ελαφροχέρηδες προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τον συνωστιμό για να αρπάξουν ένα κινητό ή ένα πορτοφόλι, καλοντυμένες κυρίες στραβομουτσουνιάζουν όταν περνάει κάποιος επαίτης ζητώντας ελεημοσύνη, η αστυνομία τριγυρνάει οπλισμένη αναζητώντας εν δυνάμει τρομοκράτες και φυσικά καλλιτέχνες πλημμυρίζουν τους σταθμούς, από μοναχικούς κιθαρίστες μέχρι ολόκληρες ορχήστρες, από μπάντες από την ανατολική ευρώπη που παίζουν πρώην κομμουνιστικά εμβατήρια για τα αυτιά των τραπεζιτών και των επενδυτών της άλλης μεριάς του πρώην τείχους, εώς νεαρές κοπέλες που κάνουν πρόβα κομμάτια από κάποια όπερα, ή επίδοξους τζαζίστες με σαξόφωνο και τρομπέτες, ακορντεονίστες που τριγυρνάνε στα βαγόνια και λατίνους τροβαδούρους που προσπαθούν να ξεσηκώσουν τον κόσμο. Όλα αυτά συνθέτουν ένα σκηνικό αντιθέσεων και διατάραξης της ομοιγένειας, έναν πραγματικό καμβά γεμάτο από τη σύγχρονη ζωή στο Παρίσι. Πράγματι μέρος διαταξικών συνευρέσεων, το μετρό του Παρισιού δεν είναι ωστόσο μέρος διάδρασης και διαλόγου, ούτε συνδιαμόρφωσης των συνδαιτημόνων και δεν εμπίπτει έτσι στον χαρακτήρα του «κοινού».
Ίσως είναι τέτοια η πολιτική οικονομία του δημοσίου χώρου (εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το ομώνυμο άρθρο του Ντέιβιντ Χάρβεϊ) των σύγχρονων μητροπόλεων της Ευρώπης που η δημόσια σφαίρα, ως η διαδικασία εκείνη κατά την οποία οι πολίτες, με όπλο τον ορθό λόγο, ασκούν κριτική στην εξουσία και πειραματίζονται με νέες μορφές αλληλεγγύης και διυποκειμενικής αλληλόδρασης, εκτοπίζεται από τον στην κυριολεξία δημόσιο χώρο στον δημόσιο χώρο του διαδικτύου. Εξ ου και η συνεχής δημιουργία νέων δικτύων που προσιδιάζουν στην έννοια της δημόσιας σφαίρας όπως το couchsurfing, οι πλατφόρμες crowdfunding και πολλά άλλα που σίγουρα δε γνωρίζω. Τα δίκτυα που με την πολλαπλότητά τους στοιχειοθετούν την ποικιλομορφία της σύγχρονης ζωής βρίσκουν περισσότερο ελεύθερο χώρο στο διαδίκτυο παρά στο αστικό τοπίο.
Οι πόλεις κρύβουν πάντα αγώνες για δικαιώματα, για χώρο, για αναγνώριση. Προχθές, στο μετρό στο Παρίσι, αφότου είχα μια μικρή περιπέτεια με δυο ελεγκτές, κάθισα στην αποβάθρα και περίμενα τον επόμενο συρμό. Δίπλα μου καθόταν ένας κλοσάρ ο οποίος έτυχε να παρακολουθήσει τη φάση και μου χαμογέλασε. «Αυτοί είναι ασφαλίτες», μου λέει, αναφερόμενος στους ελεγκτές. «Μπάινουν σ’ αυτή τη στάση για να τσεκάρουν φάτσες που έρχονται από το Τζαμί πάνω. Κι επειδή είναι πολλοί αυτοί που δεν έχουν χαρτιά (είναι δηλαδή παράτυποι μετανάστες), άμα δεν έχουν εισιτήριο φοβούνται και πληρώνουν το πρόστιμο επι τόπου, οπότε βγάζουν κι εύκολα λεφτά. Μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια!», λέει και γελάει. «Τα καθίκια!», συμπληρώνει. Στον μικρόκοσμο των πόλεων, αν κοιταξει κανείς με τον μεγενθυντικό φακό, οι αγώνες και οι συγκρούσεις δε σταματάνε ποτέ. «Τα καθίκια!», συμφώνησα κι εγώ επιδοκιμαστικά.