Κύθνος ή Θερμιά.
Για να μπεις σε ένα σπίτι χρειάζεται να περάσεις μέσα από την πόρτα. Για να ανοίξεις την πόρτα χρειάζεται να έχεις το σωστό κλειδί. Έτσι ενώ έφτασα στην Κύθνο με τον παραδοσιακό τρόπο, με τον Αδαμάντιο Κοραή που αράζει στο Μέριχα, και για λίγες στιγμές μετατρέπει την ερημική γωνιά σε ζωντανό λιμάνι, μόνο τότε μπόρεσα να μπω στο νησί όταν βρήκα τη σωστή πόρτα. Και αυτή η πόρτα έμελλε να γίνει το κλειδί για να μιλήσω για την Κύθνο.
Πριν φτάσει όμως κανείς στην πόρτα, πρώτα πρέπει να γνωρίσει το φύλακα. Και με τον όρο φύλακα δεν εννοώ το λυκόσκυλο που γαβγίζει μες στο σκοτάδι κατά το νυχτερινό περίπατο και ξαφνιάζει την ανέμελη και ίσως ελαφρώς αφελή διάθεση του διαβάτη. Εννοώ εκείνον που σε υποδέχεται και πριν σε ρωτήσει ποιος είσαι και τι κάνεις στα μέρη του, σου προσφέρει φαΐ και κρασί. Σ' αυτήν την ιστορία φύλακας μου είναι ο Νικόλας. Με κατάλευκα μαλλιά και γένια ίδιος άγιος προτείνει κρασί και ψημένα ψωμάκια με ντομάτα και ρίγανη μέχρι να 'ρθει το φαγητό. Τον ρωτάω αν θα πιει μαζί μου, λέει όχι γιατί παίρνει αντιβίωση. Μετά από λίγο βάζει ένα κονιάκ κι έρχεται. Και έτσι όπως μόνο τα θαύματα κάνουν, τα ποτήρια άδειαζαν και γέμιζαν και με κάθε σταγόνα κρασί πέρναγε μέσα μου και λίγη από την ιστορία της Κύθνου.
Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού. Ο Κύθνιος. Ο Δρύοπας. Ο Μέριχας. Ο Αράπης; Αράπης είναι το όνομα της ταβέρνας του Νικόλα. Πήρε το όνομά της από το μόχθο του παππού του. Το ΄78 στη Δρυοπίδα και από το '81 στο Μέριχα. Και είναι μέρος ιστορικό. Εδώ φτιάχτηκε η πρώτη πίτσα της Κύθνου δια χειρός Νικόλα. Κι όταν τη σέρβιρε στους φίλους του, εκείνοι έμειναν να την κοιτάνε. Την κοίταγαν, την κοίταγαν, κανένας όμως δεν άπλωσε χέρι. Περίμεναν να έρθει το ψωμί για να αρχίσουν να τρώνε. Είναι ακόμη το πρώτο μαγαζί που ξεχειμώνιασε ανοιχτό. Του παλιούς χειμώνες έκλειναν όλα στο νησί κι αν ερχόταν κανένας άνθρωπος και πείναγε, έπρεπε να ζητήσει στο καφενείο να του κάνουν ένα αυγό. Αυτό δεν ήταν ωραίο για το νησί. Έτσι τ' άφησε ανοιχτό ο Νικόλας και δεν το ξανάκλεισε. Κι άλλα μαγαζιά έκτοτε ακολούθησαν την ιδέα. Κι αν έχεις καρδιά ανοιχτή στους ανθρώπους, έχεις και την πόρτα σου. Μου διηγήθηκε πως το ΄83 είχαν έρθει κάτι Σκανδιναβοί τουρίστες που έστρωναν το βράδυ και κοιμόντουσαν μπρος στην ταβέρνα. Εκείνος τους έδωσε το κλειδί για να μπορούν να χρησιμοποιούν την τουαλέτα. Εκείνοι έφτασαν να του προετοιμάζουν την κουζίνα πριν έρθει αυτός, να κόβουν ντομάτες, να τρίβουν τυρί. Οι πόρτες είναι για να κλείνουν έξω το κρύο, όχι τους ανθρώπους.
Το κρασί έρεε δύο ολόκληρες μέρες, 2 χαλίκι 1 άμμο, μείγμα δικό του, 2 λευκό 1 κόκκινο. Τι ευλογία ένας άνθρωπος 64 χρονών να αναρωτιέται μπροστά σου για τη ζωή, για τους ανθρώπους, για τη δύναμη της ανατροφής. Έχει δυο γιους. Ο ένας παράγει κρασί. Το "Δρύοπα". Εκατό χιλιάδες μπουκάλια. Όχι πιο πολλά. Ο άλλος, αρχιτέκτονας, εμπνεύστηκε την ετικέτα. Τα σπιτάκια της Δρυοπίδας ζωγραφισμένα ανάποδα. Έτσι όταν σου σερβίρουν το κρασί, τα βλέπεις κανονικά.
Έτρεξα ανάμεσα σε αυτά τα σπιτάκια. Κάτι από αυτά τα στενά κατάλευκα δρομάκια έσπρωχνε το βήμα μου. Μια ταχύτητα ανάλαφρη, απογειωτική, χωρίς φρένα, χωρίς φόβο. Λίγο έλειψε να συγκρουστώ με πόρτες αιωρούμενες στα χέρια εργατών. Πήγαιναν κι αυτές στην πλατεία του Δελαγραμμάτη. Πήγαιναν να βρουν ένα σπίτι, πήγαιναν να γίνουν οι καινούριες πόρτες του παλιού σπιτιού. Και να εκεί κοντά άλλη μια πόρτα ανοίγει. Της κυρά Κατερίνας το σπίτι αυτό. Το 'φτιαξε όμορφο για τους τουρίστες της. Φύλακες του σπιτιού τα πορτρέτα των παππούδων της.
Και ήρθε η ώρα να αποκαλύψω την πόρτα κλειδί. Αυτή την πόρτα τη βλέπεις μόνο αν έχεις ήδη μπει μέσα. Αν την κοιτάξεις από έξω, θα δεις μια πόρτα συνηθισμένη, μια πόρτα ανάξια να γεννήσει ιστορία. Αν όμως μπεις στο δημοτικό σχολείο της χώρας της Κύθνου και προχωρήσεις στο προαύλιο, τότε θα την δεις. Μια πόρτα μπλε. Χτισμένη μέσα σ' έναν ψηλό λευκό τοίχο. Καμπύλα σκαλιά οδηγούν σ' αυτήν. Αν στέκεσαι στην αυλή, τότε για να τη δεις πρέπει να κοιτάξεις ψηλά. Και αυτό που βλέπεις πέρα από τον τοίχο είναι μόνο ουρανός. Έτσι φαντάζει πως αν τούτη την πόρτα ανοίξεις, θα βρεθείς στον ουρανό. Μοιάζει με αυτήν την πόρτα που λένε πως βρίσκεις όταν περνάς στην άλλη διάσταση. Ο Νικόλας βρέθηκε πρόσφατα μπροστά σ' αυτήν την πόρτα που λένε. Όταν ξύπνησε είπε "Χτύπησα την πόρτα αλλά ήταν κλειστά". Όταν έχεις ανοιχτή καρδιά, να που μερικές πόρτες μένουν κλειστές για χάρη σου λίγο παραπάνω.
Λίγες στιγμές πριν αφήσω την Κύθνο, πέρασα από το εκκλησάκι τον Αγίων Ακινδύνων. Έχει χτιστά σκαλάκια που φτάνουν μέχρι τη θάλασσα. Αν κάτσεις εκεί και κοιτάξεις στα αριστερά με κατεύθυνση το πέλαγος, θα δεις μια κόκκινη βάρκα. Και αν μέσα σε μια διάθεση μοναχική και ίσως κάπως ειδυλλιακή σιγοτραγουδήσεις "Μια βάρκα ήταν μόνη της σε θάλασσα γαλάζια", τότε σε λίγο ένα κοπάδι γλαράκια θα περάσει από πάνω της για να σου δώσει τον επόμενο στίχο.
Αποχαιρέτησα το Νικόλα και όταν κοίταξα πίσω η πόρτα ήταν ακόμη ανοιχτή. Το πλοίο φάνηκε. Η τσιμεντένια πλαγιά του Μέριχα έγινε για λίγο λιμάνι ξανά. Ο Αδαμάντιος Κοραής άνοιξε την πόρτα του, ξέβρασε τους νέους επισκέπτες της Κύθνου και κατάπιε τους παλιούς, σα μια μπουκιά ψημένο ψωμί με ντομάτα και ρίγανη.