στον Λουκά
Moonshiner αποκαλείται ο παράνομος παραγωγός ποτών στην Αμερική. Άλλοι συνδέουν το επάγγελμα αυτό με την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης, ενώ άλλοι όχι, τονίζοντας πως moonshiners υπάρχουν ακόμη και σήμερα: είναι οι παραγωγοί που αρνούνται να πληρώσουν τους κρατικούς φόρους. Το δε όνομα εξηγείται με δύο τουλάχιστον τρόπους: είτε επειδή αυτή η εργασία πρέπει, καθώς είναι παράνομη, να γίνεται στα κρυφά, υπό το φως του φεγγαριού· είτε από το διάφανο χρώμα του ποτού, που είναι πολύ υψηλής περιεκτικότητας.
Πρωτοάκουσα το ομώνυμο τραγούδι από τον Ντύλαν και νόμιζα πως είναι δικό του, μετά όμως έμαθα πως είναι παραδοσιακό. Τόσο το καλύτερο: πάντα είναι μια ευχάριστη έκπληξη να ανακαλύπτεις το σοφό ταλέντο ανώνυμων -ή και συλλογικών- δημιουργών.
Υπάρχει λοιπόν σε αυτό το τραγούδι ένας από τους αγαπημένους μου στίχους, γενικά: God bless them pretty women/ I wish they was mine. Τι βρίσκουμε εδώ; Oι γυναίκες δεν καταδικάζονται ως αχάριστες κι αλήτισσες. Παρόλο που δεν τις έχει, τις καλοτυχίζει, πιθανώς γιατί του ομορφαίνουν τη ζωή και μόνο που υπάρχουν. Μέσα από αυτό το ιδιοφυές παράδοξο, ο στιχουργός δείχνει να αποδέχεται τον κανόνα της ύπαρξης· για να το πούμε με πιο ψυχαναλυτικούς όρους, αποδέχεται το γεγονός ότι η επιθυμία, σε αντίθεση με όσα διδάσκουν ο βουδισμός και ο Σοπενάουερ*, είναι κάτι καλό, γιατί είναι η κινητήρια δύναμη της ζωής. Το ότι τελούμε εν ελλείψει και ότι η επιθυμία είναι από τη φύση της ανικανοποίητη, μας σπρώχνει να ζούμε. Κανείς δεν μπορεί να πει "αν αποκτήσω αυτό, δε θα θελήσω ποτέ κάτι άλλο".
Κι αν ακόμη αποκτούσε μία ή περισσότερες τέτοιες γυναίκες ο τραγουδοποιός, πάλι θα μπορούσε να τραγουδήσει τα ίδια λόγια, απαράλλακτα. Είναι, πράγματι, σαν να γεμίζουμε το πιθάρι των δαναΐδων (πολλοί αρχαιοελληνικοί μύθοι επεξεργάζονται με συμβολικό τρόπο αυτή τη διαρκή ανακύκλωση), αλλά δεν μπορεί παρά να είναι έτσι. Ας επωμιστούμε το βάρος της επιθυμίας μας.
* "να ξεριζώσουμε την επιθυμία", πράγμα ούτως ή άλλως αδύνατο, αφού το να θέλω να μην επιθυμώ είναι ήδη μια επιθυμία