Κάθε Πρωτομαγιά, τα ιστορικά αφιερώματα στα ηλεκτρονικά και τα έντυπα Μέσα ασχολούνται πρωτίστως με τα γεγονότα του Σικάγο το 1886, αλλά και με την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών στην Καισαριανή το 1944. Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε με ένα άλλο ορόσημο του συγκεκριμένου μήνα. Ο Μάης του 1936 έχει εγγραφεί στη συλλογική μνήμη ως μια στιγμή κορύφωσης των αγώνων της εργατικής τάξης, στον απόηχο της οικονομικής κρίσης που μάστιζε την Ελλάδα μετά την πτώχευση του 1932.
Σε μια κρίσιμη συγκυρία πολιτικής αστάθειας, τα εξεγερσιακά γεγονότα της Θεσσαλονίκης επέδρασαν καταλυτικά στην εξέλιξη των γεγονότων, παρέχοντας την απαραίτητη πρόφαση στον Ιωάννη Μεταξά για να επιβάλει τη δικτατορία του στις 4 Αυγούστου. Τα γεγονότα του τριημέρου 8-11 Μαΐου είναι εν πολλοίς γνωστά. Η βίαιη καταστολή της Χωροφυλακής έναντι των απεργών καπνεργατών, του πιο μαχητικού τμήματος της εργατικής τάξης, είχε ως αποτέλεσμα τον παλλαϊκό ξεσηκωμό των κατοίκων της πόλης ενάντια στον αυταρχισμό της κυβέρνησης Μεταξά, ο οποίος μάλιστα επιστράτευσε τις Ένοπλες Δυνάμεις για να καταπνίξουν την αναταραχή. Οι συγκρούσεις που ακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 12 διαδηλωτών και των τραυματισμό δεκάδων άλλων. Η εμβληματική φωτογραφία της μητέρας του Τάσου Τούση, που σπαράζει πάνω από το σώμα του νεκρού γιου της, αποτέλεσε την έμπνευση για τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και συνιστά ίσως την πιο συνταρακτική εικόνα από τις ταραγμένες εκείνες μέρες.
Η ολιγοήμερη εξέγερση της Θεσσαλονίκης δεν ήταν φυσικά μια προλεταριακή επανάσταση, ούτε έλαβε επαναστατικές προοπτικές, για να απειλήσει την σταθερότητα του πολιτικού και του κοινωνικού καθεστώτος της χώρας. Τα γεγονότα που ξεκίνησαν ως μια δυναμική εργατική διεκδίκηση και κλιμακώθηκαν σε μια πάνδημη αντίδραση κατά της κρατικής καταστολής δεν ήταν ικανά να κλονίσουν το πολιτικό σύστημα. Όπως και το βενιζελικό κίνημα του ’35, που έφερε ακριβώς τα αποτελέσματα που ήθελαν να αποτρέψουν οι πραξικοπηματίες, η ήττα στη «μάχη» αυτή του εργατικού κινήματος προκάλεσε την υποτροπή των πολιτικών εξελίξεων, καθώς οι κρατούντες βρήκαν την ευκαιρία να σκληρύνουν τη στάση τους λαμβάνοντας τα αυταρχικότερα των μέτρων εναντίον των αντιπάλων τους. Έτσι από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός Μεταξάς προέβαλε την ολοένα αυξανόμενη κοινωνική αναταραχή ως έναν άμεσο κίνδυνο για την ανατροπή της τάξης, ως ένα προπαρασκευαστικό στάδιο για την υποτιθέμενα επικείμενη κομμουνιστική επανάσταση.
Παρόμοιοι φόβοι άλλωστε είχαν καταλάβει και ένα μέρος της αστικής τάξης, η οποία επιθυμούσε να κατασταλεί το εργατικό κίνημα, ακόμα και με ακραία μέσα. Εξάλλου, μεγάλη μερίδα του Τύπου είχε καλλιεργήσει ένα κλίμα αντικομμουνιστικής υστερίας, ειδικά μετά την αποκάλυψη του συμφώνου Σοφούλη-Σκλάβαινα, το οποίο, αν και δεν υλοποιήθηκε εν τέλει, έγινε αντιληπτό ως μια προσπάθεια συγκρότησης ενός Λαϊκού Μετώπου των «βενιζελοκομμουνιστών», κατά τα πρότυπα της Γαλλίας και της Ισπανίας.
Μετά την ψήφο εμπιστοσύνης που έλαβε στα τέλη Απριλίου από τη συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών, ο Μεταξάς, ως πρωθυπουργός, μπορούσε πλέον να προχωρήσει στην υλοποίηση των αντικοινοβουλευτικών διακηρύξεών του, τις οποίες άλλωστε δεν παρέλειπε να εκθέτει δημόσια τα προηγούμενα χρόνια. Όταν προκηρύχθηκε η πανελλαδική απεργία για την Τετάρτη 5 Αυγούστου, είχε φτάσει πλέον η στιγμή της εκτροπής. Στην εισηγητική έκθεση των βασιλικών διαταγμάτων που διέλυαν τη Βουλή και κήρυσσαν τον στρατιωτικό νόμο, ο Μεταξάς τόνιζε ότι η χώρα βρισκόταν «εις τας παραμονάς ανατρεπτικής στασιαστικής κινήσεως», καθώς η απεργία της επομένης θα κατέληγε σε μακράς διαρκείας ταραχές και τελικά θα λάμβανε τη μορφή εμφυλίου πολέμου. Έτσι, η επιβολή της δικτατορίας ήταν κατ’ αυτόν το μοναδικό μέσο για να προλάβει τις συγκρούσεις, οι οποίες θα ήταν δύσκολο να κατασταλούν χωρίς μεγάλη αιματοχυσία.
Στο διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό λίγες ημέρες αργότερα, ο Μεταξάς παρουσίασε εκ νέου την παραπάνω αιτιολόγηση. Επεσήμανε ότι οι κομμουνιστές εκμεταλλεύονταν την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου, για να προετοιμάσουν την κοινωνική επανάσταση, και έτσι ο ίδιος έσωσε τη χώρα από τον όλεθρο, ένα δείγμα του οποίου είχε διαφανεί πριν από λίγους μήνες στη Θεσσαλονίκη. Ανέφερε επίσης ότι οι κομμουνιστές είχαν εισχωρήσει στη δημόσια διοίκηση, στην εκπαίδευση, αλλά και στις Ένοπλες Δυνάμεις, με σκοπό να υπονομεύσουν την ίδια την υπόσταση του κράτους. Σύμφωνα με το αφήγημά του, όταν ο ίδιος ανέλαβε την κυβέρνηση, συνάντησε την αντίδραση των υπολοίπων κομμάτων που εμπόδιζαν το έργο της, ενώ και ο Τύπος συνέβαλε στην εξάπλωση της κομμουνιστικής προπαγάνδας.
Είναι όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι στα παραπάνω διαγγέλματα παρασιωπούνται οι λόγοι που εξέθεσε κατ’ ιδίαν ο Μεταξάς στον Γεώργιο πριν την υπογραφή των διαταγμάτων, ενώ υπερτονίζεται ο κίνδυνος της κοινωνικής ανατροπής. Κατά τη συνομιλία τους το μεσημέρι της 4ης Αυγούστου, ο επίδοξος δικτάτορας ανέφερε στον μονάρχη ότι ο κίνδυνος έκρηξης ενός νέου πολέμου στην Ευρώπη καθιστούσε αναγκαία την πάταξη της συνεχιζόμενης αναταραχής στους κόλπους των Ενόπλων Δυνάμεων, η οποία προερχόταν από την ανακίνηση του αποτακτικού ζητήματος, της επίμονης δηλαδή προσπάθειας των βενιζελικών που είχαν αποστρατευθεί μετά το αποτυχημένο κίνημα του 1935 να πετύχουν την επαναφορά τους στην ενεργό υπηρεσία. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε διαλυτικές συνέπειες για τη συνοχή και το αξιόμαχο του στρατού, ο οποίος θα έπρεπε να προετοιμάζεται για τον επερχόμενο πόλεμο και όχι να παραμένει διαιρεμένος σε δύο αντιμαχόμενες φατρίες. Ήταν δηλαδή περισσότερο η ανησυχία του Μεταξά να μη βρεθεί η χώρα διχασμένη τη στιγμή που θα ξεσπούσε ο πόλεμος και δευτερευόντως η θεωρία του «κομμουνιστικού κινδύνου», αυτή που χρησιμοποιήθηκε για να πείσει τον Γεώργιο να συγκατατεθεί στην εκτροπή.
Πράγματι, κινητοποιώντας τις δυνάμεις ασφαλείας στην πρωτεύουσα, αλλά και σε ολόκληρη την επικράτεια, ο Μεταξάς πρόλαβε την έναρξη της απεργίας, απαγορεύοντας την έκδοση των εφημερίδων και συλλαμβάνοντας ήδη από την πρώτη μέρα την ηγεσία του συνδικαλιστικού και του κομμουνιστικού κινήματος. Για τους διωκόμενους από τη δικτατορία, άρχιζε ένας πολύχρονος αγώνας σε καθεστώς παρανομίας, που όμως αποτέλεσε τη μαγιά για τη δημιουργία των αριστερών (και όχι μόνο) αντιστασιακών οργανώσεων κατά τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής. Κατά τα χρόνια αυτά, η εμπειρία των αγώνων του Μεσοπολέμου αποτέλεσε μια πολύτιμη παρακαταθήκη για τους ανθρώπους που εμπνέονταν από το όραμα ενός ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, η όσμωση ενός τμήματος των δημοκρατικών με τους κομμουνιστές, η οποία ξεκινούσε εκείνη την περίοδο, εκφράστηκε αργότερα στη σύμπραξή τους υπό τη σκέπη του ΕΑΜ, όπως φανερώνεται από την ύπαρξη πολλών προσωπικοτήτων του παλαιού βενιζελισμού που στελέχωσαν τις τάξεις της μεγαλύτερης αντιστασιακής οργάνωσης της χώρας.